Gonzalo Fuentes via Reuters

Φωτογραφία αρχείου – Ο Μακρόν αποχαιρετά την Μέρκελ  

Δεν υπάρχουν πιο χαρακτηριστικές εξελίξεις για την αλλαγή δεκαετίας στα ευρωπαϊκά πράγματα, που μαζί της συμπαρασέρνει και την ολοκληρωτική αλλαγή του πολιτικού τοπίου της Ευρώπης, από τα όσα έλαβαν χώρα στις γερμανικές εκλογές αφ ενός, αφ ετέρου, στην σύναψη της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας.

Κατ’ αρχάς στην Γερμανία. Μπορεί η κάλπη να έβγαλε λευκό καπνό για το SPD, με μια μάλλον οριακή διαφορά, αλλά το μεγάλο γεγονός των εκλογών υπήρξε αναμφίβολα η πτώση του Μερκελισμού. Δεν είναι μόνον ότι η ”κραταιά καγκελάριος” αποχωρεί, είναι κυρίως ότι το σχέδιό της για συνέχιση ενός Μερκελισμού δίχως Μέρκελ, με την στήριξη της υποψηφιότητας Λάσετ, απέτυχε παταγωδώς.

Η επιλογή της Μέρκελ υπήρξε καταστροφικήγια το CDU/CSU, καθώς είναι εκείνη που ουσιαστικά στοίχησε την πρωτιά στο κόμμα που κυβέρνησε επί 16 χρόνια. Εδώ και έξι μήνες, όλες οι δημοσκοπήσεις καθιστούσαν σαφές, ότι ενδεχόμενη ανάδειξη του Μάρκους Ζέντερ, προέδρου του αδελφού Χριστιανοκοινωνικού Κόμματος της Βαυαρίας, σε υποψήφιο της Συμμαχίας για την Προεδρία, θα προκαλούσε μαζικό επαναπατρισμό των ψηφοφόρων του CDU/CSU, σε τέτοια έκταση μάλιστα ώστε να προηγούνται των αρχικά πρώτων στις δημοσκοπήσεις, Πρασίνων, κι έπειτα του SPD. H πρωτιά του τελευταίου, εξ άλλου, οφείλεται πολύ λιγότερο στην στήριξη των ψηφοφόρων ως προς το πρόγραμμα και τις θέσεις του κόμματος, περισσότερο, στην προσωπική δημοφιλία του υποψηφίου του, Όλαφ Σόλτς.

Όμως η Μέρκελ, και ιδίως ο Σόιμπλεδεν έκαναν πίσω στο ζήτημα του Μάρκους Ζέντερ. Η επιμονή τους οφείλεται στο γεγονός ότι ο Βαυαρός Ζέντερ, επιδίωξε να τραβήξει τους Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές μακριά από την πολιτική της Μέρκελ, ιδίως σε ό,τι αφορά στο μεταναστευτικό αλλά και την ”ειδική σχέση” με τον Ερντογάν.

Η επιτυχία, λοιπόν, του εκλεκτού τους, Αμίρ Λάσετ, δεν ήταν μόνο ζήτημα γοήτρου. Ταυτόχρονα ήταν κι ένα δημοψήφισμα στους κόλπους της παραδοσιακής βάσης του κόμματος, για την αποδοχή ή μη της πολιτικής που ακολούθησε η Μέρκελ από το 2015 κι έπειτα. Της πολιτικής που οδήγησε την ίδια βάση στο να φυλλορροήσει προς την Εναλλακτική για την Γερμανία, ιδίως στις εκλογικές περιφέρειες της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, όπου το AFD βγήκε δεύτερο και το CDU/CSU κατέγραψε τις σφοδρότερες απώλειες (-10,3%), περίπου. 

Fabian Bimmer via Reuters

Δεν είναι μόνον στο εσωτερικό των Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών, ωστόσο, που καταγράφεται αποστασιοποίηση από την πολιτική της Μέρκελ.

