Οταν μία τριήμερη συζήτηση στην Βουλή και μία ψηφοφορία στην Ολομέλεια επί πρότασης δυσπιστίας απέναντι σε μία κυβέρνηση που διανύει το τρίτο έτος του βίου της ολοκληρώνεται με μοναδική αναφορά – ως έκπληξη – στην ψήφο του Μπογδάνου, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι δεν άλλαξαν και πολλά στο πολιτικό τοπίο.
Ο Αλέξης Τσίπρας – κοιτάζοντας κυρίως προς την πλευρά της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ – προέβλεπε λίγη ώρα πριν από την ψηφοφορία, ότι οι βουλευτές της ΝΔ θα στήριζαν ομόφωνα την κυβέρνηση. Έπεσε μέσα. Όμως, απομένει το ερώτημα, γιατί η αξιωματική αντιπολίτευση εξάντλησε το μεγαλύτερο θεσμικό όπλο που έχει στη διάθεσή της για να αμφισβητήσει την κυβερνητική πολιτική: η πρόταση δυσπιστίας είναι αυτό το κορυφαίο κοινοβουλευτικό εργαλείο, καθώς η αξιωματική αντιπολίτευση έχει το πλεονέκτημα να επιλέγει τη χρονική στιγμή κατά την οποία θα το αξιοποιήσει, ώστε να δοκιμάσει τις αντοχές και την συνοχή της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Αν ήταν προφανές ότι δεν δοκιμάζεται σε τίποτα η πλειοψηφία, τότε ίσως έπρεπε να ξανασκεφτεί η αντιπολίτευση τη χρονική συγκυρία.
Ο Μπογδάνος που λοξοκοιτάζει και το «θερμό επεισόδιο» Πολάκη-Γεωργιάδη
Και τι απέμεινε από την τριήμερη εφ′ όλης της ύλης επί του παρελθόντος (όπως εξελίχθηκε) συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής; Δύο είναι οι ”ειδήσεις”.
Η πρώτη: Η λευκή ψήφος του άλλοτε βουλευτή της ΝΔ Κωνσταντίνου Μπογδάνου, ο οποίος μάλλον παίρνει τον εαυτό του πιο σοβαρά από όλους εμάς, θεωρώντας ότι έκανε κάτι πρωτότυπο. Για τους περισσότερους, είναι σχεδόν προφανές ότι λοξοκοιτάζει προς τα δεξιότερα και ενδεχομένως προς το κόμμα του Βελόπουλου. Και δεν είναι ούτε έκπληξη, ούτε κάτι σπουδαίο.
Και η δεύτερη ”είδηση”: Το (μοναδικό) ”θερμό επεισόδιο”, σε μία κατά τα άλλα άνευρη εως κουραστική κοινοβουλευτική συζήτηση, ήταν ο καβγάς που είχαν στο καφενείο της Βουλής ο Παύλος Πολάκης (λεκτικά επιτιθέμενος, όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ) με τον υπουργό Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη. Και μόνο από τον τόπο, όπου εκτυλίχθηκε η σκηνή αυτή, γίνεται αντιληπτό ότι μόνο ως σοβαρή πολιτική διαφωνία δεν μπορεί να εκληφθεί το συμβάν. Για τον Πολάκη, γίνεται σταδιακά σχεδόν πρόδηλο ότι εφαρμόζει την πρόκληση ως μέσο πολιτικής διαφήμισης. Για τον Γεωργιάδη το επεισόδιο μάλλον δεν είχε κανένα απολύτως νόημα, αφού πριν από μερικά 24ωρα πήρε αυτό που διεκδικούσε και μπορεί να δηλώνει πλέον ότι η υπόθεση Novartis εις ό,τι τον αφορά προσωπικά έχει μπει στο αρχείο.
«Χρησμοί» για το μέλλον και στη μέση…ο Ανδρουλάκης
Η συζήτηση επί της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ εξελίχθηκε σε κάτι σαν εφ′ όλης της ύλης συζήτηση επί της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά χωρίς να μπουν οι πολιτικοί αρχηγοί στον κόπο να παρουσιάσουν κάποια συγκεκριμένη, ολοκληρωμένη πρόταση για το μέλλον.
Ο Μητσοτάκης θεωρεί – και δεν το κρύβει – ότι δεν υπάρχει άλλη πρόταση από την δική του στο τραπέζι, επειδή ο Τσίπρας δεν διαθέτει κάτι τέτοιο, ενώ ο Ανδρουλάκης είναι πολύ νωρίς για να επιχειρήσει να παρουσιάσει κάτι ανάλογο.
Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δεν επιχείρησε να τον διαψεύσει (εκτός αν θεωρήσουμε ότι επέλεξε συνειδητά να κρατήσει κρυφή την πρότασή του για να την παρουσιάσει προεκλογικά ή πάντως σε επόμενο χρόνο). Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ δεν βρισκόταν στην αίθουσα και μία τέτοια πρόταση δεν θα μπορούσε να παρουσιαστεί δι αντιπροσώπου.
Ως αποτέλεσμα, ο πρωθυπουργός προέβλεψε ότι ο χρόνος θα τον δικαιώσει, προβλέποντας ότι η πορεία της οικονομίας θα τον δικαιώσει.
Ο Τσίπρας, αντί ολοκληρωμένης πρότασης, έμεινε σε γενικόλογες και θεωρητικές εκτιμήσεις που μάλλον παραπέμπουν σε προεκλογική συνθηματολογία (ενδεικτικά, υποσχέθηκε κοινωνική δικαιοσύνη, χαμηλότερους φόρους και υψηλότερους μισθούς, αλλά και επιστροφή του λαού στην εξουσία γενικώς), αλλά όχι σε σχέδιο διακυβέρνησης.
Και ο Μιχάλης Κατρίνης, αν και απέφυγε την ειρωνεία που δεν έλειψε από τις ομιλίες Μητσοτάκη και Τσίπρα, επικεντρώθηκε σε μία προσεκτική προσπάθεια να διαχωρίσει τη θέση της νέας ηγεσίας που εκπροσωπεί, από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ανεξάρτητα από το πόσο ικανοποιημένο θα δηλώνει σήμερα κάθε ένα από τα τρία κομματικά στρατόπεδα για μία κοινοβουλευτική μάχη που έκλεισε χωρίς μεγάλη είδηση, το βασικό συμπέρασμα είναι ότι αυτή η μάχη θα μπορούσε να μην έχει γίνει και μάλλον δύσκολα θα εξηγήσει οποιοσδήποτε γιατί ακριβώς έγινε.