Είναι αμφίβολο αν το ευρύτερο κοινό στην Ελλάδα, αλλά και στη Γερμανία, γνωρίζει ακριβώς τι σημαίνει η φράση «γερμανικές αποζημιώσεις».
Δεν θα μπω εδώ στις λεπτομέρειες για τη διαφορά μεταξύ επανορθώσεων και αποζημιώσεων και τη σχετική συζήτηση περί πολεμικών χρεών.
Αρκεί ο αναγνώστης να γνωρίζει ότιάλλοι κανόνες δικαίου διέπουν τις βλάβες που έχουν υποστεί πολίτες μιας χώρας κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής από κρατικά όργανα του κράτους που μετά τη λήξη του πολέμου ως ηττημένος καλείται να επανορθώσει, και διαφορετικοί τις βλάβες σε κρατικές υποδομές, οργανισμούς και περιουσίες.
Γι αυτό και άλλη διαδικασία προβλέπεται όταν στρέφεται κάποιος ιδιώτης εναντίον κράτους που θεωρεί υπόλογο για τις ζημίες που υπέστη από όργανά του, και διαφορετική όταν ένα κράτος στρέφεται εναντίον του κράτους που φέρει την ευθύνη για τις καταστροφές, τις λεηλασίες, τις κλοπές κ.α.
Για την ελληνική κοινή γνώμη σε γενικές γραμμές η φράση «γερμανικές αποζημιώσεις» ερμηνεύεται απλά με το ισοδύναμο «η Γερμανία μας χρωστάει λεφτά από την κατοχή», ενώ για τη γερμανική κοινή γνώμη η ερμηνεία είναι διαφορετική: «οι Έλληνες πάλι μας ζητούν λεφτά για τους Ναζί». Η σύγχυση δεν περιορίζεται στο επίπεδο της κοινής γνώμης, αλλά επεκτείνεται και μεταξύ εκείνων που έχουν αναλάβει ρόλους για τη διεκδίκηση των αποζημιώσεων, ακόμη και μεταξύ των νομικών και των ιστορικών.
Δεν είναι τυχαίο που ένας ιστορικός, όπως ο καθηγητής Χάιντς Ρίχτερ που έχει ασχοληθεί όσοι λίγοι Γερμανοί ιστορικοί με ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, αλλά έχει δεχθεί από ομοτέχνους τουασυνήθιστα σφοδρή πολεμική, ενίοτε ad hominem, για ορισμένες από τις θέσεις του, έχει διατυπώσει εντελώς διαφορετικές θέσεις για το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων, και ειδικά του κατοχικού δανείου, σε σύγκριση με έναν άλλον ιστορικό, τον Χάγκεν Φλάισερ, που θεωρείται στην Ελλάδα ως ο κατ’ εξοχήν ειδικός για ζητήματα της γερμανικής κατοχής και της αντίστασης.
Ωστόσο, ενώ για την περίπτωση του κατοχικού δανείου οι δύο επιφανείς ιστορικοί εκφράζουν διαμετρικά αντίθετες απόψεις – ο Ρίχτερ αρνείται την ίδια την ύπαρξη πιστωτικού υπολοίπου του δανείου για την Ελλάδα και ισχυρίζεται ότι από τη μελέτη του ίδιου τεκμηρίου που επικαλείται και ο συνάδελφός του (Φλάισερ) προκύπτει ότι μάλλον ηΕλλάδα οφείλει στο Τρίτο Ράιχκαι επομένως στη Γερμανία, και όχι το αντίθετο – στο θέμα των αποζημιώσεων φαίνεται ότι με διαφορετικό σκεπτικό συμπίπτουν στο «δια ταύτα»: Για τον Ρίχτερ – όπως και για τη γερμανική κυβέρνηση διαχρονικά – το ζήτημα της καταβολής αποζημιώσεων έχει διευθετηθεί οριστικά με τη συνθήκη «δύο-συν-τέσσερα» (1990), ενώ για τον Φλάισερ, ανεξάρτητα από το αν η συνθήκη αυτή ρυθμίζει ή όχι τελεσίδικα το ζήτημα των γερμανικών οφειλών, η διεκδίκηση δεν έχει κανένα νόημα διότι είναι μη-πραγματοποιήσιμη.
