Στη συζήτηση της υπόθεσης αυτής είχε παρέμβει η χώρα μας (ως μη διάδικος, μια ιδιαίτερη μορφή παρέμβασης που αναγνωρίζεται από τον Κανονισμό του Δικαστηρίου και η οποία διασφαλίζει στον παρεμβαίνοντα ότι δεν θα δεσμεύεται, εν στενεί εννοία, από την εκδοθεισόμενη απόφαση).
Ήταν Παρασκευή, πριν από 10 ολόκληρα χρόνια, 3 Φεβρουαρίου 2012, στη Χάγη, όταν ένας σεβάσμιος προεδρεύων, ο Ιάπωνας Πρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου, Δικαστής Hisashi OWADA, εκφωνούσε την απόφαση στην υπόθεση Γερμανίας κατά Ιταλίας, η οποία έκτοτε παραμένει γνωστή ως υπόθεση δικαιοδοτικών ασυλιών ή «Υπόθεση Δίστομο».
Στη συζήτηση της υπόθεσης αυτής είχε παρέμβει η χώρα μας (ως μη διάδικος, μια ιδιαίτερη μορφή παρέμβασης που αναγνωρίζεται από τον Κανονισμό του Δικαστηρίου και η οποία διασφαλίζει στον παρεμβαίνοντα ότι δεν θα δεσμεύεται, εν στενεί εννοία, από την εκδοθεισόμενη απόφαση).
Με την ψυχραιμία που χαρίζει ο χρόνος στον τρόπο που μπορούμε να προσεγγίσουμε μια δικαστική απόφαση – η οποία πέραν από αμιγώς νομικό ενδιαφέρον έχει, σίγουρα, πολύ έντονο πολιτικό ενδιαφέρον – η εκτίμηση της απόφασης αυτής θα ήταν ελλειπής αν δεν ξεκινήσει κανείς από την εκτίμηση των νομικών και πολιτικών λόγων που οδήγησαν στην άσκηση της αίτησης από πλευράς Γερμανίας και στην απόφαση της Ελλάδας να παρέμβει στη διαδικασία.
Τι επιδίωκε η Γερμανία προσφεύγοντας στο ανώτατο διεθνές δικαιοδοτικό όργανο;
Πολιτικός ο στόχος, έπρεπε να εξυπηρετηθεί και να στηριχθεί, πάση θυσία, από τη θεωρία του Δικαίου! Πολιτικά ήθελε να σταματήσει αυτό το τσουνάμι δικαστικών αποφάσεων που άνοιγαν δρόμους για τη διεκδίκηση πολεμικών επανορθώσεων, κάθε είδους. Ηθελε να διασφαλίσει ότι το όποιο αίτημα θα κρινόταν με τους όρους που προσεκτικά και μεθοδικά είχε καταφέρει να επιβάλει, από το τέλος του πολέμου και μετά.
Η μπάλα έπρεπε να είναι πάντα στα χέρια της: Στενές διμερείς διαπραγματεύσεις με τη χρήση της πολιτικής και οικονομικής της ισχύος και όποιος ήθελε να έχει δικαστική κρίση να προσφεύγει μόνον στα γερμανικά δικαστήρια!
Ηθελε να διώξει αυτή τη θρασύτατη πεταλούδα του Διστόμου που φτερούγιζε τόσα χρόνια (από το 1997) πάνω από τον πολιτικό ορθολογισμό της και της τάραζε τον σχεδιασμό και τη στοχοθεσία της.
Νομικά ήθελε να σφραγίσει με μια απόφαση του ΔΔ της Χάγης την απόλυτη εφαρμογή του προνομίου της ετεροδικίας, χωρίς σχετικοποίηση και ρωγμές. Ηθελε να δέσει τα χέρια και να χαλιναγωγήσει τη σκέψη όποιου προοδευτικού δικαστή σκεφτόταν να τολμήσει στο εξής να ξαναβγάλει ενοχλητικές αποφάσεις, όπως αυτή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς του 1997 και της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου του Μαϊου του 2000, στην Υπόθεση του Διστόμου ή εκείνη της ιταλικής Corte di Cassazione του 2004, στην Υπόθεση Ferrini.
