Υπήρχαν δικαιολογημένοι φόβοι και ανησυχίες ότι αυτό που θα ήταν εθνικά αυτονόητο και επιβεβλημένο δεν θα γινόταν. Ασκούνταν έντονες πιέσεις από την Αμερικανική υπερδύναμη στην Ελλάδα να ”επιλέξει” τις Αμερικανικές φρεγάτες, που είναι σαφώς υποδεέστερες και ακατάλληλες για τις ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού. Πρόκειται ουσιαστικά για παράκτια σκάφη και όχι για καθαυτό φρεγάτες.
Είναι γνωστό ότι η Αμερικανική πλευρά, για ν′ αποφύγει περιπλοκές στις σχέσεις της με την Τουρκία, ακόμη και τώρα που οι Τουρκο – Αμερικανικές σχέσεις βρίσκονται στη γνωστή κατάσταση, δεν θέλει να δώσει στην Ελλάδα όπλα, που θα της προσέδιδαν μια σχετική στρατηγική αυτονομία και θα ανέτρεπαν σ′ ένα βαθμό την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός της προσφοράς στο παρελθόν από τις ΗΠΑ στην Άγκυρα πυραύλου αέρος – αέρος μακρού πλήγματος, τον οποίον αρνήθηκαν στην Ελλάδα, για ν′ αντισταθμίσει την προμήθεια της Ελλάδος από τη Γαλλία του πυραύλου αέρος – αέρος μακρού πλήγματος τύπου Scalp, βεληνεκούς 500 χλμ.
Η Αμερικανική πλευρά ενέμεινε στην πολιτική αυτή ακόμη και όταν η Άγκυρα επεδόθη σε μεγάλους εξοπλισμούς και σε θεαματική ανάπτυξη της αμυντικής της βιομηχανίας, επιδιώκοντας την ανατροπή κάθε ισορροπίας με την Ελλάδα και εκμεταλλευόμενη, μεταξύ άλλων, την εξοπλιστική απραξία της Ελληνικής πλευράς, επί μια ολόκληρη 15ετία.
Αμερικάνικοι προβληματισμοί
Η Αμερικανική πλευρά άκουγε επίσης, με μεγάλη ανησυχία και αρνητική προδιάθεση, κάθε ιδέα για υπογραφή αμυντικής συμφωνίας, με ρήτρα αμυντικής συνδρομής, μεταξύ δυο χωρών – μελών του ΝΑΤΟ.
Πίστευε πως τέτοιου είδους συμφωνίες είναι ασυμβίβαστες με το ΝΑΤΟ και αμφισβητούν την ενότητα, τη συνοχή και την προοπτική του .
Πολύ περισσότερο, όταν πρωταγωνιστής σε τέτοιου είδους συμφωνίες θα ήταν η Γαλλία, η οποία πάντοτε υπερθεμάτιζε σε θέματα Ευρωπαϊκής ενότητας και στρατηγικής και αμυντικής αυτονομίας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την πρώτη ήδη μεταπολεμική περίοδο, κατά την οποία παγιώθηκε η διαίρεση της Ευρώπης σε Ανατολή και Δύση και σε ανταγωνιστικούς συνασπισμούς, συναρτούσε την ανάσχεση της Σοβιετικής Ενώσεως και του κομμουνιστικού κινδύνου με τη στρατηγική σύζευξη ΗΠΑ και Ευρώπης, που εκφράσθηκε μέσα από το ΝΑΤΟ και την Αμερικανική παρουσία στην Ευρώπη.
Όταν, επήλθε η διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, οι ΗΠΑ δεν εγκατέλειψαν τη θέση τους αυτή. Αντιθέτως, ακολούθησαν πολιτική εντάξεως της Ανατολικής και της ΝΑ Ευρώπης στους λεγόμενους Ευρω – Ατλαντικούς θεσμούς, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Θεώρησαν επίσης σκόπιμο, παρά την έκλειψη του προηγούμενου κομμουνιστικού κινδύνου, να συνεχίσουν τη στρατηγική ανασχέσεως της Ρωσίας, ως παγκόσμιου γεωπολιτικού ανταγωνιστή των ΗΠΑ και, κατά προέκταση, της Δύσεως.
Στο πλαίσιο αυτό, οι ΗΠΑ αντιτάχθηκαν στην ανάπτυξη στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης και της μετακομμουνιστικής Ρωσίας. Έβλεπαν σ′ αυτήν τον κίνδυνο να εξαρτηθεί η Ευρώπη από τη συνεργασία αυτή και να αυτονομηθεί απο τις ΗΠΑ.
Σ′ αυτό το πνεύμα, η Αμερικανική πολιτική εναντιώθηκε στην κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nordstream 2, μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας.
Στην ιδια λογική, είδε επίσης με πολλή δυσαρέσκεια τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Ευρώπης – Κίνας,που έσπευσε η Γερμανία να υπογράψει, επί Γερμανικής Προεδρίας, λίγο πριν την εκπνοή της.