Πράγματι, οι απαιτήσεις της Ελλάδας μετά την Συνθήκη της Μόσχας (συνθήκη «δύο-συν-τέσσερα») – δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το επίσημο όνομα της συνθήκης («Treaty on the final settlement with respect to Germany/Vertrag über die Abschließende Regelung in Bezug auf Deutschland») δεν περιλαμβάνει τον όρο «συνθήκη ειρήνης», κάτι που θα είχε επιπτώσεις καθώς θα ενεργοποιούσε τις πρόνοιες της συμφωνίας του Λονδίνου (1952, 1953) για τις γερμανικές οφειλές – αφορούν δύο ζητήματα.
Το πρώτο είναι οι αποζημιώσεις για την καταστροφή ή λεηλασία κρατικής περιουσίας από τη γερμανική επίθεση και τη δράση των γερμανικών στρατευμάτων κατά τη διάρκεια της κατοχής στην ελληνική επικράτεια, καθώς επίσης και τις αποζημιώσεις των θυμάτων της ναζιστικής κατοχής ή των συγγενών και απογόνων τους αν υπάρχουν.
Το δεύτερο είναι η καταβολή του υπολοίπου ενός δανείου που η Ελλάδα εξαναγκάστηκε να χορηγήσει στη ναζιστική Γερμανία το 1942, το ύψος του οποίου είχε υπολογιστεί από την τότε γερμανική υπηρεσία στις αρχές του 1945 σε 476 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα. Σήμερα το ποσό αυτό υπολογίζεται από τους περισσότερους ερευνητές σε 8,5 με 11 δις ευρώ, ενώ ορισμένοι υπερακοντίζοντας το ανεβάζουν στα 54 δις ευρώ.
Ποιες είναι οι θέσεις της ελληνικής πλευράς και ποιες της γερμανικής σε αυτή τη διένεξη από το 1990 μέχρι σήμερα και γιατί μέσα στα τριάντα περίπου χρόνια που έχουν παρέλθει δεν υπήρξε η ελάχιστη πρόοδος στη διευθέτηση αυτής της εκκρεμότητας;
Ο πυρήνας της διαφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών που εξηγεί και την ανυπαρξία προόδου είναι πολύ απλά ο εξής: η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ότι υφίσταται εκκρεμότητα που πρέπει να διευθετηθεί, ενώ η γερμανική αρνείται την ύπαρξη εκκρεμότητας, υποστηρίζοντας (α) ότι η Ελλάδα έχει λάβει ήδη αποζημιώσεις, (β) ότι με τη συνθήκη «δύο-συν-τέσσερα» το ζήτημα των αποζημιώσεων έχει κλείσει οριστικά, και (γ) ότι το κατοχικό δάνειο δεν αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση οφειλής, αλλά υπάγεται στο γενικό κεφάλαιο των αποζημιώσεων.
Αποκλίνουσες γνώμες στη γερμανική Βουλή για το ζήτημα υπάρχουν και έχουν εκφραστεί με πολλαπλές επερωτήσεις και τοποθετήσεις, κυρίως από το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke), αλλά όχι από κυβερνητικά στελέχη.
Για να κατανοήσει ο αναγνώστης για ποιο λόγο διαιωνίζεται η ελληνο-γερμανική εκκρεμότητα, θα ήταν χρήσιμο να πληροφορηθεί πώς έχουν τα πράγματα από τη λήξη του πολέμου μέχρι σήμερα με τη βοήθεια απλών ερωτημάτων και των θέσεων που πρεσβεύουν οι δύο πλευρές πάνω σε αυτά.
Επιδικάστηκαν στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο γερμανικές αποζημιώσεις, και αν ναι, καταβλήθηκαν από τη Γερμανία οι αποζημιώσεις αυτές;
Στο σημείο αυτό και οι δύο πλευρές δέχονται ότι με τη Διάσκεψη των Επανορθώσεων (Παρίσι, 1945) για τις γερμανικές οφειλές αμέσως μετά τον πόλεμο αναγνωρίστηκαν στην Ελλάδα αποζημιώσεις σε επίπεδο ποσοστών επί του συνόλου (ποσοστό 2,7 + 4,35 = 7,05%). Η διάσκεψη αυτή όμως ανέβαλε για ευθετότερο χρόνο τον ακριβή υπολογισμό των ποσών που δικαιούται κάθε μία από τις εμπλεκόμενες χώρες από την πλευρά των νικητών.