Τι επιδίωξε η Ελλάδα παρεμβαίνοντας στην ανοιγείσα διαδικασία;
Εδώ, ξεκινάμε ανάποδα! Ηταν η σιγουριά της νομικής σκέψης που ενέπνευσε και στήριξε την πολιτική απόφαση. Νομικά, πατώντας στη θεωρητική προσέγγιση δύο εκλιπώντων -του Καθηγητή Κρατερού Ιωάννου και του δικηγόρου Γιάννη Σταμούλη- μια ομάδα νομικών με κύριο εμπνευστή τον Καθηγητή Στέλιο Περράκη υποστήριξαν σθεναρά, την ανάγκη να ακουστεί στο Ναό του Διεθνούς Δικαίου μια μοντέρνα προσέγγιση, που βάζει στο κέντρο τον Ανθρωπο: Η σπουδαιότητα του εγκλήματος είναι τέτοια, που δεν επιτρέπεται να στερήσουμε από τα Δικαστήρια του τόπου όπου έλαβε χώρα αυτό το έγκλημα, τη δικαιοδοσία τους!
Πολιτικά, ο έχων τότε την ευθύνη Υπουργός Δικαιοσύνης περιέγραψε τον στόχο, λίγο αργότερα, πολύ σαφώς:«Προσδοκούσα ότι η Γερμανία θα συναντούσε μπροστά της, σε μία από τις απροσδόκητες στροφές του ιστορικού χρόνου, τις διασωθείσες αξιώσεις της Ελλάδας» (Χ. Καστανίδης, Η εποχή της δοκιμασίας, Εκδ. Αλεξάνδρεια). Ο Π/Θ Γ.Παπανδρέου, βλέποντας στο μέλλον, λέγεται ότι δεν δίστασε στιγμή. Δύο μέρες πριν την εκπνοή της προθεσμίας ανακοίνωσε στο Υπουργικό Συμβούλιο, την απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης να ασκήσει το δικαίωμα παρέμβασης στο ΔΔ της Χάγης.
Κοιτώντας λοιπόν πίσω στα δέκα αυτά χρόνια και εκτιμώντας τα αποτελέσματα αυτής της απόφασης, τί συνάγεται;
Πολιτικά, διασφαλίσαμε, μέσα σε ένα ζοφερό κατά τα άλλα περιβάλλον, τη μεγαλύτερη δυνατή διεθνοποίηση που μπορούσαμε να φανταστούμε.
Νομικά, άνοιξαν σπουδαίοι δρόμοι στην κατεύθυνση της σχετικοποίησης του προνομίου της ετεροδικίας, που η Γερμανία χρησιμοποιεί ως επιχείρημα εξ αρχής.
Και τώρα τι;
Πολιτικά πρέπει να ενταχθεί στο πρόγραμμα όλων! Η Γερμανία ποντάρει στο διαίρει και βασίλευε! Βολεύει να διαφωνούμε εμείς για τα ποσά και τις διαδικασίες. Βολεύει να κινούμαστε από την υπερβολή του μαξιμαλισμού στην υπερβολή της εξ αποτελέσματος παραίτησης!
Νομικά, τα όπλα της ειρήνης είναι εδώ και μας περιμένουν να τα χρησιμοποιήσουμε. Μετά τη Χάγη, οι αποφάσεις σε βάρος της Γερμανίας πολλαπλασιάστηκαν και ισχυροποιήθηκαν.
Από την απόφαση της Χάγης κρατάμε, επιγραμματικά, δύο κύριες διαπιστώσεις: Τα εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας είναι απαράγραπτα και τα δύο μέρη οφείλουν να συζητήσουν, επί ίσοις όροις, την επίλυση αυτής της εκκρεμότητας.
***
Χριστίνα Σταμούλη, Δικηγόρος – Διαχειρίστρια του Αρχείου Ι.Ε. Σταμούλη
Πηγή: dikastiko.gr