«Είναι απαράδεκτο να υστερεί η σημερινή δημοκρατική Γερμανία σε σύγκριση με τις υποσχέσεις των Ναζί!»λέει με σθένος, αναφορικά με το κατοχικό δάνειο,   ο Χάγκεν Φλάισερ, ένας από τους πλέον γνωστούς μελετητές και ιστορικούς για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατοχή στην Ελλάδα. Καλεί δε το Βερολίνο να το αποδώσει στη χώρα μας, που είναι και δική του πλέον καθώς από το 1985 είναι Έλληνας πολίτης.

Ωστόσο την ώρα που προσπαθείς να αναθαρρήσεις, νομίζοντας ότι έχεις βρει το δίκιο σου, σε προσγειώνει λέγοντας, ότι οι δίκαιες και επιθυμητές αξιώσεις της Ελλάδας, όσον αφορά τις επανορθώσεις και τις αποζημιώσεις, δεν είναι εφικτές επειδή θα δημιουργούσαν προηγούμενο για δεκάδες άλλες χώρες και θα ήταν επιζήμιο τελικά για όλη την ευρωπαϊκή κοινότητα. 

Ο κ. Φλάισερ, γεννημένος στη Βιέννη, γνωρίζει, όπως ο ίδιος λέει, πως με τις τοποθετήσεις του κινδυνεύει να γίνει αντιπαθητικός και στα δύο μέρη. 

Ωστόσο οι απόψεις ενός ανθρώπου που από το 1979 διδάσκει στα ελληνικά πανεπιστήμια, που έχει τιμηθεί με τον  Σταυρό Αξίας της 1ης Τάξεως του Τάγματος Αξίας στη Γερμανία, που το 2019 του απονεμήθηκε το Βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και έχει εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε πολλά προγράμματα και επιτροπές έρευνας όπως στη Διεθνή Επιτροπή Ιστορικών, που διερεύνησε το παρελθόν του αυστριακού προέδρου Κουρτ Βαλντχάιμ (1987-88) ή στην Παγκόσμια Συνδιάσκεψη για τα γερμανικά πολεμικά χρέη, αλλά και στην έκθεση για τα εγκλήματα της Βέρμαχτ, αξίζει η προσπάθεια διερεύνησης των τοποθέτησεών του.

Κύριε Φλάισερ 80 χρόνια μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο και η Ελλάδα ακόμη δεν έχει επουλώσει τα τραύματά της από τη Γερμανική κατοχή, τουλάχιστον στο θυμικό επίπεδο. Θα ήθελα να μας πείτε που αποδίδετε την σκληρότητα των Γερμανών ναζί εναντίον της χώρας μας;

Σε σύγκριση με τις ανατολικές χώρες, τις – σύμφωνα με το ναζιστικό πιστεύω – «φυλετικά κατώτερες» σλαβικές, η Κατοχή στην Ελλάδα υπήρξε «ηπιότερη».

Η Πολωνία είχε 6 εκ. νεκρούς, στην Λευκορωσία υπολογίζεται πως κάθε τρίτος ή τέταρτος άνθρωπος σκοτώθηκε.

Από τις δυτικές χώρες όμως η Ελλάδα είχε τις περισσότερες απώλειες, ανθρώπινες και υλικές, παρόλο που η αρχή της Κατοχής φάνταζε σχετικά «ειδυλλιακή»

Ο Χίτλερ παρηγόρησε τη  «Μιμή» – την κλαίουσα Ελληνίδα γυναίκα του αγαπημένου του γλύπτη Άρνο Μπρέκερ – και εξέφρασε λύπη πως στρατιωτικές ανάγκες τον «υποχρέωσαν» να επιτεθεί στην Ελλάδα, παινεύοντας ταυτόχρονα τα «αδέλφια» της πως είχαν πολεμήσει σαν τους αρχαίους προγόνους τους.

