Sadik Demiroz via Getty Images
Θα μπορούσε ένας δηλωμένος ως «υπέρμαχος» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας έκφρασης και της Δημοκρατίας να παρατηρεί χαιρέκακα την καταπάτηση δημοκρατικών δικαιωμάτων;
Και όμως, συμβαίνει σε πλήθος περιπτώσεων, κατά τις οποίες οι αυτοαποκαλούμενοι «δημοκρατικοί πολίτες» – ταυτιζόμενοι συχνά με συγκεκριμένες κομματικές τοποθετήσεις – πανηγυρίζουμε ή χασκογελάμε όταν το πλήγμα στη Δημοκρατία συνδυάζεται με ένα πλήγμα στους πολιτικούς-κομματικούς-ιδεολογικούς αντιπάλους μας.
Εξάλλου, η ανθρώπινη τάση να λησμονούμε και να επικαλούμαστε ευκαιριακά το απόφθεγμα (του Βολτέρου ή όχι μικρή σημασία έχει) «διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες» είναι εγγενής, ανηλεής και διϊστορική.
Αναφέρω τα παραπάνω με αφορμή τις αναστολές λογαριασμών από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και με πρόσφατα δείγματα και στην Ελλάδα, οι οποίες είτε καταγγέλλονται από τους συνοδοιπόρους των αποκλεισμένων είτε αντιμετωπίζονται με αρκετή δόση ειρωνείας από τους διαφωνούντες, αλλά ουδέποτε αξιολογούνται στη βάση συγκεκριμένων ερωτημάτων κατά τρόπο απαρέγκλιτο και οριζόντιο: Ποιος αποφασίζει και με ποια κριτήρια αν κάποιο πολιτικό πρόσωπο, επί παραδείγματι, έχει το δικαίωμα άρθρωσης δημοσίου λόγου; Γιατί η διακίνηση ψευδών ειδήσεων δεν αντιμετωπίζεται πάντοτε με την ίδια αυστηρότητα και τί σημαίνει εν τέλει «ψευδής είδηση»;
Όταν εντάσσεις κάτι (θέση, έρευνα, συμπεράσματα, πληροφορία κ.ο.κ.) στο κείμενό σου παραπέμποντας σε μια επιστημονική άποψη ή σε συγκεκριμένη δημοσιογραφική πηγή (επιλογή με την οποία ο αναγνώστης μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί), αλλά εν συνεχεία αποδεικνύεται ψευδές, πρέπει να σου απαγορευτεί ο δημόσιος λόγος;
Μήπως ο προκείμενος υπερβάλλων ζήλος εκτυλίσσεται επί σκοπώ και συντείνει στην καλλιέργεια ενός μύθου γύρω από συγκεκριμένα πρόσωπα, κόμματα ή πολιτικές θέσεις;
Ανεξάρτητα αν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος με τον τάδε ή τον δείνα, οφείλει να υπερασπιστεί το δικαίωμά του να λέει ό,τι πιστεύει φυσικά με ευπρέπεια και δίχως ύβρεις.
Ωστόσο, ας θυμηθούμε και πόσα καθημερινά σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα ή σε ιστοσελίδες είναι απρεπή, υβριστικά, απειλητικά ή απλά προέρχονται από «φωτεινούς παντογνώστες» του πληκτρολογίου.
Ας θυμηθούμε την ανοχή, που επιδεικνύουν τα κοινωνικά δίκτυα προς ανθρώπους συγκεκριμένων ιδεολογικών-κοσμοθεωρητικών απόψεων.
Ας αναλογιστούμε γιατί ο Χ σατιρικός ηθοποιός θεωρείται προπαγανδιστής, ενώ ο Ψ έχει απλώς… πλάκα.
Ας σκεφτούμε πριν «ανησυχήσουμε» ή φοβηθούμε για τον πολιτικό, ο οποίος έχει υψηλή χοληστερίνη (!) και παρ’ όλα αυτά του αρέσουν τα μπέργκερ (συγγνώμη, αλλά τα έχουμε ακούσει και διαβάσει αυτά), ενώ θα πρέπει να μένουμε αμέτοχοι για τη στρατηγική και τις πολιτικές αποφάσεις του αντιπάλου του.
Ας προβληματιστούμε γιατί είναι «πρόβλημα Δημοκρατίας» η αναστολή λειτουργίας ενός κοινωνικού δικτύου σε μια χώρα (που αναμφισβήτητα είναι) και δεν είναι πρόβλημα Δημοκρατίας όλα τα παραπάνω…
Είναι πραγματικά δύσκολο να φανταστεί κάποιος που θα καταλήξει αυτή η κατάσταση της κατά το δοκούν ευαισθησίας και μιας δημοκρατίας, η οποία σταδιακά και συντονισμένα μετατρέπεται σε ιδεολόγημα και κομματική ρητορική, αντί να φροντίζουμε όλοι ανεξαιρέτως ώστε να ανταποκρίνεται στην αποστολή της ως κοινωνικό αιτούμενο συνυφασμένο με την αιχμή της ανθρώπινης εξέλιξης.
Αναμφίλεκτα, το πρόβλημα της απουσίας συντεταγμένου και ορθοτομημένου διαλόγου καθίσταται πλέον με γοργούς ρυθμούς πρόβλημα Δημοκρατίας, το οποίο παρασύρει εύκολα και είναι θελκτικό καθώς στηρίζεται στο θυμικό μας. Εντούτοις, αυτή η ευκολία είναι και η αρχή της κακοδαιμονίας, καθότι συμβάλλει στην ισχυροποίηση και επικίνδυνη ανεξαρτητοποίηση από το δημόσιο (πραγματικά δημόσιο και όχι κρατικό) έλεγχο συγκεκριμένων διαύλων επικοινωνίας.