Χρειάστηκαν μόνο 24 ώρες τον περασμένο μήνα για την κυβέρνηση της Ινδίας -τον δεύτερο μεγαλύτερο παραγωγό σιταριού στον κόσμο- να εγκαταλείψει τα σχέδιά της «να ταΐσει τον κόσμο».

Τον Απρίλιο, ο πρωθυπουργός της χώρας, Ναρέντρα Μόντι, είχε δηλώσει δημόσια ότι η πολυπληθέστερη δημοκρατία του κόσμου ήταν έτοιμη να καλύψει μέρος του κενού που άφησε η Ουκρανία στις παγκόσμιες αγορές σιτηρών, αυξάνοντας τις εξαγωγές σιταριού της, μετά από πέντε συνεχόμενες συγκομιδές ρεκόρ. Η Ινδία παραδοσιακά εξάγει μόνο μια μικρή ποσότητα σιταριού, διατηρώντας το μεγαλύτερο μέρος της σοδειάς της για εγχώρια κατανάλωση.

Στις 12 Μαΐου, το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας της Ινδίας είπε ότι ετοιμάζεται να στείλει αντιπροσωπείες σε εννέα χώρες για να εξάγουν ποσότητα-ρεκόρ 10 εκατομμυρίων τόνων σίτου αυτό το οικονομικό έτος.

Αλλά ένα μπαράζ ανησυχητικών δεδομένων τα άλλαξε όλα αυτά. Πρώτα ήρθε μια αναθεώρηση προς τα κάτω της εκτιμώμενης καλλιέργειας σιταριού στην Ινδία στις αρχές Μαΐου, καθώς ένας ξαφνικός καύσωνας έπληξε τη σοδειά.

Στη συνέχεια, τα στοιχεία έδειξαν ότι ο πληθωρισμός στη χώρα των 1,4 δισεκατομμυρίων κατοίκων είχε εκτιναχθεί σε υψηλό σχεδόν οκτώ ετών λόγω των υψηλότερων τιμών στα τρόφιμα και τα καύσιμα, απόρροια του πολέμου στην Ουκρανία.

Θορυβημένο από τον αυξανόμενο πληθωρισμό, ο οποίος είχε συμβάλει στην ανατροπή της προηγούμενης κυβέρνησης το 2014, το γραφείο του Μόντι έδωσε εντολή στο Υπουργείο Εμπορίου στις 13 Μαΐου να βάλει αμέσως «φρένο» στις εξαγωγές σιταριού.

«Αυτά (τα στοιχεία για τον πληθωρισμό) οδήγησαν την κυβέρνηση να εκδώσει εντολή τα μεσάνυχτα» επιβάλλοντας απαγόρευση στις εξαγωγές σιταριού, σύμφωνα με πηγές.

Η είδηση ​​της απαγόρευσης από την Ινδία, η οποία είναι ο μόνος σημαντικός εξαγωγέας σιταριού την συγκεκριμένη εποχή του χρόνου, οδήγησε τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης σιταριού σε αύξηση 6% μετά το άνοιγμα των αγορών την επόμενη ημέρα.

Η Ινδία είναι μία από τις τουλάχιστον 19 χώρες που έχουν εισαγάγει περιορισμούς στις εξαγωγές τροφίμων μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, που έχει οδηγήσει τις τιμές στα ύψη, παρεμποδίζοντας τις διεθνείς εμπορικές ροές για πολλά γεωργικά προϊόντα και πυροδοτώντας βίαιες διαμαρτυρίες σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες.

Από το Δελχί έως την Κουάλα Λουμπούρ και από το Μπουένος Άιρες μέχρι το Βελιγράδι, οι κυβερνήσεις έχουν επιβάλει περιορισμούς, σε μια εποχή που η οικονομική ζημιά από την πανδημία της COVID-19, σε συνδυασμό με παράγοντες όπως τα ακραία καιρικά φαινόμενα και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, είχαν ήδη οδηγήσει την πείνα σε όλο τον κόσμο σε πρωτοφανή επίπεδα.

Το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ ανέφερε τον Απρίλιο ότι ο αριθμός των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν οξεία επισιτιστική ανασφάλεια – αδυναμία να καταναλώσουν επαρκή τρόφιμα που θέτει σε κίνδυνο τη ζωή ή τη διαβίωση – είχε ήδη υπερδιπλασιαστεί από το 2019 σε 276 εκατομμύρια ανθρώπους (στις 81 χώρες που λειτουργεί) πριν ξεκινήσει η σύγκρουση στην Ουκρανία.

