Το Σχέδιο Νόμου για τα ΑΕΙ, που δημοσιοποίησε η κυβέρνηση στη διαβούλευση, ανεξαρτήτως των όποιων θετικών στοιχείων επιχειρεί να εισαγάγει στα ελληνικά πανεπιστήμια, περιέχει αρκετές διατάξεις, που έχουν ληφθεί από ακαδημαϊκά συστήματα άλλων χωρών με πολύ διαφορετικές συνθήκες από την ελληνική πραγματικότητα.

Αφετηριακά πρέπει να επισημανθεί ότι η προσπάθεια σύνδεσης της επιστημονικής έρευνας των πανεπιστημίων με την αγορά κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν πρέπει να παραβλέπεται η επιχειρούμενη, σε παγκόσμιο επίπεδο, περιθωριοποίηση των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, τα γνωστικά αντικείμενα των οποίων μπορούν να συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση της ηθικής και δημοκρατικής συνείδησης των φοιτητών.

Επιδιώκεται εξάλλου να καλλιεργηθεί η εντύπωση ότι σήμερα τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι υποβαθμισμένα και με τις νέες διατάξεις θα κατακτήσουν διακεκριμένες θέσεις στις διεθνείς κατατάξεις. Η αντίληψη αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αρκετά ελληνικά ΑΕΙ, μεταξύ των οποίων το ΕΚΠΑ και η Νομική Σχολή Αθηνών, κατατάσσονται συστηματικά τα τελευταία χρόνια μεταξύ των 200-300 καλύτερων παγκοσμίως, φοιτητές της Νομικής Σχολής Αθηνών κατακτούν κάθε χρόνο βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς, ενώ πολλές Σχολές, μεταξύ των οποίων και η Νομική Αθηνών, συνεργάζονται σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο με τις πιο διακεκριμένες Σχολές των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων.

Με το νέο Σχέδιο Νόμου περιορίζεται δραματικά η δημοκρατική λειτουργία των πανεπιστημίων, αφού αρκετά όργανα, όπως ο Πρύτανης, οι Αντιπρυτάνεις και οι Κοσμήτορες, δεν θα εκλέγονται από όλη την πανεπιστημιακή κοινότητα, ο δε Πρύτανης συγκεντρώνει στο πρόσωπό του υπερβολικές εξουσίες. Παράλληλα εκδηλώνεται έντονη έλλειψη εμπιστοσύνης της εκτελεστικής εξουσίας προς την πανεπιστημιακή κοινότητα, αφού επιχειρείται να ρυθμισθούν σχεδόν τα πάντα λεπτομερειακά, σαν να πρόκειται για σύνταξη εσωτερικού κανονισμού, παραμερίζοντας κάθε έννοια του αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων.

Η ίδια έλλειψη εμπιστοσύνης αποτυπώνεται και στις διατάξεις για την εκλογή και την εξέλιξη των καθηγητών και τη διαμόρφωση του διδακτικού τους έργου. Μεταξύ των προσόντων των υποψηφίων απαιτούνται «πρωτότυπες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά ή σε πρακτικά επιστημονικών συνεδρίων ή επιστημονικούς συλλογικούς τόμους, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, τα οποία λειτουργούν με σύστημα κριτών».

Στη Νομική, όπως και σε άλλες θεωρητικές επιστήμες, δεν εκδίδονται περιοδικά και συλλογικοί τόμοι με κριτές, επειδή το σχετικό κόστος είναι δυσβάστακτο για τη μικρή ελληνική εκδοτική αγορά. Οι Έλληνες καθηγητές των Νομικών Σχολών εξάλλου κατεξοχήν πρέπει να δημοσιεύουν μελέτες σε ελληνικά νομικά περιοδικά, ερμηνεύοντας το ελληνικό δίκαιο, για να συνδράμουν τους δικαστές την ορθή εφαρμογή του και τους δικηγόρους και συμβολαιογράφους στην παροχή ποιοτικών υπηρεσιών.

Τις ελληνόγλωσσες δημοσιεύσεις επί του ελληνικού δικαίου προφανώς δεν θα είναι σε θέση να τις αξιολογήσει η διεθνής νομική επιστημονική κοινότητα. Αν αυτές οι δημοσιεύσεις εξαιρεθούν, με ποιο έργο θα κριθούν οι υποψήφιοι;

Άλλο προσόν, που απαιτείται, είναι η «επίβλεψη, με την ιδιότητα του επιβλέποντος καθηγητή, μίας (1) τουλάχιστον διδακτορικής διατριβής που έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς, από την έναρξη μέχρι την περαίωσή της». Το απαιτούμενο αυτό προσόν εξαρτά την εξέλιξη ενός καθηγητή από την επιστημονική πρόοδο ενός τρίτου προσώπου, του οποίου η επιστημονική ενασχόληση είναι αβέβαιη και ενδέχεται να παρεμποδισθεί από γεγονότα ανωτέρας βίας, που θα συμβούν στην προσωπική και οικογενειακή του ζωή, θα είναι όμως ικανά ακόμα και να αποκλείσουν την εξέλιξη ενός αναπληρωτή καθηγητή στη βαθμίδα του καθηγητή.

