Τον Απρίλιο 1967 εκτελέστηκε πραξικόπημα στην Ελλάδα που εγκαθίδρυσε ένα αδίστακτο δικτατορικό καθεστώς και στις 15 Ιούλιου του 1974 εκτελέστηκε το εγκληματικό χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο που επικαλέστηκε η Τουρκία για να εισβάλει στις 20 Ιουλίου του 1974 και να καταλάβει πάνω από το ένα τρίτο της Κυπριακής Δημοκρατίας δημιουργώντας παράνομα τετελεσμένα τα οποία μισό αιώνα μετά συνεχίζονται. Τα γεγονότα του 1967 και του 1974 δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία αλλά αποτέλεσμα μεταπολεμικών παθογενειών. Ένα ερώτημα που τίθεται είναι: Έγιναν τα παθήματα μαθήματα;

Προϋπόθεση για να ισχύσει κάτι τέτοιο είναι να υπερισχύσουν συντριπτικά θέσεις όπως «ποτέ ξανά χουντικές και φασιστικές νοοτροπίες» που καμιά σχέση δεν έχουν με τον Ελληνικό πολιτισμό, «ποτέ ξανά εμφύλιες διαιρέσεις στην βάση ανυπόστατων εσχατολογικών δογμάτων», «ποτέ μεταμφιεσμένες χουντικές νοοτροπίες οποιουδήποτε είδους ή απόχρωσης», «ποτέ ξανά υποχείρια άλλων κρατών» και «πάντα εθνικές στρατηγικές με μοναδικό κριτήριο την εκπλήρωση των θεμιτών και νόμιμων εθνικών συμφερόντων».

Η εθνική στρατηγική για να καταστεί εφικτή και για να είναι αξιόπιστη απαιτεί ισχυρό κράτος με σμιλευμένη κοινωνική συνοχή στην βάση των πάμπλουτων διαχρονικών Ελληνικών εθνικών παραδόσεων της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Παραδόσεις που βρίσκονται στον αντίποδα της χούντας του 1967 και κάθε δεσποτικής ή ολιγαρχικής αντίληψης.

Για να μην ανατρέξουμε στην κλασική εποχή ή στις Πόλεις του Βυζαντίου, κανείς δεν έχει παρά να διαβάσει τον Ρήγα Βελεστινλή και τα ψηφίσματα των Εθνοσυνελεύσεων της Εθνεγερσίας για να αντιληφθεί ότι η δημοκρατία και ελευθερία διαχρονικά νοούμενη σημαίνουν ενεργή συμμετοχή των μελών της κοινωνίας στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται κοινωνικοπολιτικό προσανατολισμό εντός του οποίου οι πολίτες θα καθίστανται ολοένα και περισσότερο εντολείς της εκάστοτε εντολοδόχου και ανακλητής εξουσίας.

Εάν έτσι ήμασταν προσανατολισμένοι τους δύο τελευταίους αιώνες –και τονίζεται ότι οι συντελεστές της Εθνεγερσίας αυτό αξίωσαν–, θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να υπάρξουν πραξικοπήματα, αρπαγή της εξουσίας από δικτάτορες, μεταμφίεση ολιγαρχικών νοοτροπιών με δημοκρατικούς μανδύες και αυτοκτονικές αποφάσεις που πλήττουν εκατομμύρια ομοεθνών εκτός συνόρων ή κατευναστικές αντιλήψεις που αναιρούν την εκπλήρωση των προνοιών των διεθνών Συμβάσεων και του διεθνούς δικαίου όσον αφορά την οριοθέτηση της κρατικής κυριαρχίας.

Σε παρόντα χρόνο κρίνεται η ακεραιότητα της εθνικής Επικράτειας που προβλέπει το διεθνές δίκαιο και η ασφάλεια εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της Κύπρου. Τα αποτελέσματα εξαρτώνται από την ύπαρξη αξιόπιστης και αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής και όπως πάντα ισχύει το δικαστήριο των εθνών είναι η ιστορία.

