Με την ψήφιση του σχεδίου νόμου της Υπουργού Παιδείας την Πέμπτη 11/2/2021, θα κλείσω αυτή τη σειρά άρθρων με μία αναφορά σε εκείνο το μέρος του που προκάλεσε τις περισσότερες αντιδράσεις: αυτό της ασφάλειας και προστασίας της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της αναβάθμισης του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος με τα όσα ορίζονται περί πειθαρχικού δικαίου φοιτητών.
Θα ξεκινήσω με τρεις θλιβερές διαπιστώσεις:
-
Στα ελληνικά πανεπιστήμια περισσεύει το θράσος μερικών -ελαχίστων ευτυχώς και ισχνών- μειοψηφιών, οι οποίες, ωστόσο, πρωταγωνιστούν στην καθημερινότητά μας με καταλήψεις πανεπιστημιακών χώρων, διάλυση μαθημάτων και συνελεύσεων οργάνων των ΑΕΙ, αναγραφή συνθημάτων στους τοίχους, εκφοβισμούς και βανδαλισμούς.
-
Είναι επίσης έκδηλος ο φόβος σε μερίδα των πανεπιστημιακών, κυρίως αυτών που αναλαμβάνουν θέσεις ευθύνης ή ασκούν εξουσία στα ΑΕΙ. Τα περιστατικά επιθέσεων κατά πανεπιστημιακών που κατά καιρούς γίνονται γνωστά μέσω του τύπου είναι ένα ελάχιστο μέρος των όσων συμβαίνουν στα ιδρύματα.
-
Το ότι για το Υπουργείο Παιδείας η «αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος» σημαίνει την ψήφιση δεκατριών (13) άρθρων που αφορούν αποκλειστικά στα πειθαρχικά παραπτώματα των φοιτητών και στην αντιμετώπισή τους, είναι αποκαλυπτικό της στρεβλής εικόνας που δημιουργούν στους κυβερνώντες (σε αμφότερες πλευρές του πολιτικού φάσματος) οι ιδεολογικές εμμονές τους και της ένδειας εφικτών λύσεων για τα μεγάλα σύγχρονα προβλήματα.
Ποιοι ακριβώς είναι υπεύθυνοι και τι φταίει για την κατάσταση αυτή;
Έχει εμπεδωθεί πλέον στη συνείδηση της κοινωνίας πως σημαντικό μερίδιο της ευθύνης έχει η κοινότητα των πανεπιστημιακών δασκάλων. Κατά τη γνώμη μου, ορθώς.
Όταν χρόνια τώρα υφιστάμεθα ή ανεχόμαστε τους ταπεινωτικούς εξευτελισμούς μας χωρίς να ορθώνουμε ανάστημα, όταν έχουμε συμβιβαστεί με τον φόβο και με την άποψη ότι τίποτα δεν θα αλλάξει στο ελληνικό πανεπιστήμιο, όταν δεν αντιστεκόμαστε στις αυθαιρεσίες των μειοψηφιών αλλά και των κυβερνήσεων που διαχρονικά έρχονται να «ρυθμίσουν» ή να «μεταρρυθμίσουν» την ανώτατη εκπαίδευση, όταν μάλιστα ορισμένοι εξ ημών -ευτυχώς ελάχιστοι- «αξιοποιούν» τους τραμπούκους για την επικράτησή τους σε εκλογές ή για να διοικούν χωρίς ουσιαστικό έλεγχο, είναι προφανείς οι ευθύνες μας.
Οι ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις στα παραπάνω δεν αναιρούν τον κανόνα και δεν μας τιμούν ως «δασκάλους» πρωτίστως και ως Πρυτάνεις, Κοσμήτορες, Προέδρους δευτερευόντως.
Αναζητώντας ευθύνες, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε αυτές των κομμάτων και των νεολαιών τους, ειδικά δε των φοιτητικών βραχιόνων τους.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι φοιτητικοί αγώνες θεωρούνται πεδίο άσκησης των αυριανών κομματικών στελεχών, οι «εκπρόσωποι» των φοιτητών συχνά λειτουργούν σαν να είναι οι απόλυτοι άρχοντες των ιδρυμάτων αντιμετωπίζοντας τους πανεπιστημιακούς και τους συμφοιτητές τους με ακραία υποτίμηση και χυδαιότητα, επιβάλλουν τη θέλησή τους με τάχα «αποφάσεις συλλογικών οργάνων» στα οποία συμμετέχει απειροελάχιστο ποσοστό των ενεργών φοιτητών και οι οποίες είναι σαφώς προσχεδιασμένες από τα κομματικά τους γραφεία.
Αξίζει τον κόπο να επιχειρήσετε να παρακολουθήσετε μια τέτοια συνέλευση. Αν αντέξετε την ατμόσφαιρα που δημιουργούν τα τερτίπια των εκκολαπτόμενων αυριανών πολιτικών στελεχών, η ξύλινη αγωνιστική γλώσσα, η μισαλλοδοξία και … τα τσιγάρα τους, τότε θα καταλάβετε γιατί πολλοί πιστεύουν ότι δεν υπάρχει σωτηρία.
