Η αμυντική συμφωνία Ελλάδας και Γαλλίας έτυχε ευρύτατης αποδοχής από όλες τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Οι όποιες αντιδράσεις εκφράστηκαν δεν αφορούσαν το περιεχόμενο της συμφωνίας, αλλά τις διαδικασίες και την «υποχρέωση» της Γαλλίας να μάς συνδράμει στρατιωτικά, αν και όταν χρειαστεί.

Το πολυθρύλητο σύνθημα Ελλάς – Γαλλία – Συμμαχία επικυρώθηκε με την αγορά των Rafale, τριών φρεγατών Belharra και τριών κορβετών Gowind. Η αγορά των συγκεκριμένων όπλων, σύμφωνα με την γνώμη των ειδικών, αναβαθμίζει σημαντικά την αμυντική θωράκιση της χώρας έναντι της Τουρκίας. 

Το σημείο, όμως, της συμφωνίας που προκάλεσε τους «πανηγυρισμούς» της κυβέρνησης είναι εκείνο που προβλέπει την άμεση στρατιωτική συνδρομή της Γαλλίας προς την Ελλάδα και το αντίστροφο.

Ειδικότερα το άρθρο 2 της συμφωνίας καταγράφει τις αμοιβαίες υποχρεώσεις και των δύο χωρών. Είναι το άρθρο που η χώρα μας επιθυμούσε διακαώς τόσο από τη Γαλλία όσο κι από τις Η.Π.Α. σε ανάλογες συμφωνίες. 

«Τα μέρη παρέχουν το ένα στο άλλο βοήθεια και συνδρομή, με όλα τα κατάλληλα μέσα που έχουν στην διάθεσή τους, κι εφόσον υφίσταται ανάγκη με τη χρήση ένοπλης βίας, εάν διαπιστώσουν από κοινού ότι μία ένοπλη επίθεση λαμβάνει χώρα εναντίον της επικράτειας ενός από τα δύο». 

 Οι υποστηρικτές

Οι υπέρμαχοι της συμφωνίας – και είναι η πλειονότητα της κοινωνίας – θεωρούν πως αυτή θα καταστήσει τη χώρα μας πιο αξιόμαχη στρατιωτικά έναντι όλων εκείνων των χωρών που λεκτικά ή και με άλλες πρακτικές αμφισβητούν την κυριαρχία των εδαφών μας.

Εξάλλου η ιστορία διδάσκει πως μία χώρα στρατιωτικά δυνατή εμπνέει και τον ανάλογο «σεβασμό» και στα άλλα επίπεδα (οικονομικό, διπλωματικό…). Δεν μπορεί, δηλαδή, μία χώρα να διαπραγματεύεται τα «εθνικά» της «δίκαια» όταν στρατιωτικά υπολείπεται των αντιπάλων της. 

Η ιστορική πείρα έχει αποδείξει πως κάθε χώρα προοδεύει όταν βασίζεται στις δικές της δυνάμεις με τις απαραίτητες συμμαχίες. Χωρίς τις τελευταίες ίσως να μην μπορεί μία μικρή χώρα σαν την Ελλάδα να γίνει σεβαστή και υπολογίσιμη από τους αντιπάλους.

Από την άλλη πλευρά, όμως, καμία χώρα δεν μπορεί να διεκδικήσει το «σεβασμό» στηριζόμενη μόνο στη δύναμη των συμμάχων. Χρειάζεται και η δική της δύναμη να εμπνέει το φόβο των αντιπάλων της και να λειτουργεί αποτρεπτικά σε κάθε σχέδιο αμφισβήτησης των εδαφών της. 

Σύμφωνα με τα παραπάνω η Ελληνο-Γαλλική συμφωνία εξασφαλίζει την εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας και ιδιαίτερα το άρθρο 2 που προβλέπει την ύπαρξη μιας στρατιωτικής ομπρέλας (Γαλλία) σε περίπτωση εχθρικής απειλής.

