Το άρθρο συνυπογράφουν οι Μανώλης Στυλιανάκης & Παναγιώτης Ανδριόπουλος
Το Mainz, μία γραφική πολίχνη στη σκιά της Φρανκφούρτης, έμελλε να εξελιχθεί στη παγκόσμια πρωτεύουσα του εμβολίου, με την BioNTech, την εταιρεία-αναδυόμενο γίγαντα στους τομείς των ανοσοθεραπειών και της φαρμακευτικής βιοτεχνολογίας που εδρεύει εκεί, να δρέπει πλουσιοπάροχα τα ρόδα της ανακάλυψης ενός πρωτοποριακού εμβολίου που στηρίζεται στην νεότευκτη και καινοτόμα τεχνολογία της mRNA πλατφόρμας και που κυριολεκτικά έσωσε τον πλανήτη από μία ζοφερή πανδημία.
Ένα δισεκατομμύριο ευρώ είδε η πόλη να εισρέει στα ταμεία του δήμου μετά την καταβολή φόρων και δημοτικών τελών, χτυπώντας κυριολεκτικά φλέβα χρυσού, το οποίο στη συνέχεια θα διοχετευθεί σε αποπληρωμή χρεών, σε φορολογικά κίνητρα για προσέλκυση επιπρόσθετων επενδύσεων παρόμοιου χαρακτήρα, καθώς επίσης και σε κοινωνικές δαπάνες. [1]
Το Mainz λοιπόν από μία άσημη και σχετικά φτωχή πόλη που χτυπήθηκε ιδιαζόντως από την πανδημία αναβαθμίστηκε και εξελίσσεται σε διεθνές κέντρο βιοτεχνολογίας και δίκτυο επιχειρηματικότητας, φιλοξενώντας εκτός από την BioNTech, και άλλες εταιρείες όπως η Merck, η Abbvie και η Novartis, ενώ παράλληλα υπάρχει έντονη ώσμωση μεταξύ των εταιριών με τον ομώνυμο πανεπιστήμιο της πόλης, το όποιο μάλιστα έχει ισχυρό όνομα στον τομέα της ανοσολογίας, συνθέτοντας έτσι ένα αρμονικό και αειθαλές περιβάλλον καινοτομίας.
Η σχέση τούτη είναι αμφίπλευρη, το μεν πανεπιστήμιο τροφοδοτεί το επιχειρηματικό οικοσύστημα με υψηλής ποιότητας επιστημονικό δυναμικό και ερευνητικές υποδομές, ενώ οι εταιρείες με κεφάλαια για χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων.
Γιατί όμως το Mainz και όχι μία ελληνική πόλη, όπως η Αθήνα, το Ηράκλειο ή η Λάρισα με τα αντίστοιχα πανεπιστήμιά τους; Εμείς δεν είμαστε άλλωστε που υπερηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα στον κόσμο; Εμείς δεν είμαστε αυτοί που λέμε χαριτολογώντας ότι όποια πέτρα κι αν σηκώσεις θα βρεις έναν Έλληνα;
Εμείς δεν είμαστε η χώρα που εξάγει γιατρούς και επιστήμονες στην υπόλοιπη Ευρώπη; Γιατί όμως οι πρωτιές αυτές δεν μεταφράζονται σε απτά παραδείγματα έμπρακτης πρωτοπορίας και καινοτομίας, στην Ελλάδα τουλάχιστον; Παρ’ ότι πολλά εν Ελλάδι ερευνητικά ινστιτούτα και τμήματα συνιστούν νησίδες δημιουργικότητας, μάς λείπει το «προζύμι» που «δένει» τα παραπάνω συστατικά σε ενιαίο οργανικό σύνολο, δηλαδή η νοοτροπία του επιχειρείν και το απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο για την άνθιση του εξαιτίας γνωστών πολιτικών και ιδεολογικών αγκυλώσεων που ξιφουλκούν εναντίον της επιχειρηματικότητας και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στα πανεπιστήμια.