Η Κίνα αντιμετωπίζεται σήμερα από τις ΗΠΑ ως ο κύριος γεωπολιτικός τους ανταγωνιστής.
AUKUS: Η ανατροπή
Η αιφνιδιαστική υπογραφή της Συμφωνίας AUKUS μεταξύ ΗΠΑ, Μ. Βρετανίας και Αυστραλίας, που σηματοδοτεί μια νέα συσπείρωση των Αγγλοσαξώνων και μεταφορά του κέντρου βάρους της παγκόσμιας Αμερικανικής στρατηγικής στον Ειρηνικό και Ινδικό ωκεανό, με αναφορά την Κίνα, έχει άμεσες επιπτώσεις και στην περιοχή μας.
Η ακύρωση ιδιαίτερα του συμβολαίου των 12 υποβρυχίων, που είχε υπογράψει η Αυστραλία με τη Γαλλία, εξόργισε, δικαιολογημένα, τη δεύτερη και προκάλεσε ένταση στις Γαλλο – Αμερικανικές σχέσεις.
Το τελευταίο που θα ήθελαν είναι να επιδεινώσουν σοβαρά τις σχέσεις τους και με τους Γάλλους.
Μια τέτοια εξέλιξη θα περιέπλεκε επικίνδυνα τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ευρώπη, σε μια στιγμή μάλιστα που οι ΗΠΑ αναδιπλώνονται από την περιοχή της Μεσογείου, μετά την Κεντρική Ασία (Αφγανιστάν), και μεταφέρουν την έμφαση της στρατηγικής τους στον Ειρηνικό.
Ο προβληματισμός αυτός είχε ως αποτέλεσμα να επιταχύνουν οι ΗΠΑ ορισμένες ανακατατάξεις, οι οποίες ήταν από καιρό υπό μελέτη, αλλά δεν λαμβάνονταν γι′ αυτές αποφάσεις.
Μια απ′ αυτές είναι η αναγνώριση ενός ειδικού ρόλου της Γαλλίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολάς, του Κόλπου και της Βόρειας Αφρικής, με προεκτάσεις στη μαύρη Αφρική του Σαχέλ.
Μια άλλη, που είναι συνυφασμένη με την πρώτη, είναι η αναγνώριση της ανάγκης για περισσότερη Ευρωπαϊκή αμυντική αυτονομία, στην οποία πρωταγωνιστεί η Γαλλία.
Η τελευταία δεν ανέμενε, βεβαίως, την Αμερικανική ευλογία για την ανάληψη αυτού του ρόλου.
Τον διεκδικούσε συστηματικά, γιατί συνδέεται με ζωτικά εθνικά στρατηγικά της συμφέροντα.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ευρωπαϊκή αμυντική αυτονομία, είχε μεριμνήσει ήδη, κατά τη διαπραγμάτευση και υπογραφή της Συνθήκης της Λισσαβόνας, να περιληφθεί σ′ αυτήν σχετικό άρθρο, σύμφωνα με το οποίο δεν είναι απαραίτητη η συμφωνία όλων για την ανάληψη αμυντικών πρωτοβουλιών.
Μπορούν ν′ αναληφθούν από τις χώρες που συμφωνούν και αναλαμβάνουν ρόλο πρωτοπορίας.
Επι Σαρκοζί, εκτός από την επιστροφή της Γαλλίας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, είχε προωθηθεί επίσης η ιδέα του ΝΑΤΟ των δυο πυλώνων, ενός Αμερικάνικού και ενός Ευρωπαϊκού.
Ο Γερμανικός παράγοντας
Η πολιτική επίσης εκκρεμότητα που δημιούργησαν στη Γερμανία οι εκλογές, η οποία αναμένεται να παραταθεί επί μήνες, όπως και η αποχώρηση της Μέρκελ, προσφέρουν στη Γαλλική πλευρά μια ευνοϊκή συγκυρία για την ανάληψη πρωτοβουλιών για την ενίσχυση του ρόλου της στην Ανατολική Μεσόγειο, με Αμερικανικές ευλογίες, αλλά και για την προώθηση της αυτόνομης Ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής.
Είναι γνωστό ότι η απερχόμενη Γερμανίδα Καγκελάριος αντιτάχθηκε σταθερά στην ενίσχυση του ρόλου της Γαλλίας στη Μεσόγειο, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την Αμερικανική αντίθεση.
Η αλλαγή θέσεως τώρα των ΗΠΑ, δεν αφήνει πολλά περιθώρια αντιδράσεων στη Γερμανία.
Υπενθυμίζεται ότι με αντιδράσεις της Γερμανίας και προσωπικά της Μέρκελ οδηγήθηκε σε ναυάγιο η μεγάλη ιδέα του Σαρκοζί για τη λεγόμενη Μεσογειακή Ένωση.
Η ίδια επίσης αντιτάχθηκε παρασκηνιακά, πριν ένα χρόνο, σε συνεννόηση με τους Αμερικανούς, στην υπογραφή Ελληνο – Γαλλικής Αμυντικής Συμφωνίας, με ρήτρα αμυντικής συνδρομής.
