Κάθε φορά που διαβάζει κανείς στον ελληνικό τύπο για ”τούρκικα παζάρια” ή ”ανατολίτικα παζάρια του Ερντογάν”, όπως λ.χ. γίνεται τώρα κατά κόρον για την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, το μήνυμα που περνιέται τεχνηέντως, ύπουλα θα έλεγα, στον ιθαγενή αναγνώστη είναι ξεκάθαρο.

Οι Τούρκοι που διαπραγματεύονται πάντοτε σοβαρά και διεκδικούν διαρκώς και απαιτούν ανταλλάγματα για τη συναίνεσή τους στο παραμικρό είναι… ”Ανατολίτες”, ήγουν ημιβάρβαροι και καθυστερημένοι και απολίτιστοι στην ουσία.

Του λόγου μας, που δεν τολμάμε να ψελλίσουμε τίποτε και όλα τα παραχωρούμε τσάμπα στην Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες, ή μάλλον τα χρυσοπληρώνουμε και από πάνω με παραγγελίες όπλων και άλλων τινών, είμαστε προηγμένοι, βέροι Ευρωπαίοι, Δυτικοί του σαλονιού άξιοι να μας χειροκροτήσει ιστάμενο κοτζάμ Κογκρέσο.

Α, μακριά από εμάς τα πεζά ανταλλάγματα! είναι σαν να μας δασκαλεύουν νυχθημερόν οι ταγοί και οι δημοσιογράφοι μας. Είμαστε υπεράνω συμφερόντων! Μόνη μας ανταμοιβή ότι τοποθετηθήκαμε στη «σωστή πλευρά της ιστορίας»!

Το σύμπλεγμα του επαρχιώτη που τρέμει μην τον πάρουν στο ψιλό οι πρωτευουσιάνοι είναι από τα αγαπημένα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Θυμίζω τον «Ηγεμόνα εκ Δυτικής Λιβύης» του Καβάφη ή τον Λυσιέν ντε Ρυμπαμπρέ των «Χαμένων Ψευδαισθήσεων» του Μπαλζάκ. Σπάνια όμως θρασομάνησε τόσο όσο σε τούτον τον καιρό και σε τούτο τον τόπο.

Φυσικά η πραγματικότητα αδιαφορεί. Όταν δέχεσαι, τρία χρόνια τώρα, σε καθημερινή περίπου βάση από τον εχθρό τέτοιες και τόσες ιταμές απειλές, δεν ρητορεύεις περί διά γραμμάτου, δεν γράφεις αρθρίδια στον ξένο τύπο, δεν κλαίγεσαι για τις «αξίες του πολιτισμού» που κινδυνεύουν, δεν κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλο των πραγματικών ή κατά φαντασίαν εταίρων σου.

Προετοιμάζεις τον λαό σου, εμψυχώνεις τον στρατό σου και στέλνεις αντίπερα όπως το θέλει η ιστορία σου, δυο λόγια μόνο: μολών λαβέ.

Μετά κατεβάζεις τα τηλέφωνα στους καλοθελητές και τις προξενήτρες και είσαι βέβαιος: το μήνυμα ελήφθη.

Αντ’ αυτών, η κυβέρνησή μας από το καλοκαίρι του ’19 ταΐζει συστηματικά την επιθετικότητα της Άγκυρας. Όταν την επαύριο του τουρκολιβυκού συμφώνου συναντάς στο Λονδίνο τον σουλτάνο και δηλώνεις ότι με την Τουρκία «ε, πάντα υπήρχαν προβλήματα», άρα δεν τρέχει και τίποτε, και μειώνεις από πάνω τον αμυντικό σου προϋπολογισμό. Όταν το καλοκαίρι του ’20 βγάζεις θεατρικά τον στόλο 100 μίλια ανοιχτά από το Καστελόριζο για να αποτρέψεις διά του θορύβου (!) τις τουρκικές έρευνες και έναν μήνα μετά τα ξεχνάς όλα και δηλώνεις ότι η κόκκινη γραμμή μας είναι τα έξι μίλια. Όταν μετά το ουκρανικό τρέχεις σαν επαίτης στην Πόλη να εκλιπαρήσεις μια ήσυχη τουριστική σαιζόν χάριν της …νατοϊκής αλληλεγγύης, όχι αποτροπή δεν κάνεις, αλλά πας γυρεύοντας να σου ορμήξουν.

Έγραφα τον Οκτώβρη του ’20 στη HuffPost και, δυστυχώς, δεν θα άλλαζα σήμερα ούτε κεραία:

«Οι Τούρκοι πάντα ζυγίζουν τον αντίπαλο και είναι ηλίου φαεινότερον ότι τον Μητσοτάκη τον περιφρονούν. Είναι γι’ αυτούς το είδος του δυτικού ζαχαρόπαιδου που κάνει πολιτική από το προσπέκτους, που αγωνιά μήπως παραβιάσει το σαβουάρ βιβρ και ξεπέσει στα μάτια της τάδε ή της δείνα celebrity… Έτσι όμως βλέπουν οι Τούρκοι τους περισσότερους Ευρωπαίους ηγέτες. Ο Ερντογάν ειδικά έχει δείξει ότι σέβεται μόνον πολιτικούς που του μοιάζουν: πολιτικούς απρόβλεπτους, ριψοκίνδυνους και φιλόδοξους.

Όπως με τον Σημίτη παλιότερα, επί των ημερών του οποίου ζήσαμε σειρά ανάλογη από εθνικές νίλες (Ίμια, Οτσαλάν, S-300, άρση του βέτο κ.ο.κ.), από μόνη της η παρουσία του Μητσοτάκη στου Μαξίμου είναι για τους Τούρκους πράσινο φως, επιβεβαίωση ότι το πεδίο είναι ελεύθερο.»

Και στο ίδιο άρθρο:

«Γνώμη του γράφοντος είναι ότι ο Ερντογάν ή οι διάδοχοί του, εάν κι εφόσον τα υπόλοιπα μέτωπα τους το επιτρέψουν, θα πάνε ώς το τέλος. Μετά τον σφετερισμό των θαλάσσιων ζωνών, οι ενδείξεις δείχνουν ότι κάποια στιγμή θα δούμε και ενεργό αμφισβήτηση ελληνικών νησιών, αεροναυτικό αποκλεισμό κάποιων εξ αυτών λ.χ. Με κάποιο νομιμοφανές πρόσχημα, όπως το συνηθίζει η Άγκυρα, εννοείται, την αποστρατιωτικοποίησή τους, ας πούμε, ή την προστασία των αναξιοπαθούντων ”προσφύγων”.

Φυσικά, η Ελλάδα έχει δηλώσει ότι θα υπερασπιστεί το εθνικό της έδαφος κτλ., κτλ. Όμως αυτό δεν δήλωνε και για την ΑΟΖ; Οι κόκκινες γραμμές είναι σαν τους πεσσούς του ντόμινο. Όταν πέφτει ο πρώτος…».

Με άλλα λόγια: στα χαρτιά, η στρατιωτική ισχύς της Ελλάδας ως παράγων αποτροπής είναι υψηλή. Προϋπόθεση της αποτροπής είναι ωστόσο η πολιτική βούληση, ότι θα γίνει όντως χρήση αυτής της ισχύος όταν οι συνθήκες το απαιτήσουν. Ποιον έχει πείσει η πολιτική μας ηγεσία ότι τη διαθέτει αυτή τη βούληση; Τον Ερντογάν, προφανώς όχι.





ΠΗΓΗ