Η υποχρηματοδότηση της έρευνας είναι ένα μεγάλο και ανυπέρβλητο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά πανεπιστήμια. Πολλά εργαστήρια, καίτοι δεν φείδονται μήτε σε μεράκι μήτε σε ιδέες, μαστίζονται όμως από χρόνιες αδυναμίες κάλυψης των υλικοτεχνικών αναγκών τους.
Το ανθρώπινο κεφάλαιο το έχουμε, ωστόσο δυστυχώς στερούμεθα το αναγκαίο χρηματοοικονομικό, καθώς όσο διάνοια κι αν είναι ο επιστήμονας, άμα δεν έχει λεφτά ούτε για αναλώσιμα δεν θα πάει μπροστά. Το οικονομικό κεφάλαιο συνιστά την αναγκαία συνθήκη για να δρομολογηθούν επιτυχίες.
Οι συμπράξεις με τους εταίρους μας στον ιδιωτικό τομέα θα μπορούσαν να αποβούν αμοιβαίως επωφελείς και καρποφόρες. Το πανεπιστήμιο θα βάζει την βασική ερευνητική υποδομή και το ανθρώπινο δυναμικό, και ο ιδιώτης το κεφάλαιο για χρηματοδότηση ερευνητικών προτάσεων πάνω στις οποίες θα δουλεύουν μεταπτυχιακοί και διδακτορικοί φοιτητές, και βεβαίως για την αναβάθμιση του εργαστηρίου μέσα από την αγορά σύγχρονου εξοπλισμού και μηχανημάτων και την κάλυψη των τρεχουσών λειτουργικών δαπανών που έχει ένα εργαστήριο (αναλώσιμα, αντιδραστήρια, assay kits κλπ)
Ένα «έξυπνο» κράτος, σε αγαστή συνεργασία και σε πνεύμα συναντίληψης με έναν ακμαιότατο ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα, μπορεί να διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο στην ενίσχυση ενός καίριου επιστημονικού και επιχειρηματικού εγχειρήματος όπως αυτός της έρευνας και ανακάλυψης φαρμάκων.
Το κράτος, έχοντας τα κλειδιά του «φορολογείν, ξοδεύειν και δανείζεσθαι», μπορεί να κινητοποιήσει και να κατευθύνει πόρους προς υποστηριξη τέτοιων εγχειρημάτων. Αντί να διογκώνει έναν νεοπλασιακό δημόσιο τομέα, μπορεί να τροφοδοτήσει φιλόδοξα σχέδια που θα μετατρέψουν την Ελλάδα στο φαρμακείο του πλανήτη σαν παγκόσμιο παραγωγό και εξαγωγέα φαρμάκων, ανταγωνιζόμενοι επάξια την Ινδία. Γι’ αυτό το λόγο η δημόσια (υπο)στήριξη του φαρμακευτικού κλάδου θα έπρεπε να έχει προτεραιότητα στον κρατικό προϋπολογισμό.
Το κράτος δηλαδή να προμοτάρει ποικιλοτρόπως το R&D, είτε παρέχοντας αφειδώς κίνητρα και διευκολύνσεις στις φαρμακευτικές εταιρίες ή ακόμα και άμεσα συνεισφέροντας ως μέτοχος στο κεφάλαιο για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων, όπως έπραξαν οι δυτικές κυβερνήσεις στο μεσοδιάστημα της πανδημίας. Αυτές οι ad hoc πρακτικές ίσως πρέπει να γίνουν οικονομική νόρμα στο γίγνεσθαι.
Την επόμενη φορά που θα ακούσουμε φράσεις όπως “δημόσιες επενδύσεις”, “δημοσιονομική επέκταση”, “ενίσχυση της απασχόλησης”, “κεϋνσιανή πολιτική”, ας έχουμε στα υπόψιν τον φαρμακευτικό κλάδο, την απασχόληση στα STEM, και τις επενδύσεις στο R&D.
