Όχι στην εξομοίωση των αποδοχών των στρατιωτικών δικαστών με αυτές των τακτικών δικαστών, της πολιτικής, ποινικής και διοικητικής δικαιοσύνης, αν δεν ψηφιστεί ο προβλεπόμενος από το Σύνταγμα εκτελεστικός νόμος είπε με αμετάκλητη απόφασή του το Μισθοδικείο.

Ειδικότερα, το Μισθοδικείο με πρόεδρο την αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου και εισηγήτρια τη σύμβουλο Επικρατείας Όλγα Παπαδοπούλου, με την υπ΄ αριθμ. 2/2024 απόφασή του απέρριψε την αγωγή 35 δικαστών των Ενόπλων Δυνάμεων.

Όπως, αναφέρεται στην απόφαση του Μισθοδικείου, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, επιβάλλεται η ρύθμιση με νόμο εντός ευλόγου χρόνου από την έναρξη ισχύος της αναθεωρημένης συνταγματικής διάταξης του ειδικού μισθολογικού καθεστώτος των δικαστικών λειτουργών των Ενόπλων Δυνάμεων, ώστε να προβλέπονται ανάλογες προς το λειτούργημά τους αποδοχές.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, εφόσον στο Σύνταγμα δεν καθορίζεται ειδικώς ο χρόνος εντός του οποίου ο νομοθέτης υποχρεούται να εκδώσει τον εκτελεστό της νέας συνταγματικής διάταξης νόμο, ρυθμίζοντας τη βαθμολογική αντιστοιχία των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων, με τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς και το μισθολογικό καθεστώς τους, η πάροδος διετίας από την έναρξη ισχύος της αναθεωρημένης διάταξης, δεν επιβάλλει την καταβολή στους εν λόγω δικαστικούς λειτουργούς των αποδοχών που προβλέπονται για τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών δικαστηρίων, ούτε με άμεση εφαρμογή της αναθεωρημένης διάταξης, ούτε δυνάμει του άρθρου 105 εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα.

Πρέπει να σημειωθεί πάντως, ότι στην απόφαση αναφέρεται ότι το υπουργείο Εθνικής Άμυνας έχει αποστείλει τον Οκτώβριο του 2022 σχετικό έγγραφο στο δικαστήριο που βεβαιώνει ότι ήδη έχει ξεκινήσει η διαδικασία για την ψήφιση του προβλεπόμενου νέου εκτελεστικού της συνταγματικής διάταξης νόμου.

Και οι δικαστές υπογραμμίζουν ότι «είναι επιβεβλημένη η τάχιστη, χωρίς άλλη καθυστέρηση, ολοκλήρωση των ενεργειών με την ψήφιση του σχετικού νόμου», έτσι ώστε να επέλθει η μισθολογική εξομοίωση.

Σημειώνεται ότι, στο Μισθοδικείο είχαν προσφύγει 35 δικαστές των Ενόπλων Δυνάμεων (στρατοδίκες, ναυτοδίκες, αεροδίκες και αναθεωρητικοί δικαστές των τριών κλάδων) και ζητούσαν να υποχρεωθεί το Δημόσιο να τους καταβάλει τις διαφορές μεταξύ των αποδοχών που τους καταβλήθηκαν και των αποδοχών των δικαστών των πολιτικών κ.λπ. δικαστηρίων.

Και αυτό γιατί όπως υποστηρίζουν το Σύνταγμα επιτάσσει τη μισθολογική εξομοίωση των δικαστών των Ενόπλων Δυνάμεων με τους δικαστές των πολιτικών κ.λπ. δικαστηρίων.

Συγκεκριμένα, ζητούσαν την άμεση εφαρμογή του άρθρου 6 παράγραφος 5 του Συντάγματος «από τον επόμενο της δημοσίευσης της συνταγματικής αυτής διάταξης μήνα».

Παράλληλα, ζητούσαν να καταβληθεί στον καθένα το ποσό των 2.000 ευρώ προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν λόγω της αδράνειας του Δημοσίου να εξομοιώσει τις αποδοχές τους με αυτές των τακτικών δικαστών.

Τέλις, οι στρατοδίκες υποστήριξαν ότι «η παράλειψη του Δημοσίου να προβεί στην μισθολογική εξομοίωση των δικαστικών λειτουργών των Ενόπλων Δυνάμεων και των τακτικών δικαστών, είτε αμέσως με την ολοκλήρωση της αναθεώρησης, είτε πάντως με την πάροδο διετίας από το χρονικό αυτό σημείο, συνιστά παραβίαση της απορρέουσας από τα άρθρα 87, 88 και 96 του Συντάγματος υποχρέωσης για διασφάλιση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των στρατιωτικών δικαστών, καθώς και παραβίαση της κατά το άρθρου 4 του Συντάγματος της αρχής της ισότητας».





ΠΗΓΗ