Και οι δύο πλευρές συμφωνούν επίσης ότι μετά τη διάσκεψη αυτή καταβλήθηκαν στην Ελλάδα αποζημιώσεις σε είδος (βιομηχανικό υλικό κλπ.) ύψους 25 εκ. δολαρίων, μόνο που η γερμανική δεν εστιάζει τόσο στο ελάχιστο ποσοστό των συνολικών αποζημιώσεων που συνιστούσαν οι συγκεκριμένες αποζημιώσεις, ενώ προτιμά να αναφέρεται σεσκάνδαλα διαφθοράς από ελληνικής πλευράς που συνδέονται με τις εν λόγω αποζημιώσεις.
Και οι δύο πλευρές δέχονται, επίσης, ότι με τη συμφωνία του Λονδίνου για τα γερμανικά χρέη (London Agreement on German External Debts, 1953) τόσο το ζήτημα του υπολογισμού των γερμανικών οφειλών για κάθε χώρα – προπολεμικών, αλλά και εκείνων του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου – όσο και του χρόνου της καταβολής των μετατέθηκε χρονικά μέχρι την υπογραφή συνθήκης ειρήνης της (ενιαίας) Γερμανίας με τους πρώην αντιπάλους της. Στην απόφαση αυτή συμμετείχε και η Ελλάδα, η οποία λόγω της απόφασης δεσμευόταν να θέσει επισήμως θέμα αποζημιώσεων σε κάποια από τις δύο Γερμανίες, μέχρι την υπογραφή συνθήκης ειρήνης, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ποια θα ήταν η απάντηση.
Παρά το moratorium αυτό η Δυτική Γερμανία συμφώνησε στη δεκαετία του 60 με δώδεκα ευρωπαϊκές χώρες να καταβάλει αποζημιώσεις για μια συγκεκριμένη κατηγορία θυμάτων: εκείνων που είχαν υποστεί βλάβη από τις ναζιστικές διώξεις και άλλες πρακτικές εξ αιτίας της φυλής, της πίστης ή της κοσμοθεωρίας τους.
Η Ελλάδα με τη σύμβαση της 12.3.1960 («Σύμβασις μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας περί παροχών υπέρ Ελλήνων υπηκόων θιγέντων υπό εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως») έλαβε 115 εκατ. γερμανικά μάρκα τα οποία διανεμήθηκαν σε 96.876 Έλληνες πολίτες, ανάλογα με τη βαρύτητα της βλάβης που είχαν υποστεί τα ίδια ή συγγενικά τους πρόσωπα από κρατικά όργανα της Γερμανίας στη διάρκεια της κατοχής.
Αργότερα υπήρξαν επίσης μικρές αποζημιώσεις για Έλληνες πολίτες που είχαν αναγκαστεί να προσφέρουν εργασία σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή σε καταναγκαστικά έργα. Η επίσημη γερμανική πλευρά επί πλέον θεωρεί ότι τα 200 εκατ. γερμανικά μάρκα που έλαβε η Ελλάδα ως άτοκα δάνεια το 1958 ισοδυναμούν με επανορθώσεις, αν και δεν αναφέρει αυτήν την περίπτωση ευθέως ως καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων, σε αντίθεση με ορισμένους Γερμανούς ιστορικούς που το εκφράζουν με περισσότερη σαφήνεια.
Έχει παραιτηθεί ποτέ στο παρελθόν η Ελλάδα από την αξίωση για καταβολή εκ μέρους της Γερμανίας πολεμικών αποζημιώσεων;
Εδώ οι δύο πλευρές διαφωνούν.
Σύμφωνα με τη γερμανική πλευρά η Ελλάδα με τη σύμβαση του 1960 έχει παραιτηθεί από την καταβολή πρόσθετων αποζημιώσεων. Το ίδιο ισχύει, όπως υποστηρίζει η γερμανική πλευρά, και με την Χάρτα των Παρισίων (1990), αμέσως μετά τη συμφωνία «δύο-συν-τέσσερα», η οποία δεν μνημονεύει πουθενά υποχρέωση της ενωμένης Γερμανίας για καταβολή οφειλών και με την οποία η Ελλάδα συμφώνησε.