Ο πόλεμος, που διέκοψε τις εξαγωγές από τη Ρωσία και την Ουκρανία, προβλεπόταν να αυξήσει αυτόν τον αριθμό κατά τουλάχιστον 33 εκατομμύρια, κυρίως στην υποσαχάρια Αφρική.

Σύμφωνα με τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, τα μέλη μπορούν να επιβάλλουν απαγορεύσεις ή περιορισμούς εξαγωγών τροφίμων ή άλλων προϊόντων εάν είναι προσωρινές και απαραίτητες για την αντιμετώπιση «κρίσιμων ελλείψεων».

Ωστόσο, οι περιορισμοί των εξαγωγών απειλούν να επιδεινώσουν περαιτέρω την άνοδο των παγκόσμιων τιμών στα τρόφιμα.

James D. Morgan via Getty Images

Πολλοί οικονομολόγοι λένε ότι η τρέχουσα παγκόσμια επισιτιστική κρίση είναι ήδη πιο σοβαρή από την τελευταία που ταρακούνησε τον πλανήτη το 2008, η οποία πυροδοτήθηκε από παράγοντες όπως η ξηρασία, η παγκόσμια αύξηση του πληθυσμού, η υψηλότερη κατανάλωση κρέατος στις μεγάλες αναπτυσσόμενες οικονομίες και η αυξημένη χρήση των καλλιεργειών για την παραγωγή βιοκαυσίμων.

Οι ελλείψεις εκείνη την εποχή προκάλεσαν διαμαρτυρίες σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα στην Αφρική, όπου τα τρόφιμα αντιπροσωπεύουν ένα συγκριτικά υψηλό ποσοστό του προϋπολογισμού των νοικοκυριών.

Η Ουκρανία και η Ρωσία αντιπροσώπευαν συνολικά το 28% των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού, το 15% του καλαμποκιού και το 75% του ηλιελαίου την περίοδο 2020/21, σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ.

Οι παγκόσμιες τιμές των τροφίμων έχουν σταθεροποιηθεί σε υψηλά επίπεδα τους τελευταίους δύο μήνες, καθώς πλησιάζουν οι συγκομιδές. Ωστόσο, υπάρχουν ήδη κάποια ανησυχητικά σημάδια, όπως η ξηρασία στις Ηνωμένες Πολιτείες, που αναμένεται να μειώσουν το μέγεθος της καλλιέργειας χειμερινού σιταριού, ενώ στη Γαλλία οι καλλιέργειες σιταριού χτυπήθηκαν από χαλάζι, ισχυρούς ανέμους και καταρρακτώδεις βροχές αυτόν τον μήνα.

Ο ξηρός καιρός στην Αργεντινή -ο έκτος μεγαλύτερος εξαγωγέας σιταριού στον κόσμο- έχει μειώσει την καλλιέργειά του και επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τις προβλέψεις παραγωγής για την περίοδο 2022/23.

Επιπλέον, η διάθεση στα διεθνή φόρουμ, όπως το G20, είναι τώρα λιγότερο προς την κατεύθυνση της συνεργασίας μεταξύ των χωρών, μετά από χρόνια λαϊκισμού και αυξημένης έντασης ανάμεσα στους μεγάλους γεωπολιτικούς «παίκτες».

Ντόμινο περιορισμών

Ορισμένες χώρες είχαν ήδη ανακοινώσει περιορισμούς στις εξαγωγές πέρυσι, δεδομένης της στενότητας των παγκόσμιων προμηθειών τροφίμων. Αλλά το ντόμινο άρχισε πραγματικά να λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, με τις παγκόσμιες τιμές τόσο των δημητριακών όσο και των φυτικών ελαίων να εκτινάσσονται στα ύψη.

Τον Μάρτιο, η Αργεντινή αύξησε τους φόρους στις εξαγωγές σογιέλαιου και αλεύρων και επέβαλε πλαφόν στις νέες εξαγωγές σιταριού.

Η απαγόρευση των εξαγωγών σιταριού από την Ινδία ήρθε αφότου η Ινδονησία, η κορυφαία παραγωγός φοινικέλαιου στον κόσμο, είχε ήδη περιορίσει τις εξαγωγές του λαδιού που αποτελεί απαραίτητο συστατικό στο μαγείρεμα, από τις 28 Απριλίου, επικαλούμενη την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η χώρα θα έχει «άφθονες και οικονομικά προσιτές προμήθειες».