Με την εξαίρεση του Λάσετ, που είναι ο μεγάλος χαμένος των εκλογών, ο Ζέντερ του CSU, οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι έχουν μια ατζέντα που σηματοδοτεί στροφή από την γερμανική πολιτική των τελευταίων χρόνων, σε διάφορες αιχμές της: Οι Πράσινοι, για παράδειγμα, εμφανίζονται ιδιαιτέρως επικριτικοί ως προς την ”ειδική σχέση” της χώρας με τον Ερντογάν· οι Σοσιαλδημοκράτες ασκούν κριτική στην γερμανική μονομέρεια εντός Ε.Ε., την τυφλή εμμονική προσήλωση στο Σύμφωνο Σταθερότητας που επιβάλλει, ακόμα, φαίνονται περισσότερο διατεθειμένοι να συζητήσουν για την κοινή εξωτερική πολιτική και την άμυνα.

Την ίδια στιγμή επιθυμούν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό πεδίο, καθώς κρίνουν ότι το μοντέλο της «Ατζέντας 2010», που προέβλεπε σκληρότερους εργασιακούς όρους για τις νεότερες γενιές έχει φτάσει στα όριά του. Οι δε Φιλελεύθεροι εμφανίζονται κι εκείνοι ιδιαιτέρως επικριτικοί ως προς την πολιτική των ανοιχτών συνόρων και του πολυπολιτισμού.

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, βεβαίως, πως όλα τα κόμματα έχουν αξιοσημείωτες διαφορές στα προγράμματά τους, που θα καταστήσει δύσκολη την σύγκλιση σ’ ένα κοινό, κυβερνητικό πρόγραμμα. Γι’ αυτό και οι διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν προβλέπονται αρκετά επίπονες.

Παρ όλα αυτά, το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών διασαφηνίζει ότι η Γερμανία γυρίζει σελίδα, όχι μόνον αφήνοντας πίσω της την Μέρκελ, όχι μόνον ως προσωπικότητα αλλά και ως ένα σύνολο πολιτικών που χαρακτήρισαν την πολυετή θητεία της στην Καγκελαρία. 

Η μερκελική Ευρώπη κλυδωνίζεται 

Το τέλος όμως του Μερκελισμού δεν είναι πουθενά τόσο ξεκάθαρο, στις έτερες εξελίξεις με τις καταιγιστικές συνέπειες για την Ελλάδα, της υπογραφής της συμφωνίας Γαλλίας και Ελλάδας για την Άμυνα.

Μέσα στην αναταραχή του εκλογικού αποτελέσματος στην Γερμανία, λοιπόν, Γαλλία και Ελλάδα ξεφεύγουν από το σχέδιο Μέρκελ για μια νεοφιλελεύθερη Ευρώπη των λογιστών και των τεχνοκρατών, τυφλά προσηλωμένη στο κοντόθωρο οικονομικό συμφέρον, εμμονική με τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και την τήρηση του ασφυκτικού Συμφώνου Σταθερότητας (για το οποίο πυκνώνουν οι φωνές στην Ευρώπη, υπέρ της αναθεώρησης).

Η Ευρώπη που υποκαθιστά την νεοφιλελεύθερη Ευρώπη, είναι η Ευρώπη της γεωπολιτικής. Αν η Γερμανική Ευρώπη συνδέθηκε με το «τέλος της Ιστορίας», η εξάντλησή της σηματοδοτεί την θεαματική επαναφορά της τελευταίας, καθώς και του πολιτισμού στο Ευρωπαϊκό πολιτικό γίγνεσθαι.

Η συμμαχία της Γαλλίας και της Ελλάδας για την εγκαθίδρυση σχέσεων ισορροπίας, ειρήνης και αμοιβαιότητας στην Ανατολική Μεσόγειο, την Μέση Ανατολή και το Σαχέλ, αποσκοπεί ακριβώς σε αυτήν την επαναφορά. Είναι η πρώτη πρωτοβουλία όπου δυνάμεις εντός Ε.Ε., δραστηριοποιούνται αυτόνομα από τις ΗΠΑ ώστε να υπερασπιστούν ενεργητικά κάποιες αξίες που εμπίπτουν στην ευρωπαϊκή ταυτότητα.

