Ο Μάριο Ντράγκι, μιλώντας την Τρίτη 3 Μαΐου στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, έκανε λόγο για αναθεώρηση των ευρωπαϊκών συνθηκών κι επανάφερε στο τραπέζι τού διαλόγου τη συζήτηση για την πραγματική ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης.

Έχοντας ως μοντέλο τη φιλοσοφία των δράσεων που αναπτύχθηκαν στην Ε.Ε. για την αντιμετώπιση της πανδημίας της Covid-19 και προτάσσοντας τα προβλήματα που έχουν ανακύψει στο έδαφος της Ευρώπης από τον πόλεμο στην Ουκρανία, θα έλεγε κανείς πως δεν είπε τίποτα άλλο παρά το αυτονόητο.

Κοινή ευρωπαϊκή πολιτική, κοινές αποφάσεις στους τομείς της οικονομίας, της άμυνας, της εξωτερικής πολιτικής αλλά και της ενέργειας και κατάργηση του κανόνα της ομοφωνίας, κατάργηση δηλαδή του δικαιώματος του βέτο, για να μπορούν οι αποφάσεις να λαμβάνονται με αυξημένη πλειοψηφία. «Εάν αυτό σημαίνει πως πρέπει να εκκινήσουμε μια διαδικασία που θα οδηγήσει στην αναθεώρηση των Συνθηκών της Ε.Ε., τότε ας το κάνουμε, με τόλμη και αίσθημα εμπιστοσύνης», είπε.

Η σπονδή, το χύσιμο δηλαδή του κρασιού στη γη, στη θάλασσα ή στη φωτιά ως επισφράγιση της ανθρώπινης ανάγκης για θεία προστασία κι εξιλέωση αλλά κυρίως ως μια πράξη επικύρωσης μιας συνθήκης που απαιτούσε όμως την πολύτιμη εγγύηση των θεών για να επισφραγιστεί, ήταν ένα γεγονός αμιγώς πολιτικό. Στόχευε δηλαδή, ως πράξη, στο ευ ζην, στην ανθρώπινη ευδαιμονία και τελικά στη βελτίωση της ίδιας της κοινωνίας.

Εκ της σπονδής ”γεννήθηκαν” δυο εκ διαμέτρου αντίθετες έννοιες, αφενός η ομοσπονδία (ομού + σπονδή) κι αφετέρου ο ά-σπονδος με τον οποίο δεν είναι δυνατόν να συμφιλιωθεί και να συμπράξει κανείς. Υπό αυτή τη σπερματικά και υπέροχα αρχέγονα αντίληψη, θα μπορούσε να στεφθεί με επιτυχία μια ευρωπαϊκή ομοσπονδοποίηση, να ομαδοποιηθούν δηλαδή τα συμφέροντα των κρατών της Ευρώπης απέναντι σε άλλους πρωταγωνιστές τής παγκόσμιας πολιτικής και οικονομικής σκηνής; Κι αν ναι, πόσο εύκολο είναι να διηθηθεί αυτή η πολιτική αντίληψη μέσα στη συλλογική συνείδηση ενός εκάστου εκ των μελών της Ε.Ε. ώστε να γίνει αυτονόητη;

Η προσπάθεια του Ντράγκι να κάνει μια σπονδή στην εν τοις πράγμασι άσπονδη Ευρώπη για την πολιτική αλλά και την κοινωνική ολοκλήρωση της μοιάζει δύσκολο εγχείρημα λόγω κυρίως των θεσμοθετημένων πια διακρίσεων βορρά και νότου που αγγίζουν τα όρια του ρατσισμού (ποιος θα ξεχάσει το εξώφυλλο της γερμανικής έκδοσης του περιοδικού Focus με την άσεμνη χειρονομία της Αφροδίτης της Μήλου;) και σκοντάφτει σε μια σειρά ενδογενών ευρωπαϊκών και όχι μόνο εμποδίων.

Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τα σημαντικότερα ίσως από αυτά. Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να δημιουργηθεί μια κεντρική, οργανική, κυβερνητική δομή, η οποία όμως, με δεδομένη την κρατική διοικητική οργάνωση της Ευρώπης, είναι αμφίβολο αν μπορέσει ποτέ να απαγκιστρωθεί από την πολιτική στήριξη της περιφέρειας. Ως εκ τούτου, μια τέτοιου είδους κεντρική κυβέρνηση θα πάσχει μονίμως από… πολιτική αδυναμία εκτός αν αποφασιστεί, ενδεχομένως στα πλαίσια ενός κοινού ευρωπαϊκού συντάγματος, πως θα απωλέσουν σειρά κυριαρχικών δικαιωμάτων τους τα κράτη μέλη της Ε.Ε.

Πέραν όμως τούτου, υπάρχει μια ακόμα σημαντικότερη παράμετρος. Η θεμελιώδης αρχή τής αντιπροσώπευσης, η οποία προσδίδει νομιμοποίηση στην άσκηση της εξουσίας, πώς θα μπορέσει, στο μεγάλο ευρωπαϊκό μέγεθος, να διασφαλιστεί από την επιρροή των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων από τη στιγμή που ήδη στο ”μικροπεριβάλλον” των κρατών – μελών της Ε.Ε. είναι αντικειμενικά δύσκολο να επιτευχθεί; Διότι, είναι αποδεδειγμένο πια γεγονός και αποτελεί μια πραγματικότητα η χειραγώγηση των πολιτών με διάφορα εργαλεία (διαφήμιση, διασπορά ψευδών ειδήσεων, δημιουργία τεχνητών κρίσεων κλπ.) από τους οικονομικά ισχυρούς, οι οποίοι επιβάλλουν τη θέλησή τους αποδυναμώνοντας την ίδια την ισχύ του δήμου, ως κοινωνική και πολιτική οντότητα. Κι ενώ η δημοκρατία φαίνεται πως επιβιώνει, έστω κι επιδερμικά, οι πολίτες διαδραματίζουν απλώς ένα παθητικό ρόλο. Αν τούτο αναχθεί στο μέγεθος της Ευρώπης, είναι βέβαιο πως θα μεγεθυνθούν περαιτέρω οι διακρίσεις και οι ανισότητες κυρίως όμως η ποιότητα της ίδιας της Δημοκρατίας.

Για να επιτύχει το εγχείρημα της ομοσπονδοποίησης της Ευρώπης θα πρέπει ενδεχομένως πρώτα να καλλιεργηθεί μια κουλτούρα ”ευρωπαιοσύνης” των πολιτών δια της παιδείας, με προσεκτικό και μακροχρόνιο σχεδιασμό ώστε να επιφέρει αποτελέσματα.

Επειδή όμως η πολιτική σκέψη σπανίως σκέφτεται σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και τον πολιτικά βίαιο τρόπο για την επίτευξη αυτού του στόχου, ο οποίος περνά μέσα από κρίσεις πολεμικές, οικονομικές, κοινωνικές, ενεργειακές κλπ.

Το όραμα λοιπόν του Ντράγκι, αν όντως είναι όραμα και όχι ένα τεχνηέντως κεκαλυμμένο πολιτικό τέχνασμα, θα μπορούσε να συνοψιστεί στο εξής ερώτημα: Πρέπει η Ευρώπη να κάνει σπονδή στον ιδανικό φεντεραλισμό της, όπως τουλάχιστον διατυπώνεται στα πολιτικά κείμενα και τις διακηρύξεις κορυφαίων πολιτικών προσωπικοτήτων της; Κι αν ναι, ποιος θα είναι αυτός που θα χύσει το κρασί στη γη τής Γηραιάς Ηπείρου αναλαμβάνοντας την ευθύνη ενώπιον θεών κι ανθρώπων για το ισχυρά δημοκρατικό κι ανθρωποκεντρικό, όπως θα έπρεπε να είναι, μέλλον της Ευρώπης;

Κώστας Θερμογιάννης





ΠΗΓΗ