Τη γενναία άμυνα των Ελλήνων στρατιωτών αναγνώρισε και στον «επινίκιο» λόγο του στον Ράιχσταγκ και πράγματι υπήρξε η Ελλάδα η μοναδική χώρα για την οποία έδωσε εντολή να αφεθούν ελεύθεροι όλοι οι αιχμάλωτοι. Ταυτόχρονα τόνιζαν τα γερμανικά ΜΜΕ πως η βαλκανική εκστρατεία είχε μοναδικό σκοπό να διώξει τους Άγγλους από την τελευταία τους βάση στην Ευρώπη. 

Ναι, αλλά το ειδύλλιο τελείωσε γρήγορα και άγρια.

Πράγματι, γρήγορα άλλαξαν τα πράγματα. Κατέρρευσαν οι αυταπάτες για φιλογερμανικά αισθήματα στην Ελλάδα όταν, το τελευταίο δεκαήμερο του Μαΐου, αντιμετώπισαν τη σκληρή αντίσταση των Κρητικών, ακόμη και του (θεωρούμενου) άμαχου πληθυσμού.

Έτσι πολλοί στρατηγοί  έβλεπαν τους Έλληνες ως αχάριστους και τους «τιμώρησαν» με σκληρά «αντίποινα». Παρομοίως, το φθινόπωρο μετά τις εμφανίσεις ανταρτικών ομάδων στην κεντρική Μακεδονία,  η γερμανική διοίκηση διέταξε σκληρά μέτρα στα υποτιθέμενα «συμμοριτοχώρια», φοβούμενη γενικότερη εξέγερση. 

Όμως ακόμη και το καλοκαίρι του 1943 οι Γερμανοί προέτρεπαν επανειλημμένα τους Ιταλούς να είναι λιγότερο σκληροί με τους Έλληνες γιατί κάποια στιγμή αυτό θα τους γύριζε μπούμερανγκ. Δηλαδή ακόμη και «φιλήσυχοι και νομιμόφρονες Έλληνες» θα ευθυγραμμιζόταν με τους αντάρτες.

Τέτοιες νουθετήσεις όμως συχνά δεν λαμβάνονταν υπόψη ούτε από τους ίδιους τους Γερμανούς. Η χειρότερη έως τότε περίπτωση ήταν η σφαγή στο Κομμένο Άρτας από λόχο της περιβόητης 1ης Ορεινής μεραρχίας «Εντελβάις» τον Αύγουστο του ’43. Έμεινε στην ιστορία ο γάμος ανήμερα της Παναγίας που μετατράπηκε λίγες ώρες αργότερα σε ματωμένο, αφού οι «Αλπινιστές» σφάζανε όσους κατοίκους δεν προλάβανε να δραπετεύσουν, ακόμη και τα γυναικόπαιδα – με φρικτό και απαίσιο τρόπο.

Αυτό το ανοσιούργημα άργησε να μαθευτεί στην Πρωτεύουσα. ’Ένα μήνα αργότερα – εάν διαβάσετε το ημερολόγιο του Γ. Θεοτοκά που δεν ήταν γερμανόφιλος ούτε γερμανοσπουδαγμένος αλλά θιασώτης της γαλλικής σχολής – θα βρείτε ένα «πόρισμα από τη διπλή Κατοχή» που βγαίνει σαφώς υπέρ τον Γερμανών! Επισήμανε ότι εάν είχε να διαλέξει μεταπολεμικά μεταξύ Ιταλών και Γερμανών θα επέλεγε τους δεύτερους που έξω από την υπηρεσία ήταν «αγαθοί», αλλά και εντός υπηρεσίας σχετικά γενναιόδωροι και προβλέψιμοι.  Αν δεν τους πατήσεις τον κάλο δεν σε πειράζουν, σε αντίθετη περίπτωση όμως: «Τετέλεσται». Έτσι, μελλοντικά δεν θα δυσκολευόταν να ξαναρχίσει επαφές με Γερμανούς, ενώ τους Ιταλούς – παρόλο που έδειχναν περισσότερο αισθηματισμό σε ατομικό επίπεδο, αλλά απέναντι στους Έλληνες σαν εθνότητα έδειχναν μικροπρέπεια και αντιπάθεια – σαν συγγενείς ή γείτονες που ερίζουν για ένα χωράφι.