Η ελληνική πλευρά πρεσβεύει ότι ουδέποτε παραιτήθηκε από την αξίωση για καταβολή γερμανικών αποζημιώσεων και ότι η αναφορά που υπάρχει στη Χάρτα των Παρισίων ότι οι μετέχοντες «έλαβαν γνώση» της συνθήκης για την επανένωση της Γερμανίας (συνθήκη «δύο-συν-τέσσερα») δεν συνεπάγεται κατ΄ ανάγκην συμφωνία με το περιεχόμενο της εν λόγω συνθήκης.
Έχει παραγραφεί λόγω παρέλευσης της σχετικής προθεσμίας η ελληνική αξίωση για καταβολή αποζημιώσεων;
Από την γερμανική πλευρά, και μάλιστα από τα πλέον επίσημα χείλη (υπουργός εξωτερικών Dietrich Genscher) έχει υποστηριχθεί ότι είναι αδιανόητο μετά από τόσες δεκαετίες η Ελλάδα να θέτει θέμα αποζημιώσεων και ότι αν υπήρχε τέτοια αξίωση, αυτή θα έπρεπε να είχε εκφραστεί με επίσημο τρόπο στον κατάλληλο χρόνο.
Η ελληνική απάντηση στον ισχυρισμό περί παραγραφής της αξίωσης για αποζημιώσεις είναι ότι (α) με τη συμφωνία του Λονδίνου (1953) για τις γερμανικές οφειλές το όλο ζήτημα μετατέθηκε σε μελλοντικό χρόνο, ο οποίος προέκυψε με τη συνθήκη για την επανένωση της Γερμανίας (1990).
Η Ελλάδα γνωστοποίησε επισήμως την αξίωσή της το 1995, το 2015 αλλά και το 2019.
Και στις τρεις περιπτώσεις η γερμανική αντίδραση υπήρξε αρνητική με το σκεπτικό ότι:
(α) η συνθήκη για την επανένωση της Γερμανίας («συνθήκη δύο-συν-τέσσερα») δεν αποτελεί συνθήκη ειρήνης, και
(β) στην εν λόγω συνθήκη δεν γίνεται μνεία για υποχρέωση της Γερμανίας να καταβάλει αποζημιώσεις.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σχολιαστεί ότι δεν προβλέπεται από το διεθνές δίκαιο η περίπτωση τρίτα κράτη (στην περίπτωσή μας ΗΠΑ, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ρωσία) να αποφασίζουν να διαγράψουν τα χρέη που έχει κάποιο συμβαλλόμενο με αυτά κράτος (π. χ. Γερμανία) απέναντι σε τρίτους (Ελλάδα).Η Ελλάδα δεν υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος στη συνθήκη για την επανένωση της Γερμανίας ούτε έχει δεσμευτεί από το περιεχόμενό της έμμεσα ή άμεσα σε μεταγενέστερο χρόνο.
Υφίσταται ζήτημα αποπληρωμής κατοχικού δανείου ύψους 476 (αυτοκρατορικών) γερμανικών μάρκων που είχε δοθεί αναγκαστικά από την Ελλάδα προς τη Γερμανία για το διάστημα 1942-1944;
Και οι δύο πλευρές μέσω των επίσημων τοποθετήσεών τους συμφωνούν εδώ ότι όντως η Ελλάδα δάνεισε τη Γερμανία το 1942 από τα συναλλαγματικά της αποθέματα ποσό που δεν έχει εξοφληθεί πλήρως από τη γερμανική πλευρά. Οι απόψεις, όμως, διίστανται ως προς το αν υφίσταται νομική υποχρέωση εκ μέρους της Γερμανίας να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό.
Η ελληνική πλευρά το τελευταίο διάστημα προσπαθεί να αποσυνδέσει το κατοχικό δάνειο από τις υπόλοιπες περιπτώσεις πολεμικών αποζημιώσεων, επιχειρηματολογώντας ότι πρόκειται για ένα συμβατικό δάνειο που υπόκειται σε διαφορετική νομοθεσία από τις περιπτώσεις των πολεμικών αποζημιώσεων, συνεπώς η αποπληρωμή του δεν πρέπει να επηρεάζεται ούτε από τη διαδικασία, ούτε από την τύχη που πρόκειται να έχει η πορεία καταβολής των πολεμικών αποζημιώσεων που οφείλει η Γερμανία στην Ελλάδα.