Πρόκειται για μια κατάσταση που συντηρείται χρόνια τώρα, σε ένα θέατρο στο οποίο έχουν εξευτελίσει και την κατεξοχήν δημοκρατική διαδικασία: αυτή των φοιτητικών εκλογών.
Μέσα σε αυτή την ανθρωπογεωγραφία έχουν εδώ και πολλά χρόνια παρεισφρήσει και ακραία, «ανένταχτα» στοιχεία «αναρχικών» και λοιπών τραμπούκων, οι οποίοι καταλαμβάνουν χώρους για να δημιουργήσουν «στέκια», διακινούν ναρκωτικά, εκφοβίζουν και προκαλούν τις περισσότερες ζημιές.
Αν και νομίζω ότι κανείς δεν θα αμφισβητήσει τις ευθύνες των πανεπιστημιακών και αυτές των κομμάτων, των νεολαιών τους και των τραμπούκων, δεν γνωρίζω πόσοι θα συμφωνήσετε μαζί μου στις ευθύνες που έχει η κοινωνία συνολικά και ο καθένας μας προσωπικά.
Υπηρετούμε χρόνια στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, πολλοί από εμάς ως «ειδικοί» στη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ωστόσο απορούμε πώς μαζεύτηκε τόσο μίσος σε μεγάλη μερίδα των νέων παιδιών.
Μίσος απέναντι στους δασκάλους τους, στα κτήρια και τις υποδομές, σε όποιον τολμήσει να αμφισβητήσει τις «αλήθειες» τους και την ιδεολογία τους… Νέοι άνθρωποι που έρχονται στο Πανεπιστήμιο χωρίς να γνωρίζουν να ακούνε αλλά και με καμία διάθεση να το μάθουν, επιδεικνύοντας ακραία ασέβεια στην αντίθετη άποψη.
Από την άλλη, η συντριπτικά μεγαλύτερη μερίδα των φοιτητών μας έρχεται ευνουχισμένη: δεν αντιδρά δημοκρατικά στον αυταρχισμό μερίδας των πανεπιστημιακών και στους τραμπουκισμούς των συνομηλίκων τους, δεν διεκδικεί ειρηνικά αλλά ταυτόχρονα με σταθερότητα καλύτερες συνθήκες ζωής στα πανεπιστήμια, καλύτερη παιδεία.
Το μόνο όπλο στο οποίο καταφεύγουν όλοι πλέον είναι να κλείνουν τα πανεπιστήμια, λύση που βολεύει σχεδόν όλους -φοιτητές, διδάσκοντες και το «σύστημα»- και πονά ελάχιστους: όσους πιστεύουμε ακόμη ότι το πανεπιστήμιο έχει κάποιον ουσιαστικό ρόλο να επιτελέσει στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Τι από τα παραπάνω θα αναβαθμίσει ο Νόμος Κεραμέως;
Ειλικρινά, εύχομαι να διαψευστώ, αλλά η άποψή μου είναι πως τίποτα δεν θα αλλάξει προς το καλύτερο, διότι οι «λύσεις» του Νόμου είναι αποσπασματικές, ανεδαφικές και ανεφάρμοστες.
Καταρχάς, πειθαρχικό δίκαιο που αναφέρεται μόνο σε μερίδα της κοινότητάς μας είναι άδικο: γιατί το Υπουργείο αγνόησε τις αμαρτίες των πανεπιστημιακών δασκάλων και των διοικητικών υπαλλήλων;
Γιατί τα πανεπιστήμια αδρανούν επιδεικτικά και εξοργιστικά και δεν συντάσσουν κανονισμούς λειτουργίας, οι οποίοι ασφαλώς πρέπει να περιέχουν και πειθαρχικές διαδικασίες, εναρμονισμένες ωστόσο στη λογική του πανεπιστημίου;
Η παρουσία ενός αστυνομικού σώματος στα ιδρύματα θα βρει αντίθετους ακόμη και πολλούς από εμάς που θεωρούμε ότι η κατάσταση έχει ξεπεράσει προ καιρού τα όρια της ανοχής μας. Για ποιο λόγο;
Διότι εκτιμούμε ότι η αναστάτωση που θα προκληθεί και οι πληγές που θα ανοίξουν είναι δυσανάλογα περισσότερες από το όποιο όφελος αναμένεται.
Μας προβληματίζουν τα θέματα της εκπαίδευσης και της επάρκειας των νέων που θα προσληφθούν για να υπηρετήσουν ως αστυνομικοί στα ιδρύματα, πώς θα αντιδράσουν όταν βρεθούν αντιμέτωποι με συνομήλικούς τους που θα τους υποδεχτούν με μίσος.