Νομίζω πως ο κλάδος της φαρμακοβιομηχανίας προσιδιάζει στον κλάδο την αμυντικής βιομηχανίας, που οφείλει την ευρωστία του στα κρατικά συμβόλαια και στις εργολαβίες που τούς ανατίθενται από τις κυβερνήσεις, και ως εκ τούτου αποτελεί προνομιακό πεδίο ενεργού συμμετοχής του κράτους. H Pfizer πρέπει να γίνει η νέα Lockheed Martin, όσον αφορά τις οικονομικές σχέσεις της με τα κράτη!
Σε αντίθεση ωστόσο με τις στρατιωτικές δαπάνες που στοχεύουν στο γκρέμισμα και την καταστροφή, οι δαπάνες στο φαρμακευτικό R&D αποφέρουν θετικές εξωτερικότητες, δρώντας ως καταλύτης δομικού μετασχηματισμού της οικονομίας μας στα πρότυπα της οικονομίας των προϊόντων γνώσης που εκτινάσσουν το ΑΕΠ μιας χώρας, όπως είναι τα φάρμακα και δη τα next-generation υψηλής τεχνολογίας βιοφαρμακευτικά προϊόντα.
Από τη μία η ανάπτυξη νέων καινοτόμων φαρμάκων συνιστά επιχειρηματική δραστηριότητα υψηλού ρίσκου και εντάσεως κεφαλαίου, αλλά από την άλλη νομίζω πως οι επενδύσεις αυτού του τύπου έχουν υψηλό πολλαπλασιαστή όπως καταδεικνύει και το παράδειγμα της Γερμανίας με την BioNΤech, που είδε να εισρέουν στα δημόσια ταμεία της έσοδα τουλάχιστον 3 δισ. €, έχοντας μάλιστα συνεισφέρει από πριν στο επιστημονικό κόστος ανακάλυψης και ανάπτυξης του εμβολίου. [2]
Μερικά επιπρόσθετα προδραστικά μέτρα θα μπορούσαν να είναι η οριοθέτηση ειδικών οικονομικών ζωνών με την ίδρυση τεχνολογικών πάρκων πέριξ των πανεπιστημιουπόλεων που θα απολαμβάνουν έναν ιδιότυπο προνομιακό εξαιρετισμό, που θα συνοδεύεται από φορολογικά κίνητρα και απουσία κλασικών γραφειοκρατικών εμποδίων, υπερρυθμίσεων και λοιπών παρεμβατισμών στην αγορά, προκειμένου να καταστούν πόλος έλξης μεγάλων πολυεθνικών, για να έρθουν να ιδρύσουν εδώ ερευνητικές μονάδες και ινστιτούτα, και να υπάρξει έτσι ένα ρεύμα οικονομικής αναζωογόνησης που θα συνδράμει παράλληλα και στην αναχαίτιση του brain drain.
Ίσως ακόμη να συζητούσαμε και για ένα πιθανό pharmaco-QE από μέρους των κεντρικών τραπεζών ως ένα επιπρόσθετο κανάλι χρηματοδοτικής στήριξης προκειμένου να γίνει μία άμβλυνση του εγγενούς ρίσκου των μεγαλεπήβολων αυτών εγχειρημάτων και την προσέλκυση ενδιαφερόμενων επενδυτών, κατ’ αντιστοιχία με ανάλογες προτάσεις για green bonds ή green QE!!
Κομβικής σημασίας η αγορά των βιοομοειδών
Ειδικά τα βιοομοειδή νομίζω πως αποτελούν μία ιδιαίτερη κατηγορία όπου το κράτος μπορεί να εστιάσει το ενδιαφέρον του. Ας εξετάσουμε κατ’ αρχάς τι είναι το βιοομοειδές φάρμακο, ένας όρος άγνωστος στο ευρύ κοινό.
Σίγουρα όλοι μας έχουμε επισκεφθεί κατά καιρούς κάποιο φαρμακείο για να πάρουμε συνταγογραφούμενα φάρμακα και μπορεί να έχουμε αντιμετωπίσει δυσκολία να βρούμε το σκεύασμα που ψάχνουμε λόγω έλλειψης του στην αγορά. Αν έχουμε βρεθεί σε αυτή τη θέση θα μας έχει προταθεί από τον φαρμακοποιό να πάρουμε κάποιο φάρμακο άλλου παρασκευαστή,που καλείται γενόσημο, με ακριβώς την ίδια δραστική ουσία και διαπιστευμένη αποτελεσματικότητα από τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων. Κατ’ αναλογία τα βιολογικά φάρμακα έχουν αντίγραφα τους που ονομάζονται βιοομοειδή.