Η ρήτρα αυτή είναι και η σημαντικότερη από όλες τις επί μέρους πτυχές της συμφωνίας, αφού η Ελλάδα χρόνια τώρα ζητά από την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ να προστατεύονται τα εθνικά σύνορα κάθε χώρας – μέλους και να θεωρούνται απαραβίαστα. 

Στα αναμφισβήτητα θετικά της συμφωνίας συμπεριλαμβάνεται και η αναφορά στο ΝΑΤΟ και στην Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας της Ε.Ε. (Γιατί άραγε το άρθρο αυτό, το 3, πέρασε απαρατήρητο και ασχολίαστο;).

Το άρθρο 3 συνιστά μία έμμεση μομφή για την απραξία του ΝΑΤΟ σε θέματα ασφάλειας των χωρών – μελών αλλά και μία πρόταση προς την Ε.Ε. να στραφεί προς την διαμόρφωση μιας Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας.

Τυπικά το άρθρο 3 αναγνωρίζει πως το ΝΑΤΟ παραμένει «το θεμέλιο της συλλογικής τους άμυνας». Εξάλλου ο Μακρόν δεν τρέφει και τα καλύτερα αισθήματα για το ΝΑΤΟ. Παλιότερα είχε δηλώσει «πως αυτό που ζούμε είναι ο εγκεφαλικός θάνατος του ΝΑΤΟ». 

Το ΝΑΤΟ, η Ε.Ε. και το AUKUS

Ωστόσο συνιστά έναν παραλογισμό η Ελληνο-Γαλλική συμφωνία στο βαθμό που δύο κράτη – μέλη του ΝΑΤΟ συνεργάζονται στην αποτροπή εχθρικής – πολεμικής ενέργειας από άλλο κράτος – μέλος. Μπορεί η συμφωνία να μην αναφέρει ρητά την Τουρκία αλλά την «φωτογραφίζει» με περισσή διαύγεια.

Η συμφωνία είναι και μία προτροπή προς την Ε.Ε. να μεριμνήσει για τη δημιουργία μιας αυτόνομης δύναμης Ασφάλειας και Άμυνας. Μία ένωση χωρίς δικό της στρατό και χωρίς αναγνώριση του αυτονόητου – πως τα σύνορα της Ε.Ε. είναι και σύνορα του κάθε μέλους χωριστά ή και το αντίθετο – δεν εμπνέει εμπιστοσύνη και τρέφει την δυσπιστία των πολιτών προς αυτήν. 

Η έμμεση αμφισβήτηση του ΝΑΤΟ συνιστά και ένα μήνυμα προς τις Η.Π.Α. που αρνούνται προς το παρόν να δεσμευτούν για στρατιωτική στήριξη της χώρας μας σε περίπτωση εχθρικής ενέργειας άλλου κράτους.

Κατανοητή η λογική των ισορροπιών για την περιοχή, αλλά αποτελεί και αδυναμία για μία ηγέτιδα δύναμη να μην διακηρύσσει ευθαρσώς το αυτονόητο: Πως τα σύνορα των χωρών – μελών του ΝΑΤΟ, αλλά και των συμμαχικών προς αυτές (Η.Π.Α.) χωρών είναι απαραβίαστα και θα θεωρείται εχθρική ενέργεια προς τις Η.Π.Α. κάθε ενέργεια που αμφισβητεί την εθνική κυριαρχία κάποιου μέλους. 

Τα δύο αυτά, λοιπόν, άρθρα της Ελληνο-Γαλλικής συμφωνίας (2 και 3) προβάλλουν εμφαντικά το περίγραμμα των νέων γεωστρατηγικών σχεδιασμών της περιοχής.

Οι τεκτονικοί σεισμοί των διεθνών αλλαγών δεν θα μπορούσαν να αφήσουν αδιάφορο και το αμυντικό δόγμα Ελλάδας και Γαλλίας. Εξάλλου πρώτες οι Η.Π.Α. χαιρέτισαν την Ελληνο-Γαλλική συμφωνία: «Υποστηρίζουμε σθεναρά το ρόλο της Ελλάδας στη δημιουργία σταθερότητας στην περιοχή».