Πίσω από τις περίτεχνα διπλωματικές διατυπώσεις του κειμένου της Συμφωνίας εύκολα καταλαβαίνει κανείς, ότι το επίδικο για την ευρωπαϊκή συμμαχία της Μεσογείου, είναι η ανάσχεση του ισλαμικού επεκτατισμού. Κύρια έκφρασή του είναι μεν ο Ερντογάν και η νεο-οθωμανική Τουρκία. Ωστόσο υπό την γεωπολιτική ηγεμονία της Τουρκίας δρα ένας ολόκληρος αστερισμός οργανώσεων –ο ISIS στον Λεβάντε, οι τζιχαντιστικές οργανώσεις στο Σαχέλ, τα φονταμενταλιστικά κόμματα των χωρών στην Βόρεια Αφρική– η δράση των οποίων αντιπροσωπεύει μια καίρια απειλή για την Ευρώπη.

Αποσταθεροποιώντας το μαλακό της υπογάστριο, οι δυνάμεις αυτές απειλούν να εντείνουν ακόμα περισσότερο την μαζική μετανάστευση προς την γηραιά Ήπειρο. Έτσι εντείνουν την εσωτερική της αποδυνάμωση, καθώς η μαζική μετανάστευση ισούται πλέον με την Ευρώπη, με κοινωνική καθίζηση και όξυνση των πολιτιστικών συγκρούσεων. Ακόμα περισσότερο, όμως, η απουσία της Ευρώπης από αυτά τα γεωπολιτικά πεδία λειτουργούσε ως απτό, και καταιγιστικό πειστήριο της πολιτικής της ανυπαρξίας στην παγκόσμια σκακιέρα. Παρέμεινε ένας γίγαντας με πήλινα τα πόδια της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής.

Η πρωτοβουλία της Γαλλίας αποτελεί επί της ουσίας προσπάθεια για την υπέρβαση του τέλματος αυτού. Στο υπόβαθρό της, όμως, κρύβει μια ευρύτερη κίνηση που συμβαίνει αυτήν την στιγμή μέσα στην χώρα και δεν εξαντλείται στην πολιτική του Εμμανουέλ Μακρόν. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια στην Γαλλία ένα ρεύμα πολιτικής και ιδεών, συνενώνει φωνές απ’ όλο το πολιτικό φάσμα και αξιώνει την εγκατάλειψη των παγκοσμιοποιητικών, μηδενιστικών, και μεταμοντέρνων φληναφημάτων. Πιο γνωστή φιγούρα της τάσης αυτής, είναι ο μυθιστοριογράφος Μισέλ Ουελμπέκ, γνωστός από τα τελευταία του έργα που ουσιαστικά αυτή τη βάση έπαιρναν ως αφετηρία.

Οι εξελίξεις και η Ελλάδα

Ludovic Marin via AP

.

 

Η Ελλάδα με την απόφασή της να συγκατανεύσει στην έκκληση των Γάλλων για αμυντική συμμαχία, κοινούς εξοπλισμούς, συνεργασία των αμυντικών βιομηχανιών (όπως αναφέρει το πλήρες κείμενο της Συνθήκης) δεν πετυχαίνει μόνον μια εξαιρετική συμφωνία για τους εξοπλισμούς (κόστους χαμηλότερου απ’ όλες τις άλλες υποψηφιότητες, απ’ ό,τι αποδεικνύεται παρά τα όσα λένε οι Κασσάνδρες).

Ούτε και καταφέρνει μόνον να ενισχυθεί αποφασιστικά στον αγώνα της για την αντιμετώπιση του νέο-οθωμανικού επεκτατισμού.

Συν τοις άλλοις, με την κίνησή της αυτή η Ελλάδα γυρίζει σελίδα από την δεκαετία της μνημονιακής καταβύθισης. Αλλάζει και πάλι επίπεδο προς τα επάνω. Συμμετέχει ενεργά σε μια διπλωματική πρωτοβουλία της οποίας ο αντίκτυπος θα επηρεάσει την εξέλιξη της Ε.Ε., αλλά και τους ευρύτερους συσχετισμούς στην ευρύτερη περιοχή.