Στις συλλογικές εκτιμήσεις μεγάλο ρόλο έπαιζε και η συμμαχική προπαγάνδα. Οι βρετανικές υπηρεσίες έδιναν εντολές στο BBC να επικεντρώνει τα πυρά του στους Γερμανούς οι οποίοι αποτελούσαν τον κύριο εχθρό, ακόμη και σε περιπτώσεις συμπεριφορών και εγκλημάτων που στην πραγματικότητα βάρυναν τους -υποδεέστερους- Ιταλούς, που δεν τους υπολόγιζαν πια. 

Τότε δηλαδή, τολμώ να πω, υπήρχαν στην κοινή γνώμη της Ελλάδας ακόμη ίχνη ενός ‘μπόνους πρότερου έντιμου βίου’ για την υστεροφημία των Γερμανών που μετά την πτώση της Ιταλίας διασκορπίστηκε γρήγορα.

Μετά την συνθηκολόγηση των Ιταλών που βαφτίστηκαν πλέονσυνεμπόλεμοι’: κατασκευάστηκε δηλαδή μια καινούργια λέξη αφού δεν μπορούσαν να τους αποκαλέσουν εταίρους… Τότε το συμμαχικό στρατηγείο προσπάθησε να διαγράψουν ή να αποσιωπήσουν τα εγκλήματα των συνεμπόλεμων για να γίνουν μονάχα οι Γερμανοί ενσάρκωση ενός κτηνώδους φασισμού. Οι τελευταίοι, βέβαια, παράλληλα με την προϊούσα συρρίκνωση των μετώπων τους αγρίευαν διαρκώς περισσότερο, δικαιώνοντας έτσι την εικόνα του απάνθρωπου Γερμαναρά.  

Έχει ενδιαφέρον εδώ ότι το «Ελληνικό Αίμα», δεξιά αντιστασιακή οργάνωση με πλούσιο εκδοτικό έργο, εξέδωσε πολυσέλιδες μπροσούρες για τα «έργα» των τριών κατοχικών δυνάμεων. Πρώτη ήταν εκείνη με τίτλο «Το Βουλγαρικό Κτήνος» μετά από δύο μήνες ακολουθούσε άλλη καταγγέλλοντας το «Ιταλικό Κτήνος», ενώ παρά λίγο να ξεχαστεί το «Γερμανικό Κτήνος» που εκδόθηκε μόλις το καλοκαίρι του ’44… 

Εντούτοις οι γερμανικές βαρβαρότητες ιδίως της τελευταίας κατοχικής χρονιάς που διεπράχθησαν είναι αδιαμφισβήτητες. Τι επίγνωση έχει ο γερμανικός λαός;

Δυστυχώς για πολύ καιρό ελάχιστη, τουλάχιστον μέχρι τον Μάιο του 1991, όταν με πρόσκληση του πρωθυπουργού Μητσοτάκη για την 50η επέτειο της μεγάλης μάχης είχε προσκαλέσει τον καγκελάριο φίλο του. Το ότι το επίσημο στεφάνι του Κολ ξεχάστηκε στη Φρανκφούρτη προξένησε κάποια αμηχανία, όμως τα έκτροπα εκ μέρους εκατοντάδων παλαιών και νέων Ναζί που είχαν ακολουθήσει απρόσκλητα προσέφεραν ευκαιρία για ιστορικές αναδρομές στον ελληνικό, τον διεθνή και αναπόφευκτα και στο γερμανικό τύπο.

