Τον τελευταίο μήνα, τα τρία μεγαλύτερα κόμματα της χώρας είχαν ζωντανές εσωκομματικές διαδικασίες που κατέληξαν στα συνέδριά τους. Όλα τους θεωρούνται ιδιαίτερα επιτυχημένα. Απευθύνθηκαν στον κομματικό τους πυρήνα και συσπείρωσαν τους οπαδούς τους, κάτι απαραίτητο, καθώς ήδη μπήκαμε σε προεκλογική περίοδο (εάν βέβαια βγήκαμε ποτέ από αυτήν, καθώς η ΝΔ έχει υιοθετήσει σε μεγάλο βαθμό την αμερικάνικη τακτική της «διαρκούς προεκλογικής εκστρατείας»).

Πρωταγωνιστής, όμως, του «συνεδριακού ανταγωνισμού» αναδείχθηκε το ΠΑΣΟΚ. Όχι μόνον διότι επέστρεψε ως όνομα και σύμβολο (άλλωστε ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει στην κοινωνία και στη ζώσα πραγματικότητα), αλλά κυρίως διότι έχει μπολιάσει τα άλλα δύο κόμματα.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι «πασοκογενείς του ΣΥΡΙΖΑ» θριάμβευσαν στο συνέδριο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και οι «πασοκογενείς της κυβέρνησης της ΝΔ» πλήθυναν σε τέτοιο βαθμό, ώστε άρχισαν να ενοχλούν τη δεξιά της πτέρυγα. Μάλιστα, είχαμε και την προαναγγελία ενός γάμου.

Ο νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, εγκαταλείποντας τη μέχρι σήμερα εσφαλμένη τακτική του στο συγκεκριμένο θέμα, ανακοίνωσε ότι θα συμπράξει στις επόμενες εκλογές με το πρώτο κόμμα, σεβόμενος τη λαϊκή ετυμηγορία και προσπαθώντας να αποφύγει τόσο ο ίδιος και η παράταξή του όσο και η χώρα την άδηλη έκβαση μιας δεύτερης, διαδοχικής εκλογικής αναμέτρησης, σε ένα αρνητικό, παγκοσμίως, οικονομικό περιβάλλον.

Σε ποιο βαθμό, όμως, οι εσωτερικές κομματικές διαδικασίες εξέφρασαν τις αγωνίες και τις ανάγκες της κοινωνίας; Κατά πόσον κατέστησαν θελκτικά τα πολιτικά τους προϊόντα, ώστε να ασχοληθούν με αυτά ικανοί και πετυχημένοι άνθρωποι της καθημερινότητας; Και πρωτίστως σε ποιο βαθμό προσέδωσαν νέο όραμα στη νέα γενιά απαντώντας στους φόβους αλλά και στις προσδοκίες της;

Οι απαντήσεις δεν είναι ευδιάκριτες. Και τούτο προκαλεί εύλογη απορία γιατί τα προβλήματα είναι υπαρκτά και μάλιστα σε εντεινόμενο ρυθμό. Από την κοινωνία της ευμάρειας, στις αρχές της παρούσας χιλιετίας, έχουμε περάσει στην κοινωνία της διακινδύνευσης. Οικονομική κρίση, πανδημία και πόλεμος στην ευρωπαϊκή γειτονιά έχουν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό κλίμα. Οι παραδοσιακές συνταγές, τα συνθήματα και οι διαχωριστικές γραμμές διαδραματίζουν, πλέον, μικρό ρόλο.

Εάν τα πολιτικά κόμματα «επικοινωνούσαν» επαρκώς με την κοινωνία, δεν θα είχαν χαθεί από τις κάλπες περισσότεροι από 1 εκατομμύριο ψηφοφόροι την τελευταία δεκαπενταετία. Εάν ιεραρχούσαν τις κοινωνικές ανάγκες δεν θα βερμπάλιζαν πιστεύοντας ότι «είναι δίπλα σε κάθε πολίτη» (ΝΔ), δικαιούνται μια «νέα αρχή» (ΣΥΡΙΖΑ) και θα φέρουν την «κοινωνία στο προσκήνιο» (ΠΑΣΟΚ). Θα γνώριζαν ότι τα βασικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η κοινωνία είναι η υπερχρέωση (η πλειοψηφία του ενεργού πληθυσμού έχει σημαντικές οφειλές σε τράπεζες και δημόσιο), η έλλειψη στοχοπροσήλωσης της νέας γενιάς που εκφράζεται μέσα από το φαινόμενο της «μεγάλης παραίτησης» και της απαξίας της εργασίας ως μέσο κοινωνικής ανέλιξης και προκοπής και τέλος, της ακρίβειας που οδηγεί τα νοικοκυριά σε απόγνωση και τις περισσότερες επιχειρήσεις σε συσσώρευση ζημιών.

Για όλα αυτά, ακούσαμε κάτι συγκεκριμένο στα κομματικά συνέδρια; Δυστυχώς όχι. Μείναμε με την απορία τι θα κάνουν, εάν ή όταν (συγ)κυβερνήσουν…

Του Αργύρη Αργυριάδη

Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω





ΠΗΓΗ