Δεν θα ήθελα να προχωρήσω σε βαθυστόχαστες αναλύσεις διότι έχω κάνω γνωστή την εκτίμησή μου από την πρώτη στιγμήπου ο Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωσε την υποψηφιότητα του για την Αρχηγία του ΠΑΣΟΚ – KINAΛ σχετικά με το ποιος θα είναι ο τελικός νικητής.
Εξάλλου, και να μην είχα προχωρήσει στην εκτίμηση που προχώρησα στις 20 Οκτωβρίου 2021, η εμφάνιση του Γιώργου Παπανδρέου στην τηλεόραση του ΣΚΑΙ το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου ήταν ένα δώρο για την ονομαστική εορτή του Νίκου Ανδρουλάκη, κερασάκι στην τούρτα της οποίας τα κεριά είναι έτοιμος να σβήσει.
Με το βάρος της έκπληξης στις πλάτες του ο κ. Γιώργος Παπανδρέου πρώτον άφησε ανοικτό το σενάριο να ακολουθήσει το παράδειγμα του Σταύρου Θεοδωράκη ο οποίος το 2017 ηττήθηκε παταγωδώς και «ξαναδημιούργησε» το κόμμα του To Ποτάμι, ας μην λησμονούμε ότι το ΚΙΔΗΣΟ είναι ακόμα ενεργό. Τα αποτελέσματα μιας τέτοιας επιλογής είναι ήδη ιστορικά προδιαγεγραμμένα.
Δεύτερον ήταν ο μόνος υποψήφιος που κατέφυγε ανοιχτά εναντίον συνυποψηφίου του (κανείς από τους υπόλοιπους πέντε δεν το έπραξε στον Α’ γύρο σεβόμενος την ουσία της λέξης “ενότητα”). Και μάλιστα με σχετικά υποτιμητικό τρόπο αφού δεν γνωρίζει “ποιες είναι οι θέσεις του.
Τρίτον θυμήθηκε το debate. Ξεπερνώντας ανέμελα ότι είναι ένα λεπτό σημείο το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να εκληφθεί ως απόδειξη έλλειψης σεβασμού απέναντι στους υπόλοιπους συνυποψηφίους του.
Να σημειώσουμε για την ιστορία ότι συνήθως ο πρώτος με διαφορά σε τέτοιες αναμετρήσεις δεν έχει κανένα λόγο να κάνει debate. Εδώ o πρώτος το μόνο που έχει είναι κέρδος. Αλλά δεν θα είναι ανέξοδο κέρδος. Διότι μπορεί ο δεύτερος να έχει ήδη μια ήττα στην πλάτη και μάλιστα μια ήττα που είναι οφθαλμοφανές ότι δεν μπορεί να τη διαχειριστεί, αλλά ήδη λειτουργεί περισσότερο ως πληγωμένο ζώο παρά ως έμπειρος κι ώριμος πολιτικός. Κι αυτό τον καθιστά επικίνδυνο.
Είναι παραπάνω από σαφές ότι ο κ. Γιώργος Παπανδρέου δεν περίμενε με τίποτα το αποτέλεσμα της 5ης Δεκεμβρίου 2021.
Θα σταθώ μόνο σε ένα σημείο επειδή είναι από εκείνα που δεν άκουσα. Είναι η πολιτική ωριμότητα των Ελλήνων και των Ελληνίδων. Ωριμότητα που φαίνεται περίτρανα από εκείνους που ήθελαν να συμμετέχουν στη διαδικασία επειδή θεωρούσαν ότι τους αφορούσε προσωπικά και που ανέδειξαν πρωτοπόρο έναν νέο άφθαρτο πολιτικό 42 ετών, ο οποίος ναι μεν ήταν ενεργός μέλος της πολιτικής όλα τα χρόνια των μνημονίων αλλά δεν τον βαραίνει καμία απόφαση κι υπογραφή απ’ αυτές που βαραίνουν όλο το υπόλοιπο ενεργό πολιτικό προσωπικό. Είναι ένας νέος πολιτικός που αντιμετώπισε τα θηρία της πολιτικής του παράταξης κι ένα επώνυμο ιερό τέρας της πολιτικής, έναν πρώην πρωθυπουργό που κάποια στιγμή είχε λάβει τη θετική ψήφο του 43,92% των ψηφοφόρων. Και τον κέρδισε. Διότι βλέπουν τα αδιέξοδα, βλέπουν την ανάγκη να υπάρχει ισορροπία στο πολιτικό σύστημα, βλέπουν ότι υπάρχει ανάγκη και ζωτικός χώρος.
Αν ο ζωτικός χώρος αυτός καλυφθεί από το ΠαΣοΚ ή θα επιστρέψουν η ΝΔ πρωτίστως ή ο ΣΥΡΙΖΑ δευτερευόντως προκειμένου να τον «καταλάβουν» μένει να φανεί. Σίγουρα η ΝΔ με άλλη στρατηγική πλέον και με προσήλωση στο κυβερνητικό της έργο μπορεί σχετικά εύκολα να καλύψει το κενό που στην πράξη η ίδια μόνη της δημιούργησε. Ωστόσο σήμερα υπάρχει ζωτικός πολιτικός χώρος που δεν καλύπτεται κι είναι σημαντικός.
Γι’ αυτό θα επαναλάβω τις φράσεις σε εκείνο το κείμενο που είχα γράψει στις 20 Οκτωβρίου 2021, με αφορμή την απόφαση ενός πολιτικού άνδρα ο οποίος μέχρι πρότινος θεωρούσα ότι θα υπερασπιζόταν την υστεροφημία του αλλά όλα δείχνουν ότι καταλήγει ακέφαλος καβαλάρης, ως επίλογο: εκείνο που πραγματικά προκαλεί απορία είναι η διαιώνιση ενός συγκεκριμένου χαρακτηριστικού από μέρος του πολιτικού μας συστήματος: της υποτίμησης των πολιτών. Η Ελλάδα από το 2008 και μετά ζει σε μια διαρκή οικονομική κρίση. Η συγκεκριμένη κρίση έχει λάβει πάρα πολύ βαριά κοινωνικά χαρακτηριστικά. Όποτε γίνονται εκλογές αλλάζει το πολιτικό διοικητικό προσωπικό. Οι πολίτες δεν είναι ευχαριστημένοι και το δείχνουν κάθε φορά στην κάλπη. Παρόλα αυτά πολλοί από το πολιτικό μας σύστημα εκτιμούν ότι μπορούν να τους ελέγξουν ή να τους καθοδηγήσουν. Πλανώνται πλάνην οικτράν.