Ως τότε πολλοί από την πρώτη πατρίδα μου που είχαν τύχει να διαβάσουν σχετικά γραπτά μου, με θεωρούσαν περίεργο τύπο που είχε «ελληνοποιηθεί». Την μεταμόρφωση απέδιδαν στην Ελληνίδα σύζυγο και στο γεγονός πως δίδασκα ήδη μια δεκαετία νεότερη ιστορία σε ελληνικό πανεπιστήμιο.

Δεν διδάσκεται αυτή η περίοδος στα γερμανικά σχολεία;

Σε γενικότερο επίπεδο, μέχρι αρκετά πρόσφατα τα συγγράμματα Ιστορίας του Λυκείου περιορίστηκαν σε δύο φράσεις, όταν αναφέρονταν στη νεότερη Ελλάδα και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η πρώτη έλεγε ότι τον Απρίλιο του ’41, ενόψει της επικείμενης επιχείρησης Μπαρμπαρόσα κατά της ΕΣΣΔ, η Βέρμαχτ έπρεπε να προφυλάξει τα νώτα της. Αφού στη Γερμανία δεν υπάρχει ενιαίο Υπουργείο Παιδείας, σε κάποιο κρατίδιο αναφέρθηκε στους στρατηγικούς λόγους όχι μόνο ο κίνδυνος για τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές από βομβαρδισμούς της ΡΑΦ, αλλά και η αποκατάσταση του πρεστίζ του ανίκητου μέχρι τότε Άξονα, που είχε τσαλακωθεί στα βουνά της Αλβανίας.

Στα ίδια συγγράμματα – αρκετές σελίδες αργότερα, πλησιάζοντας το άδοξο τέλος του πολέμου – υπήρχε άλλη μισή φράση: ότι δηλαδή με την προώθηση του Κόκκινου Στρατού στα Βαλκάνια, η Βέρμαχτ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Δηλαδή οι φουκαράδες σε δύο περιπτώσεις υποχρεώθηκαν να κάνουν πράγματα που δεν γούσταραν.

Και έμεινε η απορία, όπως κατήγγειλα κάποτε, τι άραγε έκαναν στα ενδιάμεσα 3,5 χρόνια που περνούσαν στην Ελλάδα – εκτός από να βγάζουν φωτογραφίες με φόντο τον Παρθενώνα.

Άρα φαντάζομαι πως αντιδρά η κοινή γνώμη όταν τίθεται το θέμα των δίκαιων ελληνικών αξιώσεων για τις επανορθώσεις και το κατοχικό δάνειο…

Όταν ένα ευρύτερο γερμανικό κοινό πρωτόμαθε για τις ελληνικές αξιώσεις για τον 2ο και αργότερα και για τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο: το 1965, και ύστερα από νέα ανάπαυλα λήθης πάλι το ’91 και το ’95, οι περισσότεροι δεν τις πήραν στα σοβαρά. Ιδίως συντηρητικές εφημερίδες δημοσίευαν χλευαστικές επιστολές αναγνωστών στο στιλ: οι πονηροί Έλληνες σκέφτηκαν νέα μέθοδο να κόβουν μονέδα: σε λίγο θα ζητήσουν αποζημιώσεις και για την τουρκοκρατία ή την εκστρατεία του Ξέρξη.

Τότε, οι κυβερνήσεις της Βόννης παρέπεμπαν σε επανειλημμένες οικονομικές «βοήθειες», καθώς και τις μερικές αποζημιώσεις (115 εκ. μάρκων) για περιορισμένη ομάδα θυμάτων μετά από   συμφωνία του 1960. Κατά τα άλλα οχυρώνονταν πίσω από μια συνειδητά ασαφή ρήτρα του Συμφώνου του Λονδίνου (1953) που σε συμπαιγνία Δυτικής Γερμανίας και ΗΠΑ ντε φάκτο ανέβαλε την πληρωμή επανορθώσεων στις (ελληνικές) Καλένδες, δηλαδή σε συνθήκη ειρήνης με μια ενωμένη Γερμανία – γεγονός που δεν περίμενε κανείς.