Επενδύουμε δηλαδή στο γεωπολιτικό μας αντίκρισμα, που είναι απείρως σημαντικότερο απ’ ό,τι το οικονομικό μας αποτύπωμα. Υπό αυτή την έννοια, τα 5 δισ.€ στα οποία κοστολογείται η συμφωνία, δεν είναι δαπάνες· είναι επένδυση για έναν άλλον ρόλο στην περιοχή, ο οποίος εφόσον ευοδωθεί, θα συμπαρασύρει και τις οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας προς τα επάνω. Σημασία, προς το παρόν έχει, η αλλαγή προοπτικής: Ο οικονομικός επαίτης έγινε γεωπολιτικός εταίρος.

Τούτο αναμφίβολα το οφείλουμε στον Ερντογάν και την τουρκική επιθετικότητα. Ο ελληνικός πολιτικός κόσμος εξαναγκάστηκε σε αυτές τις επιλογές από την ίδια την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Πριν να ξεσπάσει η κρίση στον Έβρο, το Αιγαίο και η Τουρκία αποδείξει τις πραγματικές τις προθέσεις έναντι της Ελλάδας, οι ίδιοι άνθρωποι που χθες υπέγραφαν την συμφωνία με την Γαλλία, έλεγαν ότι η εποχή των κανονιοφόρων έχει παρέλθει. Ωστόσο τώρα αναγκάζονται να προσαρμοστούν στις εξελίξεις, και να πιέζονται σε μετατοπίσεις ενώ βρίσκονται στην εξουσία, δίχως να έχει υπάρξει πρώτα ιδεολογική και προγραμματική αποσαφήνιση των εξελίξεων τόσο για την κυβέρνηση, όσο και για τα κόμματα της αντιπολίτευσης.

Η μετατόπιση συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο, δηλαδή, και αυτό πολλαπλασιάζει τον κίνδυνο των πισογυρισμάτων, των ματαιώσεων, ή των ποικίλων υπονομεύσεων που μπορεί να δεχθεί είτε από γεωπολιτικούς αντιπάλους, είτε από τις ιδεολογικές αγκυλώσεις της προηγούμενης περιόδου και το πλέγμα των συμφερόντων που εξέφραζαν κυρίως μέσα στις ελίτ.

Σαν καταλύτες των πολιτικών εξελίξεων μέσα στην Ελλάδα, λειτουργούν προς το παρόν παράγοντεςεξωτερικοί, και όχι η εσωτερική δυναμική.

Αν αναλογιστούμε πόσο ισχυροποιήθηκαν τα δεσμά εξάρτησης της χώρας κατά την προηγούμενη δεκαετία των μνημονίων, κυρίως από την Γερμανία και τις ΗΠΑ, θα συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι τυχαίο που η ελληνογαλλική συμφωνία υπογράφηκε αφότου η Μέρκελ έφυγε, και η πολιτική της ηττήθηκε στις γερμανικές εκλογές, μετά το φιάσκο των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, την στροφή τους προς τον Ειρηνικό, και την προτεραιότητα που αποδίδουν πλέον στο εσωτερικό της χώρας τους. Όλα τα παραπάνω αποτελούν στοιχεία του νέου γεωπολιτικού τοπίου που διαμορφώνεται μέσα στην πολυπολικότητα, και όχι ευκαιριακοί παράγοντες ή ‘σπόντες’ που επέτρεψαν κατ εξαίρεση στην Ελλάδα να προχωρήσει στη συμφωνία με τους Γάλλους, όπως λέγεται.

Η τελευταία είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για την προστασία του Ελληνισμού. Τώρα, κοινωνία και πολιτικό σύστημα καλούνται να ‘τρέξουν’ προκειμένου να προσαρμοστούν στα πολιτικά, γεωπολιτικά, αλλά και οικονομικά δεδομένα της νέας περιόδου που ξανοίγεται μπροστά μας. Ένα είναι βέβαιο, ότι όλο το σύμπαν των πολιτικών ιδεών, των συνθημάτων, και του ιδιαίτερου λόγου που χαρακτήρισε την προηγούμενη δεκαετία, ανήκει πλέον στο παρελθόν.





ΠΗΓΗ