Πολλές φορές ιδίως κατά την τελευταία δεκαετία έχουμε παραθέσει και αναλύσει αποσπάσματα από το «Στρατηγικό βάθος» του Αχμέτ Νταβούτογλου. Και δικαίως, αν αναλογιστεί κανείς τη δυναμική των γραπτών του και τη διείσδυσή τους στην εμπράγματη τουρκική πολιτική, ακόμη και εν τη φυσική απουσία του ιδίου του συγγραφέα από την εκτελεστική εξουσία.
Τι περιέγραψε ο Νταβούτογλου ως «Στρατηγικό βάθος» της Τουρκίας; Εν ολίγοις, αναφέρθηκε στο ιστορικό, γλωσσικό, πολιτισμικό, θρησκευτικό και εθνοτικό δυναμικό, το οποίο παρέχεται στο σύγχρονο τουρκικό εθνοκράτος ως απόρροια της οθωμανικής κληρονομιάς του.
Η σύγχρονη Τουρκία, δηλαδή, δεν περιορίζεται στα σύνορα του «Εθνικού Όρκου», αλλά δύναται να ανοίξει μια γεωστρατηγική ομπρέλα από την Κεντρική Ασία έως τα Βαλκάνια και από τη Βόρειο Αφρική έως τα μουσουλμανικά κράτη της Ινδοκίνας, η οποία να ενισχύσει τη διεθνή θέση του εθνοκράτους εξ απόψεως επιρροής, οικονομικών-εμπορικών ωφελημάτων, στρατηγικής ευθυγράμμισης κλπ.
Με άλλα λόγια, το «Στρατηγικό Βάθος» αποτελεί το αμάλγαμα των πραγματικών και δυνητικών συντελεστών ισχύος, που οφείλει να επιστρατεύσει η Τουρκία, προκειμένου να καταστεί ηγετικός δρών στην εν λόγω περιφέρεια. Παράλληλα, το εν λόγω αφήγημα έχει και υπερσυστημικά χαρακτηριστικά, καθότι συνιστά μοχλό ενίσχυσης της θέσης του τουρκικού εθνοκράτους και ως προς τις Μεγάλες Δυνάμεις εκτός της εν λόγω γεωγραφικής ζώνης, όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία ή η Κίνα.
Ο γεωστρατηγικός σκοπός της Ελλάδας προφανώς δε δύναται να είναι η απόκτηση ηγεμονικής θέσης στην Κεντρική Ευρασία. Ωστόσο,το υπόβαθρο της σκέψης (η οποία προφανώς δεν είναι νταβουτόγλεια αλλά οι καταβολές της εντοπίζονται στην κλασική γεωπολιτική, όπως εναργώς έχει αποτυπώσει ο Καθηγητής Ιωάννης Μάζης στο βιβλίο του «Νταβούτογλου και Γεωπολιτική») περί ιστορικού, πολιτισμικού, εθνοτικού, γλωσσικού και θρησκευτικού βάθους δεν μας προσφέρει πλούσια διδάγματα;
Αναμφίβολα, το ελληνικό εθνοκράτος διαθέτει ένα εξαιρετικά υψηλό στρατηγικό δυναμικό επί τη βάση της αρχαίας και της βυζαντινής κληρονομιάς, αλλά και της ίδιας της ιδιοσυστασίας της ιστορικής πορείας των Ελλήνων ως κοσμοπολίτες ή ως αγγλιστί “trade nation”.
Οι ελληνικές παροικίες ή και εθνικές μειονότητες, οι οποίες δυστυχώς παρακμάζουν διαρκώς μετά το 1922, δεν αποτελούν παραδείγματα δυνητικών ερεισμάτων; Προφανώς, αν και το ελληνικό κράτος ολοένα και εντονότερα επιμένει να τις βλέπει ως «βαρίδια» και «υποχρεώσεις», ακόμη και αν πρόκειται για το τόσο κοντινό μας ελληνικό κράτος της Κύπρου.
Προμετωπίδα του ελληνικού στρατηγικού βάθους συνιστά η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία, όπως συνδέεται και προσδίδει ταυτότητα και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Παρά την απίσχναση των ελληνικών και χριστιανικών κοινοτήτων στην Κωνσταντινούπολη ή στην Αλεξάνδρεια και στην Αντιόχεια όσον αφορά άλλα Πατριαρχεία, η δυναμική των Εκκλησιών παραμένει σημαντική.
Το ζήτημα είναι η θεσμική διασύνδεση με την Ελληνική Δημοκρατία και η βούληση της τελευταίας να ασκήσει μια πολιτική διαφύλαξης των συμφερόντων και της ελληνικότητάς τους. Μια τέτοια πολιτική θα αφορά τόσο «δικαιώματα» της Ελλάδας υπό την έννοια της θεσμοποιημένης και στρατηγικά νομιμοποιημένης επίκλησης αυτών των φορέων, όσο και «υποχρεώσεις» υπό την αντίστοιχη έννοια της ανάληψης στρατηγικών ρίσκων χάριν αυτών.
Αναμφίβολα, τούτο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί όσο διεισδύουν προσωπικές ατζέντες και φιλοδοξίες, όπως διαφάνηκε προσφάτως. Όμως, αυτές οι προσωπικές ατζέντες και φιλοδοξίες συνήθως έχουν ως σημείο εκκίνησης την απουσία της «στρατηγικής ομπρέλας» από το μητροπολιτικό εθνοκράτος, όπως περιγράψαμε προηγουμένως.
Με άλλα λόγια, ο στρατηγικός σχεδιασμός και η πολιτική βούληση από τον ελλαδικό κρατικό φορέα θα προστατεύσουν την ελληνικότητα και την πλανητική δυναμική του ελληνισμού εντός ενός κόσμου εθνοκρατών. Ουδείς μπορεί να έχει την απαίτηση «ηρωισμών» από κανέναν, ιδιαιτέρως όταν το επίσημο ελληνικό κράτος διαχρονικά κωφεύει και αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες του αναγνωρίζοντας πρώτα απ’ όλα την κληρονομιά του.
Άλλωστε, ο Νταβούτογλου, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα και κατά τις Κοινές Δηλώσεις του με τον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών το 2013, επεσήμανε: «Εγώ πιστεύω ότι οι παραδόσεις που προέρχονται από το Βυζάντιο [sic] και την Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι μία κοινή κληρονομιά για το τουρκικό κράτος. Τόσο ο βυζαντινός πολιτισμός [sic], όσο και ο οθωμανικός πολιτισμός συνιστούν δική μας [sic] κοινή κληρονομιά».
Ειδικά στη διεθνή πολιτική, όταν απαρνείσαι κάτι πολύτιμο όντας ανορθολογικός, σίγουρα θα βρεθεί κάποιος άλλος να καλύψει το κενό που αφήνεις.