Εντούτοις, το 1990 συνέβη το εντελώς απροσδόκητο. Το τείχος έπεσε. Τα δύο γερμανικά κράτη ενώθηκαν!

Πράγματι! Αλλά προηγουμένως ο παμπόνηρος Υπουργός Εξ/κων Γκένσερ – και αυτός άλλοτε ένας από τα 8,5 εκ. μέλη του Ναζιστικού κόμματος – έκανε το παν να μη λήξει το αιώνιο «γερμανικό ζήτημα» με συνθήκη ειρήνης. Και το Σεπτέμβριο 1990 το κατάφερε με την περίφημη Συνθήκη 2+4:  δηλαδή των δύο γερμανικών κρατών και των 4 «μεγάλων» συμμαχικών δυνάμεων «για την τελική ρύθμιση όσον αφορά τη Γερμανία» ως προϋπόθεση για την επανένωση. Στο εκτενέστατο τελικό κείμενο αποφεύχθηκαν ευλαβικά οι ταμπού όροι συνθήκη ειρήνης και πολεμικές αποζημιώσεις.

Κυνικό! Τη συνθήκη 2+4 όμως δεν την υπέγραψε η Ελλάδα…

Ναι, αλλά καμία χώρα εκτός από τις έξι αναφερόμενες δεν είχε προσκληθεί. Ήδη τον επόμενο μήνα ενορχηστρώθηκε η πανηγυρική τεκμηρίωση: οι ηγέτες των 34 κρατών της ΔΣΕ, ανάμεσά τους και ο τότε πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, όχι μόνο δεν έγειραν καμία ένσταση αλλά ομόφωνα επιβεβαίωσαν με την υπογραφή τους στη ‘Χάρτα των Παρισίων για μια Νέα Ευρώπη’ πως είχαν πληροφορηθεί το περιεχόμενο της συνθήκης «με μεγάλη ικανοποίηση»!

Με αυτό το σκηνικό, θα χρειαζόταν τεράστιο θάρρος να σηκωθεί κάποιος από τους 34 και να πάει κόντρα στο γαλήνιο και συμφιλιωτικό πνεύμα της «Νέας Ευρώπης»… 

Έτσι, μέχρι και σήμερα ο μόνιμος αντίλογος του Βερολίνου σε ενοχλητικές αιτιάσεις της Αθήνας είναι πως «το ζήτημα είναι παρωχημένο, λήξαν», μιας που η επίσημη Ελλάδα δεν είχε εκφράσει σχετική αξίωση επ’ ευκαιρία του -άριστα «μαγειρεμένου»- 2+4…

Ποια είναι το ποσά που ζητούνται ως επανορθώσεις;

Από το 1945 έχουν γίνει πολλές αναθεωρήσεις των πληρωτέων επανορθώσεων σε σταθερό νόμισμα. Τελικά ο ελληνικός φάκελος προς την Inter-Allied Reparation Agency δήλωσε πως οι ζημιές που υπέστη ανέρχονταν στις 7,181 δισ. δολάρια του 1938. Κακώς ισχυρίζονται όμως και αναμασούν οι περισσότερες ελληνικές πηγές διαχρονικά πως το ποσό αυτό «επιδικάστηκε» στην Ελλάδα. Άλλωστε σε καμία χώρα δεν επιδικάστηκε ποσό αλλά μόνο ποσοστό σε μια «πίτα» που ανήλθε μόνο σε μικρό κλάσμα των προσδοκιών.

Ενδεικτικά αναφέρω, πως η ΕΣΣΔ είχε προτείνει ένα στρογγυλό ποσό των 20 δις $ για όλες τις δικαιούχες χώρες από το οποίο η ίδια μαζί με την Πολωνία θα έπαιρναν το ήμισυ. Αφού οι Αγγλοαμερικάνοι απέρριψαν την πρόταση σαν υπερβολική, το Κρεμλίνο τη μείωσε ανεπίσημα σε συνολικά 12 δισ.. Δηλαδή όλα τα δυτικά κράτη μαζί θα λάμβαναν μόλις 6 δισ. και πάλι απορρίφθηκε.   

