Η αποδυνάμωση του ναζιστικού καθεστώτος στην δεκαετία του 1930 και η πιθανή ανατροπή του προτού οδηγήσει την ανθρωπότητα στην φρίκη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θα ήταν μέγιστο επίτευγμα. Δυστυχώς όμως, στο πλαίσιο της περιβόητης «πολιτικής του κατευνασμού» είχε επικρατήσει η συνεργασία μαζί του και όχι η αποδυνάμωσή του. Εκ των υστέρων, όταν η ναζιστική πολεμική μηχανή ξεκίνησε, όλοι εύχονταν να είχε αποδυναμωθεί έγκαιρα και έμπρακτα ο χιτλεροφασισμός. Η αποδυνάμωση ενδεχομένως να μην απέτρεπε τον πόλεμο, αλλά τουλάχιστον θα περιόριζε τους θανάτους και τις συμφορές στην περίπτωση πολέμου.
Σήμερα, έχουμε μια επεκτατική Τουρκία η οποία κατέχει ήδη έδαφος σε Κύπρο, Συρία και Ιράκ και παρεμβαίνει στρατιωτικά σε διάφορες χώρες, από την Λιβύη μέχρι τον Καύκασο. Τις τελευταίες μέρες, έχουμε την εκτός κάθε λογικής Διεθνούς Δικαίου, αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας διαφόρων νησιών στο Αιγαίο, την οποία τεκμηριωμένα αρκετοί προβλέπαμε, μόνο που τώρα δεν είναι ώρα για δικαίωση, αλλά για έμπρακτη κινητοποίηση.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας μας αφορά. Η στάση μας δεν πηγάζει από πρόθεση εκδίκησης για όσα το τουρκικό καθεστώς αδίσταχτα επιβάλλει εντός και εκτός Τουρκίας, αλλά βασίζεται στον ορθολογισμό που επαναλαμβάνουμε τα τελευταία χρόνια: Κάθε μέρα που περνά με αυτό το ισλαμοφασιστικό καθεστώς στην εξουσία, συσσωρεύεται το ανθρώπινο κόστος σε βάσανα, πόνο και φρίκη που θα πληρώσουν λαοί εντός και εκτός Τουρκίας.
Η εκ των προτέρων εν καιρώ ειρήνης αποδυνάμωση ενός τέτοιου καθεστώτος, επιτυγχάνεται πρωτίστως μέσω της οικονομίας.
Το τουρκικό καθεστώς εξοπλίζεται, εκστρατεύει και επεμβαίνει στρατιωτικά, συντηρεί την κατοχή της Κύπρου καθώς και άλλα υποτελή καθεστώτα εκτός Τουρκίας, στηρίζει τρομοκρατικές οργανώσεις και προωθεί την νεο-οθωμανική του πολιτική με υβριδικές επιθέσεις, μέσω πόρων και εσόδων που εισπράττει από την τουρκική οικονομία.
Κάθε μέτρο που σήμερα στερεί από το τουρκικό καθεστώς οικονομικούς πόρους, περιορίζει τις δυνατότητες εξοπλισμών και αποτελεί προληπτική επιτυχία, με προσδοκία την ειρηνική διευθέτηση.
Η αποδυνάμωση της τουρκικής οικονομίας αποτελεί αποδυνάμωση του τουρκικού επεκτατισμού, εφόσον του περιορίζει οικονομικούς πόρους εδραίωσης και υποστήριξης των πολιτικών του, έστω και αν δεν ανατρέπει τον εγγενή τουρκικό επεκτατισμό.
Από την άλλη, η ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ισχύος απέναντι σε τέτοιο καθεστώς δεν μπορεί να εξαντλείται σε διπλωματικές συστάσεις αλλά απαιτεί ορθολογική πολιτική.
Η προσφυγή (27/1/2022) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) κατά της Κίνας λόγω εμπορικών πρακτικών εις βάρος της Λιθουανίας (κράτος της Ευρ. Ένωσης), είναι ευκαιρία για να επαναφέρουν οι Κυβερνήσεις Κύπρου-Ελλάδας την ανάγκη παρόμοιας προσφυγής κατά της Τουρκίας, η οποία από το 2005 αρνείται να εκπληρώσει την νομική της υποχρέωση προς την ΕΕ να εφαρμόσει την Συμφωνία Τελωνειακής Ένωσης (εμπορικών σχέσεων) με την Κυπριακή Δημοκρατία και επιβάλλει γενικό εμπορικό εμπάργκο!
Επιπλέον, η ανάδειξη του θέματος και μόνο είναι σημαντική σε αυτή την συγκυρία της παραπαίουσας τουρκικής οικονομίας.
Κώστας Μαυρίδης, Ευρωβουλευτής ΔΗΚΟ (S&D), Πρόεδρος Πολιτικής Επιτροπής για την Μεσόγειο