Οι περιβαλλοντολόγοι κινδυνεύουν να χάσουν τα κέρδη που τόσο σκληρά έχουν πετύχει στην προσπάθειά τους να απαλλάξουν την Ευρώπη από το φοινικέλαιο, καθώς οι εταιρείες τροφίμων προσπαθούν να αντικαταστήσουν το ηλιέλαιο.

Η Ρωσία και η Ουκρανία είναι οι μεγαλύτεροι παραγωγοί ηλιέλαιου στον κόσμο, το οποίο χρησιμοποιείται σε ένα ευρύ φάσμα προϊόντων διατροφής – από τις κατεψυγμένες πατάτες και τα μπισκότα μέχρι τη μαγιονέζα και τη βρεφική φόρμουλα (σ.σ. βιομηχανοποιημένο βρεφικό γάλα). Αλλά ο πόλεμος μεταξύ τους έχει βάλει τις εξαγωγές στον πάγο.

Ως αποτέλεσμα, ορισμένες εταιρείες τροφίμων εξετάζουν το ενδεχόμενο να επιστρέψουν στο φοινικέλαιο και το σογιέλαιο (άλλο ένα ανεπιθύμητο λάδι για τους περιβαλλοντολόγους), πάνω στην απόγνωσή τους και ανεξάρτητα από τη ζημιά που αυτό συνεπάγεται για τα τροπικά δάση.

«Αυτά είναι άσχημα νέα για τους ανθρώπους, τα δάση και την άγρια ​​ζωή όταν το φυτικό λάδι φτάνει σε τιμές ρεκόρ», λέει η ακτιβίστρια της Greenpeace στην Ινδονησία, Κίκι Τάουφικ.

Η ΕΕ εισάγει το ήμισυ της παραγωγής ηλιέλαιου της Ουκρανίας, αλλά οι τιμές του έχουν εκτοξευτεί μετά την εισβολή της Ρωσίας τον περασμένο Φεβρουάριο, που είχε ως αποτέλεσμα να κλείσουν τα λιμάνια της χώρας και ουσιαστικά έχει οδηγήσει στο κλείσιμο μιας από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες τροφίμων της Ουκρανίας. Ως απάντηση, η βρετανική αλυσίδα σούπερ μάρκετ Iceland ανακοίνωσε ότι θα επιστρέψει στο φοινικέλαιο, παρά το γεγονός ότι αναγνώρισε ότι το λάδι είναι παράγοντας αποψίλωσης των δασών και της απώλειας οικοτόπων στη Νοτιοανατολική Ασία.

NurPhoto via Getty Images

Αλλά τα Iceland δεν είναι τα μόνα που έχουν αναθεωρήσει. Πολλοί ακόμη σκέφτονται να επιστρέψουν στο φοινικέλαιο. Πολλές εταιρείες τροφίμων που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ δήλωσαν στο Politico ότι μια σημαντική αλλαγή «συνταγής» βρίσκεται πράγματι σε εξέλιξη. Και μια κορυφαία πολυεθνική εξήγησε ότι τόσο το φοινικέλαιο όσο και το σογιέλαιο «είναι οι πιο προφανείς» αντικαταστάτες του ηλιελαίου.

Οι ίδιοι οι παραγωγοί φοινικέλαιου, δυσαρεστημένοι που αποκλείονται όλο και περισσότερο από την ευρωπαϊκή αγορά, επιθυμούν να επιστρέψουν.

«Ενώ η σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας έχει φέρει στον κόσμο περισσότερη αναταραχή… η λύση για τον τομέα των βρώσιμων ελαίων μπορεί να βρίσκεται σε μια μεταστροφή των παλιών πρακτικών με την υιοθέτηση διαφόρων εφαρμογών φοινικέλαιου…», δήλωσε το Συμβούλιο Παραγωγών Χωρών Φοινικέλαιου, μια εμπορική ένωση που αποτελείται από τη Μαλαισία και την Ινδονησία, οι οποίες μαζί παράγουν το 85% του παγκόσμιου φοινικέλαιου.

Anadolu Agency via Getty Images

Αν και είναι πολύ νωρίς για να αποτυπωθεί στα εμπορικά στοιχεία η αυξανόμενη ζήτησή του (σ.σ. τα στατιστικά στοιχεία για τις εξαγωγές συνήθως δημοσιεύονται εβδομάδες ή μήνες αργότερα), ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών έχει ήδη καταγράψει ρεκόρ στις τιμές του φοινικέλαιου τον Μάρτιο, αποδίδοντας την άνοδο στην έλλειψη ηλιελαίου.

Αυτό έχει ανησυχήσει τους περιβαλλοντικούς ακτιβιστές, με τους ειδικούς να προειδοποιούν ότι οι χαλαροί νόμοι στην Ευρώπη θα μπορούσαν να επιτρέψουν στο μη βιώσιμο λάδι να μπει ξανά στα πιάτα των καταναλωτών της ΕΕ.