Ποια είναι όμως η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στα γενοσημα και τα βιοομοειδή; Μια πρωτότυπη και μια γενόσημη ασπιρίνη λόγω της δομικής τους απλότητας θα έχουν ολόιδιο αποτέλεσμα. Αντιθέτως, τα βιοομοειδή συνιστούν περίπλοκες βιοπολυμερικές κατασκευές με αξιοσημείωτη πολυπλοκότητα που μπορεί να αποδοθεί σε πολλούς παράγοντες, όπως οι χρησιμοποιούμενες κυτταρικές σειρές, τα διαφορετικά μοτίβα γλυκοζυλίωσης, η αναδίπλωση πρωτεϊνών κλπ, γεγονός που οδηγεί σε κάποια χημική/δομική διαφοροποίησή ανάμεσα σ’ αυτά και στο πρωτότυπο αναφοράς. [3]
O Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων έχει εγκρίνει πάνω από 50 βιοομοειδή σκευάσματα γεγονός που καθιστά την Ευρώπη την μεγαλύτερη αγορά βιοομοειδών φαρμάκων παγκοσμίως.
Ο οικονομικός αντίκτυπος μετατόπισης της παραγωγής προς αυτά τα φαρμακα ειναι τεράστιος για τα συστήματα υγείας των ευρωπαϊκών χωρών καθώς ετησίως εξοικονομούνται περίπου 6.5 δις.ευρώ με μεγάλες προοπτικές αύξησης αυτού του ποσού στις επερχόμενες δεκαετίες.
Σύμφωνα με μελέτη της IQVIA [4], τα βιοομοειδή αντιστοιχούν στο 34% της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης. Ένα βιοομοειδες φάρμακο έχει την τάση , μέσα σε ένα έτος από την κυκλοφορία του, να περιορίσει ως και 50% το μερίδιο αγοράς του πρωτότυπου φαρμακου.[5]
Παράλληλα ενισχύεται η διάδοση των σύγχρονων μεθόδων και τεχνολογιών παραγωγής ενώ είναι και καθοριστικής σημασίας για τις οικονομιες ορισμένων χωρών όπως για παράδειγμα η Ελβετία.
Ως αποτέλεσμα των οικονομικών οφελών έχουν εκδοθεί κατευθυντήριες γραμμές και έχει ληφθεί μια σειρά ευρωπαϊκών αποφάσεων για την ενίσχυση της χρήσης αυτής της κατηγορίας φαρμάκων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τα βιοομοειδή συνιστούν έναν εξαιρετικό επενδυτικό κλάδο για την ελληνική φαρμακοβιομηχανία. Καιρός να αποκτήσει ένα μερίδιο της μεγάλης αυτής “πίτας”, δεδομένου μάλιστα ότι τα βιοτεχνολογικά προϊόντα αποτελούν έναν επίκαιρο ερευνητικό τομέα με σχετικά χαμηλό κόστος ανάπτυξης.Μια έρευνα για ένα νέο φάρμακο μπορεί να διαρκέσει έως και δέκα χρόνια και να κοστίσει αρκετά εκατομμύρια ευρώ ούτως ώστε να διεξαχθούν οι προ κλινικές και οι κλινικές μελέτες.
Αυτά τα μεγέθη είναι σε πολλές περιπτώσεις απαγορευτικά για τα εγχώρια οικονομικά δεδομένα όταν αφορούν μια επένδυση με αβέβαιη έκβαση. Εντούτοις στην περίπτωση των βιοομοειδών η έρευνα δεν πραγματοποιείται σε αχαρτογράφητα ύδατα αλλά είναι γνωστά τα ερευνητικά στάδια για την ανάπτυξη του βιοδραστικού μορίου.