Η ερμηνεία που δίνει μέχρι σήμερα η επίσημη γερμανική πλευρά στο ζήτημα του κατοχικού δανείου είναι ότι το συγκεκριμένο δάνειο δεν συνιστά ένα τυπικό συμβατικό δάνειο μεταξύ δύο κυρίαρχων κρατών, αλλά δάνειο που συνδέεται άμεσα με τη συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής και την προπαρασκευή ή διενέργεια πολεμικών επιχειρήσεων, ως εκ τούτου η περίπτωση υπάγεται στο γενικό κεφάλαιο των πολεμικών αποζημιώσεων, για τις οποίες όμως μετά τη συνθήκη επανένωσης της Γερμανίας (1990) δεν υφίσταται πλέον υποχρέωση καταβολής.
Οι ελληνικές διεκδικήσεις από τη Γερμανία, ως διάδοχου κράτους του Τρίτου Ράιχ, όταν προβάλλονται από την ελληνική πλευρά, είναι λογικό να πιστεύουμε ότι προβάλλονται με στόχο την ικανοποίησή τους. Αυτή, όμως, περνά είτε μέσα από διαπραγματεύσεις με τη γερμανική πλευρά και τη σύναψη συμφωνίας καταβολής αποζημιώσεων που θα περιλαμβάνει το ύψος, το είδος, τον χρόνο και τον τρόπο καταβολής τους, είτε μέσα από τη νομική οδό με τη μεσολάβηση ενός δικαιοδοτικού οργάνου.
Από το 1990 και μετά η Ελλάδα είχε κάθε λόγο να θέσει προς τη γερμανική πλευρά το ζήτημα, θεωρώντας ότι η συνθήκη «δύο-συν-τέσσερα» (1990) αποτελεί de facto συνθήκη ειρήνης. Όντως το έπραξε, ξεκινώντας από το 1995, ενώ η τελευταία κρούση έγινε τον Ιούνιο του 2019 με επίσημη ρηματική διακοίνωση.
Από την αντίδραση της άλλης πλευράς σε όλο αυτό το διάστημα προκύπτει ότι εκείνη δεν είναι διατεθειμένη να αναγνωρίσει ότι υπάρχει εκκρεμότητα και επομένως αποκλείει το ενδεχόμενο διαπραγματεύσεων για την διευθέτησή της.
Η νομική οδός προϋποθέτει συναίνεση των δύο μερών να δεχθούν την αρμοδιότητα συγκεκριμένου δικαιοδοτικού οργάνου και την ετυμηγορία του. Το όργανο αυτό θεωρητικά θα μπορούσε να είναι ένα ελληνικό, γερμανικό ή διεθνές δικαστήριο.
Για να επιληφθεί ελληνικό δικαστήριο της υπόθεσης αυτής, προϋπόθεση είναινα παραιτηθεί η Γερμανία από την «κρατική ασυλία», να επιτρέψει δηλ. σε ελληνικό δικαστήριο να δικάσει υπόθεση που αφορά το γερμανικό κράτος. Το ενδεχόμενο αυτό πρέπει για προφανείς λόγους να αποκλειστεί ως μη ρεαλιστικό σενάριο.
Η προσφυγή της Ελλάδας σε γερμανικό δικαστήριο για την εκδίκαση του ζητήματος είναι κάτι που η γερμανική πλευρά ίσως δεχόταν, αλλά για την ελληνική θα ήταν μια λανθασμένη επιλογή, με δεδομένες τις μέχρι τώρα αποφάσεις της γερμανικής δικαιοσύνης σε ανώτατο επίπεδο γύρω από το θέμα, όταν προσέφυγαν σε αυτό Έλληνες πολίτες που είχαν υποστεί οι ίδιοι ή οι οικείοι τους βλάβη από όργανα του γερμανικού κράτους στην ελληνική επικράτεια.