Το AUKUS και οι αντιδράσεις της Γαλλίας φαίνεται πως επιτάχυναν την ΕλληνοΓαλλική συμφωνία, αφού η Γαλλία διεκδικεί να καταλάβει το κενό που άφησαν οι Η.Π.Α. μετά την αποχώρησή τους από τη Συρία.

Επιπρόσθετα οι Η.Π.Α. για να εξευμενίσουν τη Γαλλία δεν πρόβαλαν προσκόμματα στην αγορά των φρεγατών και κορβετών της Ελλάδας από τη Γαλλία, αν και σε άλλες εποχές πίεζαν την Ελληνική πλευρά να προτιμήσει την αμερικανική αγορά.

Τα θετικά σχόλια των Αμερικανών για τη συμφωνία αποτελούν μία καλή χειρονομία κι ένα άτυπο «συγνώμη» των Αμερικανών προς τους Γάλλους για το AUKUS.

Πόσο πειστικός είναι ο πρωθυπουργός όταν σε συνέντευξή του δήλωσε: «Δεν υπάρχει ανταγωνισμός ανάμεσα σε Η.Π.Α., Γαλλία και Ελλάδα, οι εν λόγω πρωτοβουλίες είναι αλληλοσυμπληρωματικές. Είμαστε πολύ υπερήφανοι που είμαστε μέλη του ΝΑΤΟ, είναι μακράν η επιτυχέστερη συμμαχία». Είναι;  

Οι σκεπτικιστές 

Δεν λείπουν, όμως, κι εκείνοι που στην Ελληνο-Γαλλική συμφωνία διαβλέπουν έναν μαραθώνιο εξοπλισμών που θα εξαντλήσει οικονομικά όχι μόνον την χώρα μας, αλλά και τη γειτονική Τουρκία που χρόνια τώρα με έπαρση προβάλλει την στρατιωτική της υπεροχή. Κι αυτός ο μαραθώνιος εξοπλισμών θα στερήσει πόρους από την Υγεία και την ανάπτυξη και θα δώσει μεγάλες αναπνοές στις βιομηχανίες όπλων των ξένων χωρών. 

Βέβαια ο πρωθυπουργός δήλωσε εμφαντικά πως: «Έχω ξεκαθαρίσει πως δεν θα μπούμε σε μία κούρσα εξοπλισμών με την Τουρκία, ωστόσο, επαναλαμβάνω πως θα υπερασπιστούμε την κυριαρχία και την εδαφική μας ακεραιότητα…».

Ο Τούρκος πρόεδρος, όμως, προανήγγειλε νέες αγορές οπλικών συστημάτων από τη Ρωσία. Και να φανταστεί κανείς πως τα όπλα αυτά μπορεί να μην χρησιμοποιηθούν ποτέ (κανείς βέβαια δεν εύχεται κάτι τέτοιο…).

Οι Τούρκοι με αφορμή την Ελληνο-Γαλλική συμφωνία θα προβάλουν την Ελλάδα ως φιλοπολεμική χώρα κι έτσι θα αιτιολογούν ή θα δικαιολογούν το casus belli. Η προπαγάνδα στο εσωτερικό της Τουρκίας θα τροφοδοτεί τον εθνικισμό των πολιτών της με τον παράλληλο ανθελληνισμό.

Ολοένα και περισσότερο θα ακούγονται οι απαξιωτικές κρίσεις για τη χώρα μας με το γνωστό «πετάξαμε τους Έλληνες στη θάλασσα της Σμύρνης» με αφορμή τα 100 χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης (1922-2022).

