(Απόσπασμα από την εφημερίδα της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Αθηνών «Σύγχρονη Αστυνομία»)
Μετά από διαδρομή αρκετών ετών στο συνδικαλιστικό κίνημα και αρκετή μελέτη προσώπων, πραγμάτων και γεγονότων έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος με τον οποίο εκτελούνται οι μεταθέσεις κυρίως εντός Διευθύνσεων αποτελεί ίσως τον πιο ανασταλτικό παράγοντα για την ομαλή λειτουργία τόσο των Υπηρεσιών όσο και για τον οικογενειακό προγραμματισμό των συναδέλφων. Δεν θα κάνω σε αυτό το άρθρο ιδιαίτερη ανάλυση αλλά ούτε και κάποια πρόταση γιατί αυτή θα ήταν «στο πόδι». Θα δηλώσω όμως ότι τα επόμενα χρόνια θα δώσω όλες μου τις δυνάμεις μέσα από τις γραμμές του συνδικαλιστικού μας κινήματος ώστε αυτή η κατάσταση επιτέλους να αλλάξει.
Θεωρώ αδιανόητο η Διοίκηση να μην ενισχύει σχεδόν ποτέ υπηρεσίες που το έχουν ανάγκη και ακόμη χειρότερα να βλέπεις συναδέλφους που κάνουν αίτηση για μετάθεση για πέμπτη ή έκτη χρονιά στη σειρά που υπηρετούν στις πιο δύσκολες υπηρεσίες (Μεταγωγών, Αστυνομικά τμήματα, τμήματα ασφαλείας κ.λ.π.) και ουδείς να ευαισθητοποιείται ώστε να κάνει δεκτό το αίτημά τους, εκτός αν υπάρχει γι΄ αυτόν κάποιο «ενδιαφέρον». Οι ευθύνες είναι διαχρονικές, τις φέρουν όλοι. Αλλά με αυτά που έχουμε δει ιδίως τα τελευταία χρόνια αν θέλουμε να μιλάμε για Αστυνομία μιας σύγχρονης δυτικής Δημοκρατίας και όχι τριτοκοσμικής χώρας πρέπει να καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι με την Φυσική και Πολιτική Ηγεσία να συζητήσουμε τι πρέπει να αλλάξει ώστε να σταματήσει αυτός ο φαύλος κύκλος.
Ίσως να μην αλλάξει τίποτα στο τέλος, οι αλήθειες όμως πρέπει επιτέλους να ειπωθούν, αλλιώς δεν μπορεί να απαιτεί το «σύστημα» από κανέναν αστυνομικό να είναι επαγγελματίας και ευσυνείδητος την ώρα που επί 20 χρόνια δεν μπορεί να πάει στον τόπο του ή την ώρα που η προσφορά του στην πρώτη γραμμή δεν αποτελεί προσόν ώστε να μετατεθεί κάπου αλλού. Όπως έγραψα και πιο πάνω όλοι φταίμε αλλά δεν μπορούμε πλέον να στρουθοκαμηλίζουμε…
Υ.Σ : Για να προλάβω τους γνωστούς πονηρούς οι οποίοι κάνουν μόνιμα προτάσεις από τον καναπέ και εξαπολύουν κατηγορίες προς όλους εκτός από τον εαυτό τους, ξαναλέω ότι όλα αυτά πρέπει να συζητηθούν μέσα από τις γραμμές του συνδικαλιστικού μας κινήματος και θέλουν πολύ μελέτη, προσοχή και ρεαλισμό.