Μπορούμε για παράδειγμα να συζητούμε όσο θέλουμε για το τι έγινε το 1922 αλλά τα αποτελέσματα των λαθών μας είναι ανεπίστροφα καθότι τα σύνορα ορίστηκαν με νέες Συνθήκες. Σε παρόντα χρόνο κινδυνεύουμε να έχουμε το ίδιο καταστροφικό ιστορικό αποτέλεσμα όσον αφορά την έκταση της Επικράτειας που προβλέπει το διεθνές δίκαιο για την κυριαρχία της Ελλάδας στην θάλασσα και για τα παράνομα τετελεσμένα στην Κύπρο.

Για να σταθούμε στην Κυπριακή Δημοκρατία, το εγκληματικό χουντικό πραξικόπημα του 1974 και η παράνομη Τουρκική εισβολή δημιούργησε θανάσιμους κινδύνους για εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες. Το ζήτημα είναι ανοικτό και νέα φρικτά λάθη θα είναι βαθύτατων προεκτάσεων.

Ως προς αυτό, υπογραμμίζεται ότι έκτοτε όλα ανεξαιρέτως τα προτεινόμενα σχέδια «λύσης» που η Ελληνική πλευρά δέχεται να «διαπραγματεύεται» με το πιστόλι των παράνομων τετελεσμένων στον κρόταφο, όχι μόνο παραβιάζουν τις αποφάσεις του ΣΑ του 1974, του1975 και του 1983 και τον Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ (ιδιαίτερα το άρθρο 2 του Κεφ. Ι του Χάρτη), αλλά επιπλέον οδηγούν σε μια μεγάλη και ανεπίστροφη στρατηγική παγίδευση του Ελλαδικού κράτους και των Ελλήνων της Κύπρου.

Εθνική στρατηγική σημαίνει κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένα και ιεραρχημένα εθνικά συμφέροντα συμπεριλαμβανομένων απαραβίαστων κόκκινων γραμμών που εκπληρώνουν την εφαρμογή των προνοιών των Συμβάσεων και του διεθνούς δικαίου για την εθνική Επικράτεια (για την τυπολογία και ιεραρχία των εθνικών συμφερόντων κάθε κράτους βλ. πίνακα που τα συνοψίζει σε προγενέστερη παρέμβαση εδώ).

Εν τέλει, για όλα τα βιώσιμα κράτη η εθνική ασφάλεια που αφορά την Επικράτειά τους όπως ορίζεται από τις Συνθήκες και η εν γένει εθνική ασφάλεια απαιτούν κόκκινες και απαραβίαστες γραμμές. Τι ισχύει για παράδειγμα προσάρτηση των κατεχομένων στην Κύπρο και τι ισχύει για το απόλυτο μονομερές δικαίωμα για Αιγιαλίτιδα ζώνη 12 μιλίων.

Μια εθνική στρατηγική απαιτεί, επίσης, συμμετοχές σε διεθνείς θεσμούς που δεν εντάσσονται στην λογική του «ανήκουμε» αλλά στην λογική συναλλαγών μεταξύ κυρίαρχων και ισότιμων κρατών που εκπληρώνουν τα εθνικά συμφέροντα όπως ορίζονται κοινωνικοπολιτικά από τα ίδια τα μέλη της κοινωνίας. Αυτά δεν εκπληρώνονται εάν επαναπαυθούμε σε περιοδικές εκλογές πανομοιότυπων κομματικών εξουσιών που αθετούν τις προεκλογικές υποσχέσεις, ενώ νέες εκλογές μετά από πολλά χρόνια ουσιαστικά δεν οδηγούν σε υιοθέτηση της βούλησης της πλειοψηφίας των μελών της κοινωνίας.

Ο διαχρονικός Ελληνικός πολιτισμός, υπογραμμίζεται, ενώ είναι αντίθετος με κάθε φασιστική και δεσποτική παραδοχή, σημαίνει δημοκρατία, πολιτική ελευθερία, εθνική ανεξαρτησία και πολίτες που με ουσιαστικό και απτό τρόπο είναι οι πολιτικοί εντολείς της εντολοδόχου εξουσίας. Προστίθεται εμφαντικά ότι κάθε εμφύλια διαίρεση ή διένεξη είναι θανατηφόρων προεκτάσεων και συνήθως υποκινείται από ξένα συμφέροντα. Απαιτείται να ισχύει το δόγμα: Ποτέ ξανά εμφύλιος!