Η προσφυγή σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο προϋποθέτει συγκατάθεση της άλλης πλευράς, η οποία μέχρι τώρα δεν έχει εκδηλωθεί, καθώς δεν έχει υπάρξει επίσημο ελληνικό αίτημα για κάτι τέτοιο.
Ακόμη όμως και αν η Γερμανία δεχόταν τη δικαιοδοσία ενός παρόμοιου οργάνου, δεν είναι βέβαιο ότι η νομική φαρέτρα της Ελλάδας – ή των υπολοίπων πολυάριθμων κρατών που θα ακολουθούσαν το παράδειγμά της και θα προσέφευγαν επίσης – θα αποδεικνυόταν ισχυρότερη από την αντίστοιχη της Γερμανίας.
Αυτή είναι σήμερα η κατάσταση των πραγμάτων, αν την δει κανείς χωρίς φόβο και πάθος, και δεν υπάρχει κάτι στον ορίζοντα που να μας κάνει να πιστεύουμε ότι προσεχώς θα αλλάξει υπέρ των ελληνικών συμφερόντων.
Υπάρχει, επίσης, ένας άλλος λόγος για την προβολή των ελληνικών διεκδικήσεων, αν και αυτοί που τον υιοθετούν αρνούνται να τον ονομάσουν με το πραγματικό του όνομα. Οι διεκδικήσεις στο πλαίσιο αυτό λογίζονται ως «αντίβαρο» που χρειάζεται η ελληνική πλευρά τόσο στις διακρατικές σχέσεις με τη Γερμανία, όσο και στις εσωτερικές διεργασίες και διαπραγματεύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αποφάσεις της οποίας – ιδιαίτερα στο πεδίο της οικονομίας και της νομισματικής πολιτικής – τα τελευταία χρόνια επηρεάζονται σημαντικά από τον γερμανικό παράγοντα. Η στρατηγική αυτή δοκιμάστηκε από το 2012 μέχρι το 2019, χωρίς επιτυχία.
Το ότι ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Αριστεράς στο γερμανικό κοινοβούλιο, Gregor Gysi, δηλώνει ότι δεν μπορεί η Γερμανία να ζητά από τους Έλληνες να πληρώσουν τα χρέη των δανείων για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους, όταν η ίδια δεν πληρώνει τα δικά της χρέη από την Κατοχή, ακούγεται μεν ωραίο, αλλά δεν συγκινεί την επίσημη Γερμανία και δεν παράγει αποτελέσματα.
Η διεκδικητική ρητορική Ελλήνων πολιτικών κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου για τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, αλλά και κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του ίδιου έτους για τη διαπραγμάτευση του ελληνικού χρέους και των όρων αποπληρωμής του, καθώς και η πυκνή αρθρογραφία στον ελληνικό τύπο γύρω από το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου δεν μείωσε στο ελάχιστο τη γερμανική πίεση προς την Ελλάδα η οποία οδηγούσε στο δίλημμα «έξοδος από το ευρώ ή αποδοχή μιας δημόσιας και ιδιωτικής «φτώχειας» για ένα πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού σε συνδυασμό με την υποθήκευση κρατικών πόρων και την εξάρτηση της χώρας μέσω ειδικής επιτήρησης».
Επομένως ούτε ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής ή διαπραγματευτικό «ατού» φαίνεται να έφερε κάποιο ορατό θετικό αποτέλεσμα η προβολή – και μάλιστα σε πολύ υψηλούς τόνους – της εκκρεμότητας.
Μένει να δούμε έναν ακόμη λόγο για τον οποίο προβάλλονται δημόσια οι ελληνικές διεκδικήσεις, στον χρόνο που προβάλλονται, και αυτός είναι η αντιπαράθεση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων μέσα στην Ελλάδα και ο διαρκής και αδυσώπητος κομματικός ανταγωνισμός.
Η προβολή των ελληνικών διεκδικήσεων γίνεται τότε όχι με την ελπίδα ικανοποίησής τους ή με το σκεπτικό ότι αποτελούν πρόσφορο μέσον άσκησης εξωτερικής πολιτικής, αλλά για να απεικονιστεί αρνητικά ο πολιτικός αντίπαλος ως ηττοπαθής και ενδοτικός στην πίστα ενός «διεκδικητικού πατριωτισμού».
