Γράφει ο Κωνσταντίνος Γ. Δροσάτος – Κάτοχος έδρας Ohio Eminent Scholar, Καθηγητής Φαρμακολογίας & Συστημικής Φυσιολογίας – Ιατρική Σχολή University of Cincinnati, ΗΠΑ – Αντιπρόεδρος Ινστιτούτου για την Προώθηση Εκπαίδευσης και Έρευνας στις Τέχνες, Επιστήμες και Τεχνολογία-ARISTEiA, ΗΠΑ

Επτά διεθνώς καταξιωμένοι Έλληνες και Ελληνίδες επιστήμονες από την Ελλάδα και το εξωτερικό διατύπωσαν πρόσφατα πρόταση για τη δημιουργία Εθνικού Οργανισμού Έρευνας που θα αναλάβει την κεντρική διαχείριση των ερευνητικών χρηματοδοτήσεων της Ελλάδας ανεξάρτητα από τους φορείς του κράτους που διαθέτουν τις χρηματοδοτήσεις και θα εφαρμόσει διεθνή πρότυπα αξιολόγησης των προτάσεων για χρηματοδότηση.

Οι προηγούμενες προσπάθειες που έγιναν τα τελευταία 15 έτη προς αυτή την κατεύθυνση οδήγησαν αρχικά στη δημιουργία του προγράμματος «ΑΡΙΣΤΕΙΑ» και στη συνέχεια στην ίδρυση του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ). Αντί διόρθωσης των όποιων αδυναμιών τους, οι προσπάθειες αυτές έτυχαν υποχρηματοδότησης και τελικά εγκατάλειψης.

Αποτέλεσμα της σπάνιας και χαμηλής εθνικής χρηματοδότησης της έρευνας ήταν η πτώση των ερευνητών της Ελλάδας σε χαμηλή θέση ως προς την επιτυχία εξασφάλισης μεγάλων ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων: Στο διάστημα 2007-2020, η Ελλάδα των 11 εκ. κατοίκων έλαβε μετά από ανταγωνιστικές διαδικασίες 26 χρηματοδοτήσεις εκκίνησης ερευνητικού προγράμματος από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας (ERC). Την ίδια περίοδο, 53 αντίστοιχες χρηματοδοτήσεις έλαβε η Πορτογαλία των 10.5 εκ. κατοίκων,63 η Ιρλανδία των 5 εκ., 155 η Αυστρία των 9 εκ. και το Ισραήλ των 9.5 εκ. έλαβε 353 χρηματοδοτήσεις από το ERC.

Η δημιουργία κεντρικού εθνικού οργανισμού για τον συντονισμό και τη διαχείριση όλων των ερευνητικών χρηματοδοτήσεων που διατίθενται από τον εθνικό προϋπολογισμό δεν θα αποτελέσει ελληνική πρωτοτυπία. Όλες οι αναπτυγμένες χώρες διαθέτουν αντίστοιχους οργανισμούς που συντονίζουν τη συχνότητα διάθεσης χρηματοδοτήσεων, τη διαδικασία υποβολής αιτήσεων, τις αξιολογήσεις από εθνικές και διεθνείς επιτροπές επιστημόνων και την επίβλεψη συνεπούς εκτέλεσης των ερευνητικών έργων που εγκρίθηκαν. Τα επιστημονικά συμβούλιά αυτών των οργανισμών προτείνουν τα ερευνητικά πεδία που χρήζουν προτεραιότητας χρηματοδότησης ανάλογα με τις ανάγκες της χώρας και τις διεθνείς επιστημονικές τάσεις.

Στην Ελλάδα δεν έχουν προσδιοριστεί ακόμα τα επιστημονικά πεδία, στα οποία η ελληνική ερευνητική κοινότητα μπορεί να έχει ανταγωνιστκό πλεονέκτημα. Μεμονωμένες διακρίσεις ερευνητών δεν αρκούν ώστε η χώρα να αποκτήσει εθνικό ερευνητικό προφίλ διεθνούς εμβέλειας. Με ένα σημαντικό τμήμα του επιστημονικού δυναμικού της χώρας να έχει διαφύγει στο εξωτερικό και τον οικονομικό πληθυσμό να συρρικνώνεται αριθμητικά, αυτή είναι η ύστατη ώρα για να ανακτηθεί το έδαφος που έχει χαθεί στην έρευνα της Ελλάδας τα τελευταία 20 χρόνια.