Υπό το πιο πάνω πρίσμα η χούντα του 1967 και το πραξικόπημα του 1974 ήταν παθογένειες της μεταπολεμικής / μετα-εμφυλιακής ιστορικής φάσης που απαιτείται να απαντηθεί εάν θεραπεύτηκαν. Εάν η απάντηση είναι ότι καταμαρτυρούμενα εν πολλοίς δεν θεραπεύτηκαν, απαιτείται προβληματισμός για το δέον γενέσθαι με τρόπο που δεν διαιρεί την κοινωνία και το κράτος.

Ερωτάται, για παράδειγμα:

Πρώτον, πόσο έχουμε απομακρυνθεί από ανυπόστατα εμφυλιακά ιδεολογικά δόγματα που μειώνουν την σημασία του κράτους και της εθνικής ανεξαρτησίας, που διαιρούν την κοινωνία και που προσφέρουν ευκαιρίες σε άλλα κράτη να βλάψουν το Ελληνικό κράτος και τα συμφέροντά του.

Δεύτερον, πόσο αντλήσαμε από την κλασική και Βυζαντινή δημοκρατική παράδοση που αναβίωσε με την Εθνεγερσία, τον Ρήγα και τα ψηφίσματα των Εθνοσυνελεύσεων τα οποία ιεραρχούσαν στην υψηλότερη δυνατή βαθμίδα το έθνος, την δημοκρατία, την ελευθερία και την εθνική ανεξαρτησία; Πόσο και πόσοι έχουν γνώση και επίγνωση ότι επί χιλιετίες εντός των πόλεων –ακόμη και εντός των κοινών επί τουρκοκρατίας–, αποτελούσε θέσφατο οι πολίτες να είναι εντολείς και η εξουσία εντολοδόχος και ανακλητή;

Τρίτον, πόσο κατανοήσαμε και ερμηνεύσαμε τις παθογένειες που οδήγησαν στις διαιρέσεις της περιόδου 1945-1967 και ιδιαίτερα της δεκαετίας του 1960 με αποτέλεσμα την κατάληψη της εξουσίας από φασιστικής νοοτροπίας σπιθαμιαίους δικτάτορες που σκέφτονταν, μιλούσαν και ενεργούσαν κατά των εθνικών συμφερόντων; Την ίδια στιγμή όπως ξέρουμε, με λαθραία εάν όχι και διεστραμμένα συνθήματα, οι δικτάτορες αυτοί καπηλεύονταν τον εθνικό πολιτισμό και την φιλοπατρία.

Τέταρτο, πόσο κατανοήσαμε ότι εν μέσω του αρχικού μεταπολιτευτικού χάους τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974 δεν υπήρξε στοιχειώδης έστω αντιμετώπιση της κρίσης από τους διάδοχους κατόχους της κρατικής εξουσίας με αποτέλεσμα έκτοτε το ένα δέκατο του Ελληνισμού όχι μόνο να καταστεί στρατιωτικά όμηρος της Τουρκίας αλλά όπως ήδη αναφέρθηκε να διολισθήσουμε σε απίστευτα ρηχές θέσεις για «λύσεις» που νομιμοποιούν τα τετελεσμένα τα οποία νομοτελειακά σημαίνουν στρατηγική παγίδευση τόσο το Ελλαδικό κράτος όσο και τον Ελληνισμό της Κύπρου.

Στην Κυπριακή Δημοκρατία, υπενθυμίζεται, το 82% του πληθυσμού είναι Έλληνες ενώ η Κύπρος αποτελεί το σημαντικότερο γεωπολιτικό σημείο του πλανήτη. Έλεγχός της και επικυριαρχία της Άγκυρας στο θνησιγενές κρατίδιο για το οποίο η Ελληνική πλευρά δέχεται να συζητά θα οδηγήσει σε πλήρη κατάληψη της Μεγαλονήσου και θα εκτινάξει στρατηγικά την Τουρκία και τις αναθεωρητικές της αξιώσεις.