Καθίσταται έτσι δυνατή η εκ των προτέρων πρόβλεψη χρονοδιαγράμματος και του κόστους παραγωγής λαμβάνοντας υπόψιν τις δαπάνες πρώτων υλών, προμηθευτών και εξοπλισμού.
Παράλληλα η ακολουθούμενη διαδικασία απόδειξης ασφάλειας και αποτελεσματικότητας στην περίπτωση των βιοομοειδών είναι ταχύτερη και σαφέστατα οικονομικότερη καθώς απαιτείται μόνο συγκριτική μελέτη με το σκεύασμα αναφοράς. [6]
Έστω ότι μία ελληνική βιοτεχνολογική εταιρεία εξασφαλίζει την κατάλληλη χρηματοδότηση και παράγει ένα βιοομοειδές σκεύασμα. Ποια θα ήταν η κατάλληλη στρατηγική ώστε να εδραιώσει το προϊόν στην αγορά; Καθοριστικής σημασίας βεβαίως είναι η οικοδόμηση ενός ισχυρού brandname, ούτως ώστε να κερδίσει μία περίοπτη θέση στην στην αγορά.
Αδιαμφισβήτητα θα έπρεπε να προβεί σε μία επιθετική στρατηγική μείωσης τιμών ώστε να προσεγγίσει τους καταναλωτές, τις ασφαλιστικές εταιρίες, και τα νοσοκομεία τόσο στην ιδιωτική περίθαλψη όσο και να μειοδοτήσει σε διαγωνισμούς νοσοκομείων.
Σταδιακά οι ασθενείς και οι πάροχοι υγειονομικής φροντίδας θα εξοικειωθούν με το όνομα του προϊόντος, και η εταιρία θα αρχίσει να παγιώνει τη θέση της στην αγορά.
Η πιο σημαντική όμως πρόκληση είναι το προϊόν να ισορροπήσει ως ένα όμοιο με το πρωτότυπο σκεύασμα, αλλά και ως κάτι διαφορετικό που θα έχει προστιθέμενη αξία (drug repurposing), και να μην επαναπαυτεί στην ανταγωνιστική τιμή. Πρέπει να γίνει προσπάθεια προβολής της όμοιας δράσης ή και δυνητικά καλύτερων ιδιοτήτων του βιοομοειδούς. Αναγκαία είναι η διαρκής αξιολόγηση των δεδομένων της αγοράς και προσαρμογή σε αυτά καθώς η αγορά βιοομοειδών πρόκειται ενα διαρκώς εξελισσόμενο και ταχύτατα μεταβαλλόμενο πεδίο.
Εν κατακλείδι, είναι αυτονόητο πως πρέπει να διακονήσουμε παντοιοτρόπως έναν νευραλγικό, τόσο οικονομικά και όσο πολιτικά κλάδο σαν αυτό της φαρμακοβιομηχανίας. Όσο κυνικό κι αν ακούγεται, η χώρα που έχει de facto το μονοπώλιο σ’ ένα αποτελεσματικό εμβόλιο, αποκτά ταυτόχρονα ένα χρυσό πολιτικό ομόλογο που της επιτρέπει να μοχλεύει διπλωματικό κεφάλαιο και να απλώνει έτσι την επιρροή της σε χώρες που χρειάζονται πρόσβαση σε αυτούς τους πόρους υγείας.
Η θριαμβευτική ανακάλυψη χάρισε ικμάδα γοήτρου σε μία γεωπολιτικά χαίνουσα Δύση. Από γεωπολιτική σκοπιά τώρα. Με το εμβόλιο έχουν ενισχυθεί το γόητρο και το soft power της Δύσης, οδηγώντας σε ανατίμηση της μετοχές της στο γεωπολιτικό χρηματιστήριο αξιών. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα, καθιστώντας έτσι ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη να πατήσουμε φρένο ως Ευρώπη στην γεωπολιτική αυτή κούρσα.
Βλέπουμε λοιπόν πως οι πολιτικές φαρμάκου και υγείας έχουν πολυπλευρο χαρακτήρα που ξεφεύγει από την μονοδιάστατη θεώρησή τους ως απλά αγαθά υγείας.