Εδώ να σας θυμίσω ότι προπέρυσι η ελληνική Βουλή κατέληξε ομόφωνα να αξιώσει ποσό κοντά στα 300 δισ. €…

Εκτός από το ζήτημα των επανορθώσεων έχετε ασχοληθεί ιδιαίτερα με το «κατοχικό δάνειο»… 

Ναι. Το 1971 ανακάλυψα σε μια τεράστια στοίβα κατασχεμένων αρχειακών φακέλων που μόλις επιστράφηκαν από τις ΗΠΑ και έναν εκτενέστατο απολογισμό σχετικά με την οικονομική διοίκηση επί Κατοχής, συμπεριλαμβανομένου του Κατοχικό Δάνειο. Δεν ανταποκρίθηκε όμως στα ερωτήματα της διατριβής μου και δεν έδωσα ιδιαίτερη προσοχή τότε. Το ξαναθυμήθηκα πολλές φορές όταν με καλούσαν εκατέρωθεν εμπειρογνώμονες να με «ψαρέψουν» σχετικά.

Πράγματι υπάρχει ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στα συνηθισμένα έξοδα κατοχής, τα οποία θεωρούνται συμβατά με το Πολεμικό Δίκαιο της Χάγης, και τις περαιτέρω πληρωμές που επέβαλλαν οι Γερμανοί (αλλά και οι Ιταλοί – κάτι που «ξεχνιέται» συχνά για ευνόητους λόγους) στην Τράπεζα της Ελλάδας.

Έτσι, λ.χ., η κατεχόμενη χώρα πλήρωσε μεγάλο μέρος της τροφοδοσίας του Ρόμμελ και του «Άφρικα-Κορ» το 1942!  Ως προς τέτοια «έξτρα» έξοδα ακόμη και οι αρμόδιοι Γερμανοί αξιωματούχοι αναγνώριζαν πως όφειλαν να ξεπληρωθούν «μελλοντικά» – βέβαια χωρίς τόκους … Υπήρχαν τότε δύο τραπεζικοί λογαριασμοί, στον έναν έπρεπε η κατοχική κυβέρνηση να πληρώσει, ενώ στον άλλο λογαριασμό οι Γερμανοί επέστρεφαν κάθε μήνα κάποιο ποσό που δεν ξοδεύτηκε. Τους συνέφερε κιόλας επειδή υπήρχε καλπάζοντας υπερπληθωρισμός και όταν τους περίσσευαν πληθωρικές δραχμές τα ξεφόρτωναν προτού χάσουν κι άλλο την αξία τους. Έτσι υπήρξαν σχεδόν κάθε μήνα τέτοιες «επιστροφές» – η τελευταία έξι ημέρες πριν την αποχώρηση των Γερμανών στις 12 Οκτωβρίου 1944.

Μήνες μετά την αποχώρηση από την Ελλάδα υπολόγιζαν το εναπομένον γερμανικό χρέος από το Κατοχικό Δάνειο, καθορίζοντάς το «για μελλοντική χρήση» σε 476 εκ. μάρκα που πρέπει να θεωρηθεί το μίνιμουμ. Σημαντικό είναι ότι ο Ειδικός Απεσταλμένος του ΥΠΕΞ Νόιμπαχερ, διορισμένος από τον Χίτλερ προσωπικά, χρησιμοποιούσε στην αλληλογραφία με τα συναρμόδια υπουργεία τον όρο «χρέωση του Ράιχ [Reichsverschuldung] έναντι της Ελλάδας.

Είναι απαράδεκτο να υστερεί η σημερινή δημοκρατική Γερμανία σε σύγκριση με τις υποσχέσεις των Ναζί! 