Ολοκληρώνοντας, όσον αφορά τις συμφορές που υπέστησαν οι νεοέλληνες τις δεκαετίες του 1960 και 1970, και όπως έχουμε υποστηρίξει εκτενέστερα σε προγενέστερη παρέμβαση εδώ, εν μέσω καταιγιστικών στρατηγικών εξελίξεων είναι αναγκαίο να υπάρξει ριζική αναθεώρηση των εθνικών προσανατολισμών.

Κυρίως όσον αφορά την «απέραντη τουρκική απειλή» και τις προσεγγίσεις συμμετοχής στους διεθνείς θεσμούς και στις συμμαχίες στους οποίους η Ελλάδα είναι ενταγμένη ως ισότιμο και κυρίαρχο κράτος. Αυτό το γεγονός προσφέρει την δυνατότητα όπως και σε όλα τα άλλα κράτη-μέλη να διεξάγουν συναλλαγές με όρους εθνικών συμφερόντων και να επιδιώκουν ισόρροπες, συμμετρικές και ευνοϊκές για αυτά σχέσεις.

Κάτι τέτοιο απαιτεί να σκεφτούμε και να προβληματιστούμε, επαναλαμβάνεται και τονίζεται, για τα λάθη και τα ελλείμματα της μεταπολεμικής περιόδου των οποίων η χούντα και το πραξικόπημα στην Κύπρο ήταν μοιραία συνέπεια. Να προβληματιστούμε για τον άχαρο και άσκοπο εμφύλιο πόλεμο και για τις ιδεολογικές διαιρέσεις που επηρέασαν και τις κομματικές διαιρέσεις, και για τους εν γένει βαθύτερους λόγους που έφεραν την χούντα του 1967 και το πραξικόπημα του 1974. Επίσης, για την διαιώνιση εμφύλιων νοοτροπιών και διαιρέσεων ακόμη και μετά το 1974 και για τον πιθηκισμό ξένων παρακμιακών παραδοχών που προκαλεί παράκαμψη του πάμπλουτου διαχρονικού Ελληνικού πολιτισμού οι σημαίες του οποίου γράφουν Δημοκρατία και η Ελευθερία.

Διευκρινίζεται ότι αυτά γράφοντας θεωρείται ουτοπικό να ισχυριστεί κανείς ότι γίνονται θαύματα και ότι ένας νέος προσανατολισμός επιτυγχάνεται ακαριαία και εύκολα. Όμως τα χρονικά περιθώρια εξαντλήθηκαν και είναι επείγον να αρχίσει μια σοβαρή συζήτηση σε όλα τα επίπεδα για τα αίτια των παθογενειών. Για τις προϋποθέσεις επίσης ενός νέου κοσμοθεωρητικού και στρατηγικού προσανατολισμού που σταδιακά αλλά σταθερά θα αναβαθμίζει τον ρόλο της κοινωνίας και θα αναιρεί τα αίτια που στον παρελθόν προκάλεσαν αβάστακτες εθνικές συμφορές.

Στεκόμαστε μόνο σε άμεσα και σοβαρά ζητήματα που αφορούν την εκπλήρωση των προνοιών των Συνθηκών που ορίζουν το διεθνές δίκαιο της θάλασσας (Αιγιαλίτιδα, υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ) και την αποτελεσματική προέκταση της εθνικής αποτρεπτικής στρατηγικής στην Κυπριακή Δημοκρατία για την οποία πέραν της Ελληνικής παρουσίας στην Μεγαλόνησο το Ελληνικό κράτος είναι εγγυήτρια δύναμη.

