Στις αναρίθμητες αρμοδιότητες που υπάγονται στην αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας, προστέθηκε τον τελευταίο χρόνο και η αντιμετώπιση του νέου ιού, επιβεβαιώνοντας ότι το αστυνομικό έργο είναι ιδιαιτέρως σύνθετο και πολύπλοκο σε σχέση με το έργο άλλων δημοσίων υπηρεσιών.
Έχοντας να αντιμετωπίσει τη ραγδαία αύξηση της μικροεγκληματικότητας των τελευταίων χρόνων και το εξόχως σύνθετο πρόβλημα του μεταναστευτικού, το οποίο απορροφά το μεγαλύτερο ποσοστό της αστυνομικής δύναμης σε ημερήσια βάση, η Ελληνική Αστυνομία επωμίστηκε και μία ακόμη μείζονος κοινωνικής σημασίας αρμοδιότητα που είναι η αντιμετώπιση της εξάπλωσης του ιού.
Η εμφάνιση του ιού αρχικά έθεσε σε συναγερμό τις ευρωπαϊκές αστυνομικές διοικήσεις αναφορικά με τα νέα δεδομένα που δημιουργούνταν στο χώρο εγκλήματος και την ανάδειξη νέων μορφών εγκληματικότητας. Όταν όμως διαπιστώθηκε η ταχύτητα μετάδοσης του ιού, οι αστυνομικές διοικήσεις έστρεψαν αμέσως την προσοχή τους στην ανάπτυξη αποτελεσματικών στρατηγικών και επικοινωνιών, με απώτερο σκοπό να προφυλάξουν το αστυνομικό προσωπικό από τον ιό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των νέων δεδομένων που δημιουργήθηκαν στην αστυνόμευση με την έλευση του νέου ιού, ήταν ότι όλες οι ευρωπαϊκές αστυνομίες βρέθηκαν απροετοίμαστες από πλευράς εκπαίδευσης ως προς τη διαχείριση του ιού κατά την εκτέλεση των καθηκόντων αστυνόμευσης. Σε αντίθεση, λοιπόν, με την αστυνομική εκπαίδευση που πάντα προηγείται για την αντιμετώπιση μιας έκτακτης ανάγκης, στην περίπτωση του ιού καμιά αστυνομία δεν είχε το χρόνο να αντιδράσει συστηματικά και μεθοδολογικά με προγράμματα αστυνομικής εκπαίδευσης για την αντιμετώπιση του νέου φαινομένου. Έτσι, λοιπόν, όλες οι αστυνομίες προσαρμόστηκαν, από πλευράς προφυλάξεων, στις γενικότερες οδηγίες που εκδίδονταν από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες.
Ωστόσο, γρήγορα οι ευρωπαϊκές αστυνομίες συγκρότησαν το δικό τους τρόπο σκέψης και δράσης για την αντιμετώπιση του ιού, επικεντρώνοντας κατά κύριο λόγο στην προστασία της υγείας του αστυνομικού προσωπικού.
Χαρακτηριστικό και πρωτοπόρο παράδειγμα είναι το Κολλέγιο Αστυνόμευσης (College of Policing) του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο άμεσα έθεσε σε εφαρμογή την ηλεκτρονική ενημέρωση όλων των αστυνομικών της χώρας μέσω της δημιουργίας μίας ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων, στην οποία έχουν πρόσβαση όλοι οι αστυνομικοί με προσωπικούς κωδικούς, μέσα από την οποία ενημερώνονται για τις τελευταίες εξελίξεις του ιού καθώς και για την προσωπική τους και οικογενειακή τους προστασία. Παράλληλα, έθεσε σε εφαρμογή ένα ιδιαιτέρως αισιόδοξο σχέδιο συγκέντρωσης ιδεών και προτάσεων τόσο από αστυνομικούς όσο και από αστυνομικές υπηρεσίες της χώρας για τις καλύτερες δυνατές πρακτικές αστυνόμευσης και αντιμετώπισης του ιού από το αστυνομικό προσωπικό και τις αστυνομικές υπηρεσίες. Τέλος, για κάθε αστυνομική δραστηριότητα π.χ. συλλήψεις, ανακρίσεις και λοιπά, άρχισε να καταρτίζει συγκεκριμένες οδηγίες για την καλύτερη δυνατή εκτέλεση τους με ασφάλεια και προφυλάξεις για τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς, στις οποίες επίσης μπορεί να έχει ανά πάσα στιγμή ηλεκτρονική πρόσβαση κάθε αστυνομικός και κάθε αστυνομική υπηρεσία της χώρας.
Είναι γεγονός ότι η αποτελεσματική αντιμετώπιση της εξάπλωσης του ιού είναι μία νέα και επίπονη αρμοδιότητα της αστυνομίας, η οποία φέρει καθημερινά χιλιάδες αστυνομικούς μπροστά στον κίνδυνο να προσβληθούν από τον ιό. Πέραν του κινδύνου σε μία τέτοια περίπτωση να μεταδώσουν ενδεχομένως τον ιό και σε άλλους συναδέλφους τους καθώς και στα μέλη της οικογένειας τoυς, παράλληλα δημιουργείται και ένα τεράστιο πρόβλημα έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού το οποίο, σε αντίθεση με άλλες δημόσιες υπηρεσίες, στην αστυνομία δεν μπορεί να καλυφθεί δεδομένης της ιδιάζουσας φύσης των αστυνομικών καθηκόντων. Αυτό βέβαια έχει καταλυτικές συνέπειες στην γενικότερη ασφάλεια μιας κοινωνίας. Με άλλα λόγια, για να μπορέσει η αστυνομία να συμβάλλει αποτελεσματικά στην προστασία της κοινωνίας από την εξάπλωση του ιού, θα πρέπει πρώτα να προστατευθούν αποτελεσματικά οι ίδιοι οι αστυνομικοί.
Τέλος, ειρήσθω παρόδω, ο ρόλος της αστυνομίας στην αντιμετώπιση της εξάπλωσης του ιού αποδεικνύει για άλλη μία φορά ότι αστυνομικό επάγγελμα διέπεται από υψηλό δείκτη επικινδυνότητας και ως τέτοιο πρέπει να αναγνωρίζεται από την πολιτεία, ως ένδειξη ελάχιστης εκτίμησης σε όλους τους αστυνομικούς που νυχθημερόν είναι στο δρόμο, επιτελώντας το καθήκον τους προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
* Ο κύριος Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και ε.α. Υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας. Υπηρέτησε στην έδρα της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας-Europol, στη Χάγη και διετέλεσε προϊστάμενος των Εθνικών Υπηρεσιών Interpol και Europol της Ελλάδας. Έχει διδάξει στις Ακαδημίες της Ελληνικής και Κυπριακής Αστυνομίας, καθώς και στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας, του Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων και ερευνητής του Ελληνικού Ινστιτούτου για τα Ηνωμένα Έθνη.