Στο πνεύμα αυτό έχω τοποθετηθεί σε γερμανόφωνα, ελληνικά και διεθνή μέσα, ενώ κινδυνεύω να γίνω αντιπαθητικός και στις δύο αντίπερα όχθες, τουλάχιστον στους αδιόρθωτους μαξιμαλιστές και αρνητές: Στη Γερμανία επειδή τους υπενθυμίζω ηθικά και υλικά χρέη από το παρελθόν, και στην Ελλάδα, επειδή ξεκαθαρίζω ότι οι δίκαιες και επιθυμητές αξιώσεις δεν είναι εφικτές, επειδή θα δημιουργούσαν προηγούμενο για δεκάδες άλλες χώρες, επιζήμιο τελικά για όλη την ευρωπαϊκή κοινότητα. 

Αντιλαμβάνομαι την άρνηση για τις ελληνικές αξιώσεις που επεδείκνυαν τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες οι συντηρητικές κυβερνήσεις στη Γερμανία. Ωστόσο κάποια στιγμή αυτό άλλαξε γιατί δεν είδαμε και αλλαγή της στάσης των γερμανικών κυβερνήσεων; Τι συνέβη;

Ύστερα από σχεδόν μισό αιώνα συντηρητικών γερμανικών κυβερνήσεων που επέμειναν ετσιθελικά στη στρατηγική της απόλυτης άρνησης, το ΄98 σχηματίστηκε «κόκκινο-πράσινος» συνασπισμός. Στην Ελλάδα γεννήθηκαν νέες ελπίδες αφού προηγουμένως, στην αντιπολίτευση, Σοσιαλδημοκράτες  και Πράσινοι είχαν υπαινιχθεί στους Έλληνες συντρόφους μια βιώσιμη προσέγγιση στο πιο οξύ διμερές πρόβλημα.

Αυτά όμως ξεχάστηκαν από τη νέα γερμανική κυβέρνηση… Επομένως ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης ανέθεσε το 2001 στον αλησμόνητο νομικό του σύμβουλο Γιώργο Παπαδημητρίου να συγκροτήσει επιστημονική επιτροπή με τον γράφοντα ως ιστορικό σύμβουλο.

Παρόλο που επικεντρωθήκαμε στο Κατοχικό Δάνειο, επειδή δεν υπήρχε ανάλογο προηγούμενο σε άλλη κατεχόμενη χώρα που ίσως θα διευκόλυνε έναν συμβιβασμό, η απάντηση των Σραίντερ / Φίσερ ήταν αρνητική.

Έτσι επανήλθα δριμύτερος σε παλαιά μου πρόταση να τολμήσει δηλαδή η Ελλάδα ένα θαρραλέο πρώτο βήμα ως δείγμα έμπρακτης συμφιλίωσης: παραίτηση από τη χίμαιρα των επανορθώσεων υπό τον όρο να εξοφλήσει η Γερμανία το «δάνειο» με σημερινή αγοραστική αξία στα 11 δισ. € περίπου.

Οι Έλληνες μαξιμαλιστές το απέρριψαν σαν «peanuts», πασατέμπο. Απ’ την άλλη, Γερμανοί αξιωματούχοι που με είχαν ρωτήσει σχετικά, αναστέναζαν: «Α, τόσο πολλά;!… Αν ήταν ένα  δισ. θα τον καταφέρναμε τον Σόιμπλε».

Στις 6 Απριλίου, την φετινή επέτειο της ναζιστικής εισβολής, οι «Πράσινοι» έκαναν επερώτηση στη γερμανική Βουλή με ένα υπόμνημα το οποίο καταλήγει – με παραπομπές στα γραπτά μου – πως η Γερμανία όφειλε να εξοφλήσει το Κατοχικό Δάνειο. Οι μόνοι που ψήφισαν και υπέρ της πληρωμής επανορθώσεων ήταν οι αριστεροί LINKE που όμως μόλις με το ζόρι κατάφεραν να μπουν στο Μπούντεσταγκ. Θα έχουμε συνέχεια;  





ΠΗΓΗ