Η πρόταση για τη δημιουργία Εθνικού Οργανισμού Έρευνας με τις διαδικάσίες που πρότειναν οι 7 επιστήμονες για την ανά τακτά διαστήματα διοχέτευση χρηματοδοτήσεων, που επίσης πρέπει να αυξηθούν σημαντικά και την αξιολόγηση προτάσεων για χρηματοδότηση με διεθνή πρότυπα, περιγράφει το πρώτο αναγκαίο βήμα.

Έτσι μόνο μπορούν μερικές από τις υπάρχουσες νησίδες αριστείας της Ελλάδας να μετατραπούν σε εθνικούς ερευνητικούς πυλώνες.

Η δημιουργία τέτοιων πυλώνων, σε συνδυασμό με τη μεγάλη κινητικότητα που εμφανίζεται πρόσφατα για επενδύσεις στη βιοτεχνολογία και τις υπολογιστικές επιστήμες στην Ελλάδα, θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας μέσα από βιομηχανικές επενδύσεις.

Οι πρακτικές αυτές λειτουργούν εδώ και δεκαετίες σε χώρες αντίστοιχου μεγέθους με την Ελλάδα, όπως η Ιρλανδία, το Ισραήλ, η Νότια Κορέα, η Σιγκαπούρη και άλλες που έχουν αναδείξει την επιστημονική παραγωγή σε μία από τις κινητήριες δυνάμεις των εθνικών οικονομιών τους. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ιρλανδίας, της οποίας το ΑΕΠ 20 χρόνια πριν ήταν λίγο χαμηλότερο από της Ελλάδας.

Τα τελευταία 20 χρόνια, με συστηματική επένδυση στην έρευνα που συντονίζεται από το Ίδρυμα Επιστημών Ιρλανδίας (SFI), και τη μεταφορά τεχνολογίας από την έρευνα στην παραγωγή έφτασε -παρά την οικονομική κρίση που μεσολάβησε- να έχει το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα μεταξύ μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά την Ελβετία και περίπου 5 φορές μεγαλύτερο της Ελλάδας.

Οι εναπομείναντες λιγοστοί αξιόλογοι επιστήμονες της Ελλάδας διεξάγουν έρευνα υπό αντίξοες συνθήκες γραφειοκρατίας και έλλειψης υποδομών και εκφράζουν τακτικά την απογοήτευσή τους για την ασυντόνιστη διαδικασία διάθεσης έστω και μικρών ερευνητικών χρηματοδοτήσεων αλλά και για την έλλειψη σταθερής διαδικασίας αξιολόγησης των ερευνητικών προτάσεών τους. Η δυναμική επιστημονική κοινότητα Ελλήνων του εξωτερικού, η οποία διαχρονικά έχει προσφέρει αφιλοκερδώς σε αυτές τις διαδικασίες, εξακολουθεί να υποχρησιμοποιείται.

Η δημιουργία του προτεινόμενου Εθνικού Οργανισμού Έρευνας με τις αρχές και τις διαδικασίες που περιέγραψαν πρόσφατα οι 7 Έλληνες επιστήμονες είναι μια ευκαιρία για τη δημιουργία εθνικής πλατφόρμας για τη συνεργασία των καλυτέρων επιστημόνων από την Ελλάδα και το εξωτερικό στην ανάπτυξη της έρευνας στην Ελλάδα που γνωρίζει ήδη σημαντική οπισθοδρόμηση και αν δεν γίνουν αλλαγές άμεσα, δεν θα προλάβει τις εξελίξεις της επερχόμενης 5ης βιομηχανικής επανάστασης.





ΠΗΓΗ