Ως προς αυτά και πολλά άλλα σε κάθε βιώσιμο κράτος ισχύει η γνωστή θέση του κορυφαίου Αμερικανού διεθνολόγου Hans Morgenthau: «Βιώσιμο είναι το κράτος όταν διαθέτει επαρκή ισχύ (και στρατηγική) εκπλήρωσης των προνοιών του διεθνούς δικαίου για την Επικράτειά του». Αφορά τόσο την εκπλήρωση των προνοιών των Συνθηκών για τις προαναφερθείσες θαλάσσιες ζώνες όσο και την αναίρεση των τετελεσμένων εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Για την Κύπρο έχουν τελείως λησμονηθεί οι Υψηλές Αρχές του Διεθνούς Δικαίου του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ και οι αποφάσεις του ΣΑ που ρητά ζητούσαν να τερματιστεί κάθε παρανομία και να διασφαλιστεί η ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κοντολογίς, οι προτάσεις στο τραπέζι είναι παράνομες επειδή αντιβαίνουν στον Χάρτη του ΟΗΕ και τις υψηλές αρχές του διεθνούς δικαίου και ο ΓΓ του ΟΗΕ ως εντολοδόχος των μελών όφειλε να σταθεί στην διεθνή νομιμότητα και η Ελλάδα να απαιτήσει κάτι τέτοιο. Αυτονόητα και με κάθε κριτήριο, είναι αδιανόητη η άμεση ή έμμεση αναγνώριση παλαιών ή νέων παράνομων τετελεσμένων στο Αιγαίο ή στην Κύπρο.

Πρώτον, επειδή η στρατηγική των κρατών είναι βασικά η χρήση των μέσων που διαθέτει για την εκπλήρωση των εθνικών συμφερόντων απαιτούνται ρητές και σαφείς θέσεις για τα ιεραρχημένα εθνικά συμφέροντα που σε κάθε περίπτωση για την Ελλάδα είναι συμβατά με τις πρόνοιες των Συνθηκών και του διεθνούς δικαίου κάτι που νομιμοποιεί στρατηγικές προσεγγίσεις αδιαπραγμάτευτης εκπλήρωσής τους.

Δεύτερον, απαιτούνται άρτια κρατικά επιτελεία κρατικών λειτουργών απαλλαγμένων κομματικών στελεχών ή περιφερόμενων ιδιωτών ούτως ώστε να καθίσταται εφικτός ο σχεδιασμός και η χάραξη εναλλακτικών στρατηγικών σχεδίων και εναλλακτικών αποφάσεων από τις οποίες η εκάστοτε πολιτική ηγεσία μπορεί να επιλέγει την βέλτιστη ανάλογα και αντίστοιχα με τα δεδομένα κάθε στιγμής και κάθε συγκυρίας.

Τρίτον, απαιτείται στρατηγική κουλτούρα. Μεταξύ άλλων, κυριαρχία σοβαρών αναλύσεων και εκτιμήσεων ανάλογα με τον χαρακτήρα, την φυσιογνωμία και την εξέλιξη του διεθνούς συστήματος.

Τέταρτον, απαιτείται γνώση της διπλωματίας και της στρατηγικής των ηγεμονικών δυνάμεων και το πώς εξελίσσεται η ηγεμονική διαπάλη μετά τον πόλεμο της Ουκρανίας.

Αυτό είναι ίσως το κρισιμότερο ζήτημα και η σωστή γνώση αναγκαία προϋπόθεση ύπαρξης εθνικής στρατηγικής. Πρωτίστως το γεγονός ότι τα ηγεμονικά κράτη δεν έχουν φίλους και εχθρούς και ότι οι αποφάσεις αφορούν:

1) την ικανότητα των περιφερειακών κρατών να αποτρέπουν τις εναντίον τους απειλές

2) την ικανότητά τους να έχουν αυτοδύναμη στρατηγική παρουσία και εποπτεία στην περιφέρεια που ανήκουν και

3) την ικανότητά τους να κάνουν συναλλαγές μαζί τους με σκοπό ισόρροπες και συμμετρικές σχέσεις.

Η ιστορική εμπειρία διδάσκει πως εάν αυτά δεν ισχύουν οδηγούνται στην κλίνη του Προκρούστη των στρατηγικών παιγνίων.





ΠΗΓΗ