Στον 6ο όροφο του μεγάρου της ΓΑΔΑ στη λεωφόρο Αλεξάνδρας υπάρχει ένα Τμήμα που δεν είναι από τα «πολυδιαφημισμένα» της Αστυνομίας. Δεν διαθέτει ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό αστυνομικών και ασχολείται με απάτες και με εγκλήματα σε βάρος περιουσιακών δικαιωμάτων.

Σε αυτό το Τμήμα διαβιβάστηκε στις 23 Μαΐου 2019 η μήνυση των δύο οικογενειών από τις Σέρρες και την Κω, οι οποίες κατήγγειλαν ότι έπεσαν θύματα ψευτογιατρού με το όνομα «Νίκος Κόντος». Η μήνυση παρελήφθη σε ένα μικρό γραφείο από την 34χρονη αξιωματικό Β.Κ., αστυνόμο Β’ στο βαθμό, η οποία συνταράχθηκε διαβάζοντας ότι δύο παιδιά, ο 14χρονος Θεοδόσης και η 16χρονη Δέσποινα, έχασαν τη ζωή τους από τις «θεραπείες» του. Από εκείνη τη στιγμή έδωσε όρκο στον εαυτό της ότι θα περάσει χειροπέδες στον περιβόητο «Νίκο Κόντο». Η αστυνόμος πήρε πάνω της την υπόθεση, άρχισε να δουλεύει χωρίς ρεπό από 12 έως 14 ώρες την ημέρα και έγινε η αιτία που αποκαλύφθηκε η δράση του 47χρονου Νίκου Κοντοστάθη, ο οποίος βρίσκεται πλέον στη φυλακή.

Δεκατρείς μήνες μετά την ανάληψη της υπόθεσης από την ίδια, οι γονείς των παιδιών που χάθηκαν από τη δράση του απατεώνα «ογκολόγου» ταξίδεψαν στην Αθήνα και την αναζήτησαν την περασμένη Τετάρτη στο γραφείο της στο Τμήμα Προστασίας Περιουσιακών Δικαιωμάτων της Ασφάλειας Αττικής. Όπως περιγράφουν αστυνομικές πηγές στο «Έθνος της Κυριακής»,  της έσφιξαν το χέρι και την ευχαρίστησαν για όλα όσα έκανε για να δικαιωθούν οι ίδιοι αλλά και για να μην πέσουν άλλοι άνθρωποι στα δίχτυα του ψευτογιατρού.

Ποια είναι, όμως, η 34χρονη αξιωματικός που κατάφερε να γίνει η αφανής ηρωίδα πίσω από την υπόθεση που απασχόλησε το πανελλήνιο; Συνάδελφοί της την περιγράφουν ως μία αστυνομικό-πρότυπο, η οποία τους τελευταίους μήνες ήταν «ταγμένη» στην υπόθεση του Νίκου Κοντοστάθη. «Πήγαινε στο γραφείο της νωρίς  το πρωί και έφευγε αργά το βράδυ. Είχε ξεχάσει τα Σαββατοκύριακα και το σπίτι της. Πάντα ήταν εργασιομανής αλλά με αυτή την υπόθεση ταυτίστηκε», είναι η χαρακτηριστική φράση αστυνομικού που έβλεπε τη δουλειά της.

Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους διαπραγματευτές της ΕΛ.ΑΣ. με ειδική εκπαίδευση στη διαχείριση κρίσεων, ενώ στις 7 Ιουνίου του 2007 είχε περάσει πρώτη στις κατατακτήριες εξετάσεις για την εισαγωγή πτυχιούχων αστυνομικών στη Σχολή Αξιωματικών της Αστυνομίας. Τα γραπτά της είχαν το καλύτερο βαθμό και εντυπωσίασαν τους εξεταστές.