«Πονοκέφαλοι» στην εφοδιαστική αλυσίδα

Εκστρατείες κατά της αποψίλωσης των δασών υποστηρίζουν ότι η παραγωγή φοινικέλαιου έχει οδηγήσει στον αποδεκατισμό αρχαίων δασών, πληθυσμών ουρακοτάγκων και έχει αυξήσει τις εκπομπές άνθρακα, προκαλώντας εξονυχιστικούς ελέγχους γύρω από την κατανάλωση φοινικελαίου στην Ευρώπη. Τα τελευταία χρόνια, ορισμένες μεγάλες εταιρείες τροφίμων υποσχέθηκαν να βελτιώσουν τις πηγές τους ή να αφαιρέσουν εξ ολοκλήρου το φοινικέλαιο από τον εφοδιασμό τους.

Αλλά τώρα οι εταιρείες τροφίμων έχουν παγιδευτεί ανάμεσα στο να αθετήσουν την υπόσχεσή τους και να εξασφαλίσουν ότι θα συνεχίσουν να λειτουργούν.

Ο διευθύνων σύμβουλος της Iceland, Ρίτσαρντ Γουόκερ, δήλωσε ότι αισθάνεται «τεράστια λύπη» για την επιστροφή της εταιρείας στο φοινικέλαιο, αλλά ότι η εναλλακτική θα ήταν «απλώς να αφαιρέσουμε από τα ψυγεία και τα ράφια μας μια μεγάλη γκάμα βασικών προϊόντων».

SONNY TUMBELAKA via Getty Images

Οι μικρές εταιρείες στρέφονται άμεσα στο φοινικέλαιο ενώ οι μεγαλύτερες θα μπορούσαν ακόμη να περιμένουν, επειδή τα αποθέματά τους σε ηλιέλαιο είναι περισσότερα και έχουν πιο σοβαρές ανησυχίες για τη φήμη τους.

Η Σόφι Ιονάσκου, εκπρόσωπος της ANIA, μιας βιομηχανικής ομάδας που εκπροσωπεί 1.500 παρασκευαστές τροφίμων στη Γαλλία, είπε ότι τα μέλη της ομάδας σπεύδουν να βρουν πιο καθαρές εναλλακτικές λύσεις, αλλά ξεκαθάρισε ότι είναι πράγματι «δύσκολο να προσδιοριστεί ποσοτικά» ποιος αγοράζει τι.

Για να κατευνάσουν τις περιβαλλοντικές ανησυχίες, οι μικρότερες εταιρείες βασίζονται σε συστήματα πιστοποίησης που μπορούν να επαληθεύσουν τη βιωσιμότητα των τροφίμων. Αλλά αυτό είναι πρόβλημα, καθώς συχνά δεν είναι πολύ αξιόπιστα, σύμφωνα με την Μπάρμπαρα Κούπερ, ανώτερη ερευνήτρια βιώσιμων αλυσίδων εφοδιασμού στην ερευνητική εταιρεία Profundo.

«Υπάρχουν πολλά κενά», είπε , επικαλούμενη Βραζιλιάνους παραγωγούς σόγιας που σεβάστηκαν τις περιβαλλοντικές δεσμεύσεις σε ορισμένα κομμάτια γης, ενώ «έκοψαν το δάσος» σε άλλα.

Το πρόβλημα είναι ακόμη μεγαλύτερο για τη σόγια παρά για το φοινικέλαιο, όπου οι προσπάθειες διαφάνειας είναι πολύ πιο αργές. Το σογιέλαιο συνδέεται με την αποψίλωση των δασών σε χώρες όπως η Αργεντινή και η Βραζιλία, οι οποίες είναι σημαντικοί παραγωγοί.

Η Barilla, κορυφαία παραγωγός ζυμαρικών, «δεν θα επιστρέψει στο φοινικέλαιο», το οποίο απέρριψε το 2016. Αντίθετα, η εταιρεία θα στραφεί στη σόγια και το ελαιόλαδο, ξεκαθάρισαν οι εκπρόσωποί της.

Αλλά η πιστοποίηση δεν θα έχει σημασία εάν οι εταιρείες δεν είναι διατεθειμένες να πληρώσουν για «καθαρότερες» εναλλακτικές.

Η Λορα Γκρεγκουάρ από τη ΜΚΟ Alliance for the Preservation of Forests, η οποία συνεργάζεται με την ANIA, είπε ότι δεν είναι σαφές εάν οι παραγωγοί τροφίμων είναι «έτοιμοι να κάνουν αυτές τις προσπάθειες» για να διατηρήσουν «πράσινες» τις αλυσίδες εφοδιασμού τους.





ΠΗΓΗ