Στον κύκλο των επιφυλάξεων για την συμφωνία και ιδιαίτερα την στρατιωτική αρωγή της Γαλλίας (άρθρο 2) ανήκουν και τα δύο στοιχεία που χρήζουν διασαφήνισης που είναι:

α. Οι ΑΟΖ ανήκουν στην εθνική επικράτεια στην οποία ασκείται η εθνική κυριαρχία

β) Αν η Ελλάδα αποφασίσει να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα – δικαίωμα που απορρέει από το διεθνές δίκαιο – στα 12 ναυτικά μίλια και η Τουρκία αντιδράσει δυναμικά − αφού κάτι τέτοιο πρόβαλε ως casus belli − η Γαλλία θα μας καλύψει στρατιωτικά; Ερωτήματα που προκαλούν προβληματισμό και ανησυχία όχι μόνο στους νομικούς κύκλους των διακρατικών συμφωνιών, αλλά και στους πολίτες…

Τον σκεπτικισμό για τον μαραθώνιο των εξοπλισμών ενισχύουν και εκείνοι που αρνούνται τη λογική του διαχρονικού «Si vis pacem, para bellum» (Αν θέλεις ειρήνη, ετοιμάσου για πόλεμο).

Απέναντι στη κούρσα των εξοπλισμών – με μία δόση άμετρου ρομαντισμού και ουτοπίας – αντιτείνουν τη διαπαιδαγώγηση των λαών με στόχο την υπεράσπιση της ειρήνης μέσα από το διάλογο και τις αμοιβαίες υποχωρήσεις.

Θεωρούν, δηλαδή, πως τα όπλα και τον πόλεμο τον προετοιμάζουν η αδιαφορία του μέσου ανθρώπου, του «ανθρωπάκου», και το χειροκρότημά του προς τους στρατοκράτες της χώρας τους. 

Οι υπέρμαχοι της ουτοπίας, του πλήρους αφοπλισμού ως αντίδοτο στους εξοπλισμούς – που μόνον τις πολεμικές βιομηχανίες πλουτίζουν – παραπέμπουν στο γνωστό και εμβληματικό έργο του Βίλχελμ Ράϊχ, «Άκου ανθρωπάκο», με προτάσεις για την παγίωση της ειρήνης. 

«Η ζωή σου θα γίνει ωραία και ασφαλής όταν η ζωντάνια σημαίνει για σένα περισσότερα απ’ τη σιγουριά∙ η αγάπη περισσότερα απ’ το χρήμα∙ η ελευθερία σου περισσότερα απ’ τη γραμμή του κόμματος ή την κοινή γνώμη∙ όταν η ψυχική διάθεση του Μπετόβεν ή του Μπαχ γίνει η ψυχική διάθεση του εαυτού σου (την έχεις μέσα σου αυτή τη διάθεση, Ανθρωπάκο, θαμμένη βαθειά σε μια γωνιά της ψυχής σου)∙ όταν οι σκέψεις σου είναι σε αρμονία, και όχι σε διάσταση, με τα αισθήματά σου∙ όταν θα είσαι σε θέση να καταλαβαίνεις νωρίς τα προτερήματά σου και να αναγνωρίζεις έγκαιρα τα γηρατειά σου∙ όταν θα κάνεις πρότυπο της ζωής σου τις σκέψεις των μεγάλων ανθρώπων και όχι τα εγκλήματα των μεγάλων πολεμιστών∙ όταν οι δάσκαλοι των παιδιών σου πληρώνονται καλύτερα απ’ τους πολιτικούς∙ όταν θα έχεις μεγαλύτερη εκτίμηση για τον έρωτα μεταξύ άντρα και γυναίκας παρά για την άδεια γάμου∙ όταν θ’ αναγνωρίζεις τα σφάλματά σου έγκαιρα, κι όχι πολύ αργά όπως σήμερα∙ όταν θ’ ανυψώνεσαι πνευματικά ακούγοντας την αλήθεια και θα νιώθεις τρόπο για τις τυπικότητες∙ όταν θα έρχεσαι σε απ’ ευθείας επαφή με τους συναδέλφους σου σε ξένες χώρες και όχι με τη βοήθεια διπλωματών∙ 

…όταν τα πρόσωπα των ανθρώπων στο δρόμο εκφράζουν ελευθερία, ζωντάνια κι ευχαρίστηση, κι όχι πια λύπη και αθλιότητα».

Μπορούν, όμως, αυτές οι προτάσεις σήμερα να γίνουν αποδεκτές από τους πολίτες όλων των κρατών;





ΠΗΓΗ