Εκτός αυτών η διάταξη εισάγει και άνιση μεταχείριση μεταξύ των καθηγητών, επειδή αρκετά γνωστικά αντικείμενα δεν είναι ελκυστικά για την εκπόνηση διδακτορικών διατριβών. Αγνοείται επίσης το γεγονός ότι όλοι οι καθηγητές είναι επιβλέποντες σε πολλές διπλωματικές εργασίες, οι οποίες θα ολοκληρωθούν υποχρεωτικά σε σύντομο χρόνο, αφού είναι αναγκαίες για τη χορήγηση του μεταπτυχιακού τίτλου, από ορισμένες δε προκύπτουν και δημοσιεύσεις.

Προβληματική είναι και η πρόβλεψη για την απαγόρευση της εκλογής ενός υποψηφίου επί μία πενταετία στο Τμήμα ή τη Σχολή, όπου εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή. Στην Ελλάδα υπάρχουν λίγες Σχολές από κάθε επιστήμη, οι περισσότερες θέσεις προκηρύσσονται στις μεγάλες κεντρικές Σχολές, όπου εκπονούνται και οι περισσότερες διδακτορικές διατριβές. Αν αποκλεισθούν οι νέοι διδάκτορες των Σχολών του ΕΚΠΑ από τη Σχολή τους, μπορεί να μην έχουν άλλη ευκαιρία για πολλά χρόνια και ταυτόχρονα να μην υπάρχουν και αρκετοί υψηλού επιπέδου υποψήφιοι για την κατάληψη των θέσεων, που θα προκηρύσσονται. Δεν είναι νοητή η εισαγωγή ρυθμίσεων, που εφαρμόζονται σε μεγάλες χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ, όπου υπάρχουν δεκάδες Σχολές με ομοειδή επιστημονικά αντικείμενα.

Ανεφάρμοστη επίσης είναι και η πρόβλεψη ότι οι καθηγητές πρέπει να διδάσκουν τουλάχιστον έξι ώρες σε κάθε εξάμηνο για να μπορούν να διδάσκουν και στα μεταπτυχιακά προγράμματα. Και τούτο διότι η κατανομή των μαθημάτων στα εξάμηνα δεν είναι ισομερής και ενδέχεται ένας διδάσκων να έχει πολλαπλάσια διδασκαλία σε κάποια εξάμηνα και ελάχιστη σε άλλα. Δεν λαμβάνεται επίσης υπόψη η διδασκαλία σε μαθήματα ERASMUS ή και σε άλλα ξενόγλωσσα μαθήματα, που προσφέρονται σε διάφορες Σχολές, όπως συμβαίνει με τη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, που συμμετέχει στο European Law School με διακεκριμένα πανεπιστήμια ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Οι Σχολές και τα Τμήματα πρέπει να αφεθούν ελεύθερα να διαμορφώσουν το πρόγραμμα διδασκαλίας των καθηγητών με βάση τις συνθήκες λειτουργίας τους.

Το Σχέδιο Νόμου παρεμβαίνει και στο φοιτητικό συνδικαλισμό. Εισάγεται διάταξη, σύμφωνα με την οποία οι εκπρόσωποι των φοιτητών στα πανεπιστημιακά όργανα θα εκλέγονται από αρχαιρεσίες με ενιαίο ψηφοδέλτιο. Δεν καταργούνται φυσικά οι φοιτητικοί σύλλογοι, ούτε και θα ήταν δυνατό να καταργηθούν νομοθετικά, αφού αποτελούν έκφραση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, που προστατεύεται από το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τα διοικητικά συμβούλια των φοιτητικών συλλόγων θα εξακολουθήσουν να εκλέγονται με αρχαιρεσίες, στις οποίες θα συμμετέχουν φοιτητικές παρατάξεις. Οι αποφάσεις των διοικητικών συμβουλίων όμως δεν θα μεταφέρονται στα πανεπιστημιακά όργανα, αφού εκεί θα μετέχουν άλλοι εκπρόσωποι των φοιτητών, οι οποίοι συχνά θα υποστηρίζουν διαφορετικές θέσεις. Είναι αναμενόμενο ότι θα προκαλείται συνεχής αντιπαράθεση μεταξύ τους, η οποία θα μεταφέρεται στις γενικές συνελεύσεις των Τμημάτων ή των Σχολών και θα παρεμποδίζει διαρκώς την ομαλή λειτουργία τους.

Διαφαίνεται ότι η κυβέρνηση επιδιώκει να ψηφιστεί ο νέος νόμος στη διάρκεια του καλοκαιριού για να αποφύγει αντιδράσεις και κινητοποιήσεις. Το ίδιο κόμμα ως κυβέρνηση προώθησε το 1978 την ψήφιση του νόμου 815 τον Αύγουστο. Με την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους αναπτύχθηκαν έντονες φοιτητικές κινητοποιήσεις, που διήρκεσαν όλο το έτος, συνεχίσθηκαν το επόμενο ακαδημαϊκό έτος, κορυφώθηκαν με το κίνημα των καταλήψεων το Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1979 και τελικά ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής έδωσε εντολή στον τότε Υπουργό Παιδείας Ιωάννη Βαρβιτσιώτη να παγώσει την εφαρμογή του νόμου. Η ιστορία διδάσκει ότι δεν αρκεί η ψήφιση ενός νόμου για τα πανεπιστήμια για να διασφαλισθεί η εφαρμογή του, αν δεν γίνεται αποδεκτός από την πανεπιστημιακή κοινότητα.





ΠΗΓΗ