Ο κ. Ερντογάν, ανακοινώνοντας την επίσημη υποψηφιότητά του για τις προεδρικές εκλογές, είναι πολύ πιθανόν να τις επισπεύσει. Και φυσικά, είναι ένα σενάριο που δεν πρέπει να μας διαφεύγει, καθώς η ακραία ρητορική του το τελευταίο διάστημα, αποδεικνύει ότι προσπαθεί να διαμορφώσει προπαγανδιστικά ερείσματα στο λαό του, προκειμένου να τον συσπειρώσει υπέρ του.
Αυτό που είναι αναγκαίο να πούμε σε όλους τους τόνους είναι, ότι ο Ερντογάν, είναι ίσως ένας από τους ελάχιστους ηγέτες, για να μην πούμε ο μοναδικός, της γειτονικής χώρας, που καταφέρνει να επιβιώσει σε πολιτικό επίπεδο στο εσωτερικό της χώρας του, χρησιμοποιώντας άριστα οι σύμβουλοί του επικοινωνιακά μέσα που είναι εύπεπτα σε μεγάλες πληθυσμιακές μάζες και ταυτόχρονα πλήρως εναρμονισμένα με την εθνική στρατηγική του Κράτους, με απώτερο σκοπό την προσωπική του επιβίωση και την επιβίωση της οικογένειάς του από τα οικονομικά σκάνδαλα στα οποία εμπλέκονται.
Είναι φενάκη να ειπωθεί ότι οι κινήσεις του Τούρκου προέδρου, αν φυσικά μελετήσει κάποιος σε βάθος την εικοσάχρονη και πλέον πολιτική του σταδιοδρομία σε ηγετικούς ρόλους, ότι στοχεύει μοναδικά και απόλυτα στο εθνικό όφελος και το εθνικό συμφέρον, αλλά αντίθετα έχει δημιουργήσει έναν ολόκληρο, επικοινωνιακό μηχανισμό που να αποδεικνύει τεχνηέντως, ότι στόχος του είναι μία ”περήφανη Τουρκία”.
Από εκεί και ύστερα, είναι εύλογο ότι η προπαγάνδα του θα έχει έρεισμα την Ελλάδα και την Κύπρο. Το τελευταίο δε, διάστημα και με αφορμή την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ και την ομιλία του στο αμερικανικό Κογκρέσο, ο Τούρκος πρόεδρος προσπαθεί στη βάση της προσφιλούς του τακτικής να καταδείξει στους συμμάχους του μία αφερέγγυα Ελλάδα, που ενώ άλλα συμφωνήθηκαν ανάμεσα σε αυτόν και τον κ.Μητσοτάκη κατά τη συνάντησή τους το Μάρτιο στην Κωνσταντινούπολη, ο Έλληνας πρωθυπουργός διαμόρφωσε μία τελείως διαφορετική στάση.
Φυσικά, στόχος είναι να δικαιολογήσει τις καθημερινές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, τις παράτυπες NAVTEX που εκδίδει και τις υποθαλάσσιες, ενεργειακές έρευνες που προωθεί, συνιστώσες που ενδεχομένως να είχαν πλέον διαφορετικό αντίκτυπο στους συμμάχους, μετά τον Ουκρανικό Πόλεμο.
Η ρητορική της γειτονικής χώρας για αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών του Αιγαίου δεν είναι κάτι καινούριο. Είναι μία επιδίωξη της ερντογανικής πολιτικής ή για να είμαστε πιο ακριβείς, μια παράμετρος του μυθεύματος περί ″Γαλάζιας Πατρίδας”. Τη δεδομένη χρονική περίοδο ωστόσο, με πιο επιθετική ρητορική ο Ερντογάν αναφέρεται γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα, καθώς θεωρεί ότι η εξισσοροπιστική στάση που τήρησε ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία όσον αφορά το ουκρανικό, τον ευνοεί και επίσης πατώντας στην αίτηση προσχώρησης των δύο σκανδιναβικών χωρών στη νατοϊκή Συμμαχία, θεωρεί ότι όλο αυτό θα τον οδηγήσει σε ένα παζάρι διαπραγματεύσεων.
Ο Ερντογάν στοχεύει στο παζάρι, καθώς γνωρίζει πολύ καλά ότι σε ένα θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα στη ζυγαριά οφέλους και ζημίας, η ζημία για τον ίδιο και τη χώρα του θα είναι πολύ μεγαλύτερη. Ο Τούρκος πρόεδρος αυτήν την στιγμή προσπαθεί να εξωθήσει τα πράγματα στα άκρα, ώστε το ενδεχόμενο λάθος να βαρύνει σε διπλωματικό επίπεδο τη δική μας πλευρά.
Ωστόσο όλο αυτό κάθε άλλο παρά πρέπει να μας εφησυχάζει, καθώς τα Ίμια, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι έφερε άλλου είδους διπλωματικό- στρατιωτικό-πολιτικά χαρακτηριστικά από τη σημερινή ελληνοτουρκική κατάσταση, δεν παύει ως πολιτικό και διπλωματικό γεγονός, έτσι όπως τότε το είχε διαχειριστεί η τότε ελληνική, πολιτική ηγεσία, επέφερε δυσμενή αποτελέσματα για τα ελληνικά συμφέροντα, μέχρι σήμερα.
Και ειδικά, όλο αυτό το γεγονός του 1996 οφείλουμε να το έχουμε στο μυαλό μας, γιατί η Τουρκία κινούμενη πάντοτε με σημειολογίες, αναφέρεται συχνά στη Μικρασιατική Εκστρατεία, που για την Ελλάδα η ημερομηνία μνήμης κλείνει 100 χρόνια τον Σεπτέμβριο (με το νέο ημερολόγιο, ενώ με το παλαιό τον Αύγουστο). Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι για τους γείτονες η 31η Αυγούστου είναι εθνική επέτειος ανεξαρτησίας, όπως την αποκαλούν οι ίδιοι.
Η Ελλάδα απέναντι σε όλη αυτή τη ρητορική του τελευταίου διαστήματος της τουρκικής πλευράς που έχει φτάσει σε δυσθεώρητα επίπεδα, οφείλει να αντιτείνει κάτι πολύ σημαντικό, εκτός φυσικά από τους χάρτες που πολιτικά και διπλωματικά πρόσωπα επιδεικνύουν και θα συνεχίσουν να επιδεικνύουν σε ξένες αποστολές, που είναι το καθεστώς των νησιών, Ίμβρου και Τενέδου.
Τα συγκεκριμένα, ελληνικά μειονοτικά νησιά στη βάση της Συνθήκης της Λωζάννης έπρεπε να έχουν πλήρες αυτοδιοίκητο καθεστώς με αστυνόμευση (και μόνο) από Έλληνες μειονοτικούς. Αντίθετα, τα δύο αυτά νησιά αποτελούν το προπύργιο από κάθε άποψη (πολιτική και στρατιωτική) του τουρκικού Κράτους στα Δαρδανέλλια (για οποιοδήποτε καράβι διασχίζει τη συγκεκριμένη θαλάσσια οδό).
Οφείλουμε να επενδύσουμε στα συγκεκριμένα Νησιά, και το νομικό καθεστώς τους που παραβιάζεται και καταπατείται από την τουρκική πλευρά.