Η κυβέρνηση μας καθησυχάζει διαβεβαιώνοντας ότι θα είναι άοπλοι, αλλά πόσο ήσυχοι θα αισθάνονται οι ίδιοι εν μέσω των «ταγμάτων εφόδου», όπως τα αποκάλεσε ο πρωθυπουργός;
Μας ανησυχεί ακόμη περισσότερο ότι η αστυνομία θα εισέλθει στα ιδρύματα χωρίς να έχει εξασφαλιστεί η συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων του κοινοβουλίου: όταν η αξιωματική αντιπολίτευση διακηρύσσει ότι θα καταργήσει τον Νόμο όταν επανέλθει στην εξουσία, δεν καταλαβαίνει κανείς ότι τα πανεπιστήμια θα μπουν σε μια αφάνταστη δοκιμασία, ενώ τα κόμματα και η κοινωνία θα παίξουν τον ρόλο του θεατή; Πώς θα επουλωθούν μετά οι πληγές που θα ανοίξουν;
Θα προλάβω το αυθόρμητο ερώτημα των καλόπιστων αλλά και των κακόπιστων αναγνωστών: ωραίες οι διαπιστώσεις, αλλά έχετε να κάνετε και κάποιες προτάσεις;
Πρόκειται για ένα ερώτημα που απευθύνει ρητορικά και η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας.
Καταρχάς, οφείλω να πω ότι θεωρώ πως ο σχολιαστής μιας πραγματικότητας δεν οφείλει απαραιτήτως να προτείνει και λύσεις. Ο ρόλος του σχολιαστή είναι πρωτίστως να συμβάλει στην αλλαγή της νοητικής αναπαράστασης που έχουμε για το πρόβλημα.
Συχνά, τα περισσότερα άλυτα προβλήματα παραμένουν άλυτα λόγω της νοητικής μας ακαμψίας: αδυνατούμε να τα λύσουμε επειδή δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο τα «βλέπουμε».
Για να μην θεωρηθεί ότι επιχειρώ με τα παραπάνω να αποφύγω τη διατύπωση προτάσεων, θα πω τα εξής:
Κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα της παραβατικότητας, της ασφάλειας και της προστασίας του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος είναι πρόβλημα του Πανεπιστημίου.
Αυτό οφείλει και μπορεί να το αντιμετωπίσει, με τη συνδρομή βεβαίως της Πολιτείας.
Αν ήμουν Υπουργός Παιδείας, θα απαιτούσα από τους Πρυτάνεις των ΑΕΙ να συντάξουν εντός ενός εύλογου αλλά συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας του ιδρύματός τους και θα καθιστούσα με νόμο υπόχρεους για την πλήρη εφαρμογή του τους ασκούντες εξουσία στα ιδρύματα (πρυτάνεις και συγκλήτους), στις σχολές και στα τμήματα (κοσμήτορες και προέδρους, αντίστοιχα, και συνελεύσεις).
Στις περιπτώσεις εκείνες που εντός των ιδρυμάτων επιτελούνται αξιόποινες πράξεις και διατυπώνεται το αίτημα από τις διοικήσεις για την επέμβαση της αστυνομίας, αυτή θα έχει το ελεύθερο να εισέλθει στο ίδρυμα και οφείλει να ανταποκρίνεται.
Είναι εξοργιστικό να ακούμε εδώ και μήνες να αναπαράγονται περιστατικά κατά τα οποία δεν κλήθηκε από τους πρυτάνεις η αστυνομία να δράσει, όταν είναι κοινό μυστικό πως είναι πολλαπλάσια τα περιστατικά κλήσης της αστυνομίας που δεν ικανοποιήθηκαν για λόγους που πρέπει να αναζητηθούν στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
Επιπλέον, στην περίπτωση τέλεσης αξιόποινων πράξεων ή καταστροφών της περιουσίας του ιδρύματος, την ευθύνη θα έχουν οι ασκούντες την εξουσία, εφόσον δεν έπραξαν όσα περνούσαν από το χέρι τους για την αντιμετώπιση, την ανακάλυψη και την τιμωρία των δραστών.
Τα μέσα που μας δίνει η σύγχρονη τεχνολογία (κάμερες, έλεγχος της εισόδου στα ιδρύματα, κ.λπ.) και προβλέπονται στον ψηφισθέντα πλέον Νόμο είναι χρήσιμα και θα πρέπει οπωσδήποτε να αξιοποιηθούν.
Χρειάζονται όμως ανθρώπους για να τα χειριστούν, να τα προστατεύσουν και να εγγυηθούν την ορθή λειτουργία τους. Χωρίς αύξηση της χρηματοδότησης με λογοδοσία δεν μπορεί να υπάρξει αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος.
Αναβάθμιση, τέλος, του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος δεν μπορεί να συμβεί χωρίς να ασχοληθούμε επιτέλους με τους ανθρώπους που συνιστούν την «πανεπιστημιακή κοινότητα».
Αλλά αυτό είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο που χρειάζεται άλλη σειρά άρθρων. Ίσως να βρω το κουράγιο να ασχοληθώ σύντομα και με αυτό.