Ο αστυνομικός διευθυντής και προϊστάμενος της, Σωτήρης Κυπράκης, την εμπιστεύεται με κλειστά μάτια. Ήταν δίπλα της όταν από τον περασμένο Οκτώβριο μέχρι και τις αρχές του έτους ήταν απογοητευμένη, γιατί όλες οι προσπάθειές της είχαν καταλήξει σε αδιέξοδο. «Πρέπει να φτάσουμε μέχρι το τέλος. Οφείλω να επιμείνω. Δεν θα αφήσω την υπόθεση με τίποτα. Λόγω τιμής», φέρεται να είπε τη δύσκολη εκείνη περίοδο για τις έρευνες. Δίπλα της ήταν ο κ. Κυπράκης και όταν στις αρχές Απριλίου το γραφείο της γέμισε χαμόγελα, ύστερα από την ταυτοποίηση του πραγματικού ονόματος του «Νίκου Κόντου» από μία επιταγή με την οποία πλήρωσε το ιδιωτικό σχολείο των παιδιών του, ηλικίας 7 και 11 ετών.

Η επιταγή βρέθηκε χάρη στην επιμονή της αστυνόμου. Παρότι είχαν ληφθεί αναλυτικές καταθέσεις από τους γονείς των παιδιών που έκαναν τις πρώτες καταγγελίες, είχε χαθεί μία σημαντική λεπτομέρεια, η οποία ήρθε στο φως από το ένστικτο της αξιωματικού. Η 34χρονη πίστευε βαθιά μέσα της  ότι κάπου υπάρχει «κρυμμένο» κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να οδηγήσει στον δράστη. Ήξερε ότι κάτι έχει διαφύγει της προσοχής όλων.

Έτσι, ύστερα από νέες ερωτήσεις της, ο πατέρας ενός εκ των δύο παιδιών θυμήθηκε ότι κάποια στιγμή είχε πληρώσει το ψευτογιατρό με επιταγή. Η 34χρονη ακολούθησε την ανάποδη διαδρομή της επιταγής και έφτασε στο πραγματικό όνομα του δράστη. Η αντίστροφη μέτρηση για τη σύλληψή του είχε ξεκινήσει.

Όταν τελικά οι αστυνομικοί του πέρασαν χειροπέδες, η αστυνόμος αναφώνησε: «Δικαιώθηκαν τα παιδάκια. Δικαιώθηκαν». Η ίδια είχε «σαρώσει» δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία, ιδρύματα περίθαλψης ηλικιωμένων, ιατρικούς συλλόγους, κλινικές,  διαγνωστικά κέντρα και είχε καταφέρει να εντοπίσει ακόμα 43 θύματά του, εκ των οποίων το ένα (άντρας, 76 ετών) είχε καταλήξει. Δύο φορές χρειάστηκε να ταξιδέψει εκτός Αθήνας, σε Λαμία και Βόλο, για να πάρει καταθέσεις για συνεργούς του Κοντοστάθη. Η δικογραφία 400 σελίδων δεν άφηνε περιθώρια στον κατηγορούμενο, που άρχισε να δηλώνει «εμπειρικός βοτανολόγος».

Η αφανής αξιωματικός πήρε το πρώτο της ρεπό, ύστερα από πολλούς μήνες, μία ημέρα μετά την επίσημη ανακοίνωση της ΓΑΔΑ για τη σύλληψη του 47χρονου. Η ανάπαυση, ωστόσο, δεν κράτησε για πολύ, καθώς φαίνεται ότι η υπόθεση έχει ακόμα πολύ δρόμο.

Ο αρμόδιος Ανακριτής έχει δώσει εντολή στην ΕΛ.ΑΣ. να συνεχίσει την έρευνα, καθώς φαίνεται ότι έχει αποκαλυφθεί ένα μόνο μέρος τους εύρους της εγκληματικής δράσης του «ογκολόγου».

Η αστυνόμος έχει πιάσει εδώ και μέρες ξανά δουλειά ανοίγοντας νέο γύρο καταθέσεων από πολίτες που καταγγέλλουν το Νίκο Κοντοστάθη, τον οποίο αναγνώρισαν στις φωτογραφίες που είδαν το φως της δημοσιότητας, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας. Οι νέες καταγγελίες ξεπέρασαν τις 50 και προέρχονται από την επαρχία (Λαμία, Λάρισα, Ρόδος, Βόλος) και την Αθήνα. Σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, αποκαλύπτεται ότι ο Νίκος Κοντοστάθης είχε «πελατολόγιο» που μπορεί να ξεπερνάει τα 100 άτομα. Η Ασφάλεια σχηματίζει συμπληρωματική δικογραφία σε βάρος του, η οποία θα διαβιβαστεί μετά την ολοκλήρωση της έρευνας στον Εισαγγελέα.