Η Ινδία είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας φοινικέλαιου στον κόσμο και η Ινδονησία είναι ένας από τους σημαντικότερους προμηθευτές της. Η Ινδονησία ήρε την απαγόρευσή της στις 20 Μαΐου.

Η Μαλαισία απαγόρευσε στις 23 Μαΐου τις εξαγωγές κοτόπουλων από τις αρχές αυτού του μήνα, λόγω της παγκόσμιας έλλειψης ζωοτροφών που επιδεινώθηκε από τη σύγκρουση στην Ουκρανία – που με τη σειρά της διέκοψε την παραγωγή πουλερικών και οδήγησε σε απότομη αύξηση των τιμών μιας από τις φθηνότερες πηγές πρωτεΐνης της χώρας.

Το κύμα περιορισμών στις εξαγωγές επηρεάζει ήδη σχεδόν το ένα πέμπτο των θερμίδων που διακινούνται παγκοσμίως – αυτός είναι σχεδόν διπλάσιος από τον αντίκτυπο της τελευταίας παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης του 2008, σύμφωνα με το International Food Policy Research Institute (IFPRI), μια δεξαμενή σκέψης με έδρα την Ουάσιγκτον που στοχεύει στη μείωση της φτώχειας στις αναπτυσσόμενες χώρες.

«Αυτά τα είδη μέτρων τείνουν να προκαλούν κάποια συμπεριφορά πανικού ή συσσώρευση τροφίμων από την πλευρά των αγοραστών…που επιταχύνει την άνοδο των τιμών», εξηγεί ο ερευνητής του IFPRI, Ντέιβιντ Λαμπόρντ Ντεμπουκέ.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση -η οποία περιλαμβάνει αρκετούς από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς τροφίμων στον κόσμο- προτρέπει τους εμπορικούς της εταίρους να μην εφαρμόζουν πολιτικές προστατευτισμού.

Διασφάλιση των εγχώριων προμηθειών

Ακόμη και πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, η κυβέρνηση της Αργεντινής, που αντιμετώπιζε εγχώριο πληθωρισμό πάνω από 60%, είχε λάβει μέτρα (στα τέλη του περασμένου έτους) για να ανακόψει την άνοδο των τιμών των τροφίμων. Στο πλαίσιο αυτό, έθεσε ανώτατα όρια στις εξαγωγές καλαμποκιού και σιταριού, ενισχύοντας παράλληλα μια προηγούμενη απαγόρευση αποστολών βοείου κρέατος.

Μετά την εισβολή της Ρωσίας, έλαβε πρόσθετα μέτρα, αυξάνοντας τους φόρους στις αποστολές επεξεργασμένου σογιέλαιου και αλεύρων.

Η Αργεντινή είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας λαδιού και αλεύρων σόγιας στον κόσμο, ο δεύτερος μεγαλύτερος παγκόσμιος προμηθευτής καλαμποκιού και βασικός εξαγωγέας σιταριού.

Πηγή από το υπουργείο Γεωργίας της Αργεντινής, είπε ότι η προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι να προστατεύσει τα τρόφιμα που απαιτούνται για την εγχώρια κατανάλωση.

James D. Morgan via Getty Images

Τα όρια εξαγωγών που καθορίστηκαν στα τέλη του 2021 βοήθησαν στην προστασία των εγχώριων εργοστασίων και των καταναλωτών από την άνοδο των διεθνών τιμών μετά τη σύγκρουση στην Ουκρανία, σύμφωνα με την ίδια πηγή.

Ωστόσο, παρά τα ανώτατα όρια εξαγωγών και τους πρόσθετους φόρους, η κυβέρνηση της χώρας δυσκολεύτηκε να περιορίσει τον παγιωμένο πληθωρισμό στις τιμές των τροφίμων, ο οποίος ήταν ήδη υψηλός πριν από τον πόλεμο.

Στη μητροπολιτική περιοχή του Μπουένος Άιρες, το κόστος του ψωμιού αυξήθηκε κατά 69% σε ένα χρόνο, του κρέατος 64% και των λαχανικών κατά 66%, αναγκάζοντας τους ανθρώπους να αλλάξουν τη διατροφή τους και να αναζητήσουν φθηνότερες προσφορές.





ΠΗΓΗ