Ελλάδα και αμυντική βιομηχανία
Οι κινήσεις καλής θελήσεως και προσεταιρισμού της Γαλλίας από τις ΗΠΑ, ως αντισταθμιστική πολιτική , μετά την υπογραφή της συμφωνίας AUKUS , διευκόλυναν την Ελλάδα να κάνει τη σωστή και επιβεβλημένη εθνική επιλογή των φρεγατών Belharra και κορβετών Gowind και να υπογράψει τη στρατηγικής σημασίας διμερή αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία, με ρήτρα αμυντικής συνδρομής.
Η παλιά Αμερικανική πολιτική άφησε, δυστυχώς, ως κατάλοιπο σε μια, κατά τα άλλα, πολύ σωστή επιλογή, τη στέρηση από τις Ελληνικές φρεγάτες του πολύτιμου πυραύλου μακρού πλήγματος Scalp Naval.
Προεβλήθη επισήμως ως δικαιολογία ότι αυτό ήταν δήθεν επιλογή του Πολεμικού Ναυτικού και ότι ο πύραυλος περισσεύει, εφόσον φέρεται από αεροσκάφη Μιράζ και Ραφάλ.
Την αλήθεια την απεκάλυψε η Γαλλική εφημερίδα Tribune, ότι δεν περιελήφθη τελικά μετά από Αμερικανικές πιέσεις.
Η Ελληνική πλευρά πρέπει να επανεξετάσει το θέμα και είτε να περιλάβει τελικά και τους πυραύλους αυτούς στον εξοπλισμό των φρεγατών είτε να εγκαταστήσει, τουλάχιστον, τον ειδικό εκτοξευτήρα, ώστε να είναι δυνατή η προσθήκη του πυραύλου σε μεταγενέστερο χρόνο.
Η Τουρκική πλευρά επενδύει συστηματικά σε πυραυλικά συστήματα μακρού βεληνεκούς, εγχώριας παραγωγής, και είναι πολύ σημαντικό για το Πολεμικό Ναυτικό να έχει στη φαρέτρα του όπλα μακρού πλήγματος, με τα οποία να μπορεί ν′ απαντήσει.
Το Πολεμικό Ναυτικό, όπως και η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και ο αρμόδιος Υπουργός Άμυνας επέδειξαν σταθερότητα στην πρόταξη των επιχειρησιακών αναγκών στην επιλογή των φρεγατών, έναντι οποιουδήποτε άλλου κριτηρίου ή σκοπιμότητας και αξίζουν δίκαιο έπαινο.
Η Ελλάδα, έστω από γεωπολιτική καραμπόλα, διευκολύνθηκε να κάνει μια σωστή εθνική επιλογή, με τις ευλογίες και των ΗΠΑ.
Η Ελληνο -Γαλλική αμυντική σχέση έχει τεράστια σημασία για την Ελλάδα.
Μια νέα εποχή για την Ελλάδα και το ζήτημα της Κύπρου
Ενισχύει καταλυτικά την άμυνα και την αποτροπή της, αλλά της προσδίδει επιπλέον έναν άλλο, πολύ σημαντικό γεωπολιτικό ρόλο στην περιοχή και την καθιστά συμπρωταγωνιστή με τη Γαλλία σε μια μεγάλη Ευρωπαϊκή υπόθεση, που είναι η Ευρωπαϊκή αμυντική αυτονομία και ο ρόλος της Ευρώπης στη Μεσόγειο.
Η νέα αυτή εξέλιξη δεν μπορεί να συμπορευθεί με θλιβερές πολιτικές κατευνασμού.
Θα πρέπει να περιφρουρηθεί και ν′ αξιοποιηθεί για δημιουργική δράση σε όλους τους τομείς.
Η αμυντική βιομηχανία είναι ο νέος τομέας, στον οποίον πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να επιτρέψει μακροπρόθεσμα τον υποσκελισμό της στην τεχνολογία και την καινοτομία από την Άγκυρα.
Θα πρέπει πάραυτα να ιδρυθεί Υφυπουργείο Αμυντικής Βιομηχανίας, το οποίο να αναλάβει τη χάραξη εθνικής μακροπρόθεσμης πολιτικής και στρατηγικής και την ανασυγκρότηση της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας.
Θα πρέπει επίσης να αφοπλισθεί, όσο είναι ακόμη καιρός, η τορπίλη που ετοιμάζεται στην Κύπρο, με Βρετανική τεχνογνωσία , με πρόσχημα δήθεν τη ” λύση” του Κυπριακού και πραγματικό στόχο την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η Κύπρος πρέπει να προωθήσει άμεσα τις αμυντικές σχέσεις με τη Γαλλία, την αμυντική της θωράκιση και τον ενιαίο αμυντικό χώρο με την Ελλάδα.
Πάνω απ′ όλα όμως, πρέπει να διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού τη διεθνή της υπόσταση και διεθνή αναγνώριση, την Κυπριακή Δημοκρατία.
***
Περικλής Νεάρχου
Πρέσβυς ε.τ.