Ένα από τα ερωτήματα που δεν έχουν ακόμα απαντηθεί από τις Αρχές είναι που κατέληγαν τα έσοδα του 47χρονου και που βρίσκονται οι «αποταμιεύσεις» του. Η ζωή του Νίκου Κοντοστάθη, όπως αποκαλύφθηκε από τη φυσική παρακολούθησή του που διήρκησε περίπου ενάμιση μήνα, φανερώνει ότι ο 47χρονος είχε μεγάλη ρευστότητα. Συντηρούσε μία βίλα, τουλάχιστον 1.000 τ.μ., στο Κορωπί, κυκλοφορούσε με πολυτελές αυτοκίνητο και πλήρωνε το ιδιωτικό σχολείο των δύο παιδιών του. Επίσης, φέρεται να εισέπραξε στο παρελθόν πολλά εκατομμύρια ευρώ, ύστερα από απάτη που έστησε με θύμα τον επιχειρηματία, Δημήτρη Κοντομηνά, στον οποίο είχε συστηθεί ως Ελληνοαμερικανός, υψηλόβαθμο στέλεχος της NSA, με στενές σχέσεις με το «βαθύ κράτος» των ΗΠΑ. Παρά ταύτα, κατά την έρευνα της ΕΛ.ΑΣ. στη βίλα του στο Κορωπί δεν βρέθηκαν χρήματα. Αστυνομικές πηγές εκτιμούν ότι «ένας ευφυής απατεώνας-εγκληματίας, ο οποίος κατάφερε να εξαπατήσει ακόμα και ανθρώπους με ιδιαίτερα υψηλό IQ, πιθανότατα γνωρίζει πώς να κρύψει τα χρήματά του». Μία από τις εκδοχές είναι να διατηρούσε off shore εταιρίες που ακόμα δεν έχουν ανιχνευτεί από τις Αρχές.

Δεύτερος ψευτογιατρός

Η «βροχή» καταγγελιών που δέχεται η Ασφάλεια Αττικής, με αφορμή την υπόθεση του ψευτογιατρού, έχει φέρει στο φως διάφορες ανθρώπινες ιστορίες από συγγενείς ασθενών που έπασχαν από σοβαρές ή ανίατες ασθένειες.

Οι αστυνομικοί παρατήρησαν ότι μία από τις καταγγελίες δεν έχει πρωταγωνιστή τον Νίκο Κοντοστάθη, όπως οι υπόλοιπες. Πολίτης κάλεσε στην Αστυνομία και περιέγραψε τη δράση γιατρού-μαϊμού, ο οποίος τον εξαπάτησε για υπόθεση συγγενή του που έπασχε από ανίατη ασθένεια.  Έκπληκτοι οι άντρες της Ασφάλειας κατάλαβαν από την αφήγησή του ότι ο Νίκος Κοντοστάθης δεν έχει σχέση με την υπόθεση και ότι υπήρχε (ή υπάρχει) και δεύτερος απατεώνας που παρίστανε το γιατρό για να κερδίζει χρήματα από απελπισμένους ανθρώπους. Σύμφωνα με πληροφορίες του «Έθνους της Κυριακής», η καταγγελία που έγινε την περασμένη εβδομάδα αφορά σε εξαπάτηση που συνέβη προ πενταετίας στην Αθήνα. Η έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί για να διαπιστωθεί εάν ο ίδιος απατεώνας έχει προχωρήσει και σε άλλες απάτες με θύματα ασθενείς το διάστημα που ακολούθησε. Η Ασφάλεια, πάντως, έχει βάλει ήδη στο μικροσκόπιο το «όνομα» του συγκεκριμένου «γιατρού».

Πηγή: Έθνος της Κυριακής

Του Αλέξανδρου Καλαφάτη



ΠΗΓΗ