Η προβολή των ελληνικών διεκδικήσεων αποκτά στην περίπτωση αυτή μια εντελώς ξένη, σε σχέση με την αρχικά επιδιωκόμενη, λειτουργική αξία: γίνεται όπλο επίθεσης και άμυνας στον κομματικό ανταγωνισμό. Η μεταστροφή δεν μένει κρυφή στην ενδιαφερόμενη πλευρά, τη Γερμανία. Γι αυτό και οι αντιδράσεις της θυμίζουν περισσότερο κάποιον που παρακολουθεί ατάραχος εκ του μακρόθεν τα ελληνικά δρώμενα σε σχέση με την προβολή της εκκρεμότητας, παρά κάποιον που αγχώνεται κάθε φορά που ακούει Έλληνες επισήμους να δηλώνουν ότι το αίτημα για την καταβολή αποζημιώσεων είναι νομικώς ενεργό και υλοποιήσιμο.
Στις σχέσεις μεταξύ των κρατών – ακόμη και στις σχέσεις μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών ενός εμφυλίου, όπως διαπιστώνει εδώ και 2500 χρόνια ο Θουκυδίδης – οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται με κριτήριο τις επιταγές του ηθικού κώδικα.
Η Γερμανία με τη συνθήκη «δύο-συν-τέσσερα» με το δίδυμο Kohl-Genscher κατάφερε να ακυρώσει τις υποχρεώσεις της απέναντι σε εκείνους τους οποίους όφειλε να αποζημιώσει για τα δεινά του πολέμου κι αυτό, κρινόμενο με τον κώδικα της ηθικής, δεν τοποθετείται ιδιαίτερα υψηλά στην ηθική κλίμακα, αλλά ήταν εξαιρετικά συμβατό με τα συμφέροντα της χώρας τους. Όμως μπόρεσε και ακύρωσε τα χρέη της προς τρίτους, επειδή κάποιοι που γνώριζαν τις νομικές συνέπειες της συνθήκης ως προς τις γερμανικές οφειλές, το επέτρεψαν.
Η Ελλάδα έλαβε μεν κατά καιρούς μικρό ποσοστό από τις αποζημιώσεις και τις επανορθώσεις που δικαιούνταν, αλλά αυτές συνιστούν ένα ελάχιστο κλάσμα όσων έπρεπε να είχε λάβει αν η συνθήκη για την επανένωση της Γερμανίας το 1990 δεν είχε καταργήσει ουσιαστικά τις πρόνοιες της διάσκεψης του Λονδίνου (1952, 1953) για τα γερμανικά χρέη.
Έχει την ηθική με το μέρος της, αλλά λόγω της ανισοκατανομής πολιτικής και οικονομικής ισχύος μεταξύ των δύο πλευρών, δεν είναι σε θέση, με την εξέλιξη που πήραν τα πράγματα μετά το 1990, να μεταφράσει το ηθικό πλεονέκτημα σε πολιτικό πλεονέκτημα. Τουλάχιστον όμως ας μην το ευτελίσει σε μια εσωτερική πολεμική για το ποιος είναι ο καταλληλότερος να πείσει ή να υποχρεώσει τη Γερμανία να συμπεριφερθεί σαν να μην υπήρχε η συμφωνία «δύο-συν-τέσσερα».
Το παιχνίδι για την Ελλάδα, αλλά και για όλες τις άλλες χώρες που δικαιούνταν αποζημίωση για τα δεινά του ναζισμού, χάθηκε το 1990 χωρίς ελληνική υπαιτιότητα. Από αυτές μόνον δύο συνεχίζουν να ελπίζουν ότι θα πείσουν τη γερμανική πλευρά να ακυρώσει αυτοβούλως, λόγω της ηθικής πίεσης που αισθάνεται – και έχοντας τη γερμανική κοινή γνώμη σαφώς εναντίον της – το προνόμιο που κέρδισε με τη βοήθεια τρίτων το 1990 μέσω της συνθήκης για την επανένωση: η Ελλάδα και εσχάτως η Πολωνία. Έτσι η εκκρεμότητα συνεχίζεται, αλλά για λόγους που μάλλον λίγη σχέση έχουν με τους αρχικούς.