Ολόκληρος ο ευρωπαϊκός Βορράς πλέον θα διοικείται από κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας μετά τη νίκη της κεντροαριστερής συμμαχίας στη Νορβηγία. Μια πιθανή επικράτηση μάλιστα του Όλαφ Σολτς στις γερμανικές εκλογές για την Καγκελαρία θα σήμαινε ίσως τη σταθεροποίηση της σοσιαλδημοκρατίας στον ευρωπαϊκό χάρτη.

Ειρήσθω εν παρόδω την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές ο κ. Σολτς έχει επικρατήσει, με βάση τις δημοσκοπήσεις, στα δύο debates έναντι των ανθυποψηφίων του. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι είχε τα κλειδιά της οικονομίας στην τελευταία κυβέρνηση της κυρίας Άνγκελα Μέρκελ του έχει προσδώσει μια αίσθηση συνέχειας κι ασφάλειας, υπεράνω ίσως και της κομματικής του ταυτότητας. 

Στη Γαλλία κανένα αποτέλεσμα στις επικείμενες γαλλικές προεδρικές εκλογές δεν θα μπορεί να χαρακτηριστεί έκπληξη. Σήμερα, όσο πιθανή φαντάζει η επικράτηση Μακρόν, τόσο φαντάζει πιθανή η επιστροφή της Κεντροδεξιάς, ενώ κανείς δεν πρέπει να υποτιμήσει την υποψηφιότητα της Δημάρχου των Παρισίων Αν Ινταλγκό

Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα δεν θα ήταν υπερβολή να μιλήσουμε για πιθανή  προοδευτική στροφή της Ευρώπης. Είναι άγνωστο αν η στροφή αυτή θα επηρεάσει και την Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Οι Βρυξέλλες είναι σε μια οριακή κατάσταση,όπου η αδιαμφισβήτητη συμβολή τους στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των Ευρωπαίων έρχεται σε αντιπαράθεση με την σημερινή αρτηριοσκληρωτική εικόνα πολιτικού ιερατείου. Τα επόμενα χρόνια είναι σημαντικά για την μορφή και την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όμως μπορεί να είναι αυτή η στροφή ορατή στον Πρωθυπουργό κι Επικεφαλής της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκο Μητσοτάκη ώστε να του έδωσε το έναυσμα της αναφοράς ότι  η ΝΔ  είναι η παράταξη που καλύπτει τον πολιτικό χώρο «από την Δεξιά και το Κέντρο έως και την Κεντροαριστερά»; Κι όπως σωστά επισημαίνει ο δημοσιογράφος Μανώλης Κοττάκης είναι «πρώτη φορά που ηγέτης της ΝΔ προσδιορίζει την ΝΔ ως Κεντροαριστερά».

Η στροφή αυτή του κ. Μητσοτάκη μπορεί, λοιπόν, να μην είναι τόσο τυχαία. Η συνεχιζόμενη σταθερότητα στις δημοσκοπήσεις του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ και η επιμονή του κ. Τσίπρα σε πρόσωπα χαμηλής πολιτικής αισθητικής έχουν δημιουργήσει ένα κενό στην κεντροαριστερά.

Κενό που το σημερινό ΚΙΝΑΛ δεν μπορεί να καλύψει (με εξαίρεση, κατά την ταπεινή μου γνώμη, μόνο ένα πρόσωπο που πιθανή επικράτησή του στις εσωκομματικές εκλογές για την αρχηγία του Κινήματος ενδεχομένως να αλλάξει τις κομματικές ισορροπίες στο ελληνικό πολιτικό σύστημα· αναφέρομαι στον κ. Νίκο Ανδρουλάκη). 

Αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη του ότι ο κ. Μητσοτάκης σημείωσε στην τελευταία του συνέντευξη ότι «η μεγάλη διεύρυνση της Νέας Δημοκρατίας αποτελεί κεντρική, αδιαπραγμάτευτη πολιτική μου επιλογή» κατανοεί ότι η στρατηγική του κ. Μητσοτάκη έχει βάθος.Και εν πολλοίς δικαιολογεί -μαζί με την σκληρή πραγματικότητα των αστοχιών του καλοκαιριού και τις δραματικές επιπτώσεις των πυρκαγιών- γιατί επέλεξε να μην πάει σε πρόωρες εκλογές, εκλογές που αν είχαν γίνει τον Ιούνιο του 2021 θα είχε κερδίσει με μεγάλη διαφορά (είτε ήταν μονές, είτε διπλές) εξασφαλίζοντας μια τετραετία συνεχούς διακυβέρνησης, η οποία δεν θα αντιμετώπιζε πιθανές αλλαγές πολιτικής κατεύθυνσης στα ισχυρά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Γερμανία, Γαλλία) και ίσως κατ’ επέκταση στην ίδια την υφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με τη στρατηγική αυτή οι πιθανές αλλαγές πολιτικής κατεύθυνσης διαδραματίζουν δευτερεύοντα ρόλο. 

Από την άλλη πλευρά είναι μια στρατηγική απόφαση υψηλού ρίσκου. Την ώρα που στην Ευρώπη η επόμενη μέρα της πανδημίας δεν παίρνει χαρακτηριστικά τεκτονικών αλλαγών και που η Ελλάδα μοιάζει να έχει μια σταθερή εικόνα στα μάτια των Βρυξελλών, η όποια ουσιαστική αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης διακυβέρνησης μοιάζει ουτοπική.

Ταυτόχρονα η επιλογή η ΝΔ να χαρακτηριστεί κι ως ένα κεντροαριστερό κόμμα παραβιάζει ανοιχτές ιστορικές και πολιτικές θύρες. Είναι ένα πολιτικό πείραμα που προσωπικά δεν θυμάμαι να έχω συναντήσει στη νεότερη πολιτική ιστορία. 

Η πολλαπλή ιδεολογική ταυτότητα της ΝΔ, ενώ μπορεί να της δώσει διαβατήρια επικοινωνίας στην Ευρώπη, στην Ελλάδα, παρόλο που σήμερα δεν έχει πολιτικό αντίπαλο και βρισκόμαστε σε κατάσταση πολιτικής επικυριαρχίας, μπορεί να αποπροσανατολίσει την κομματική της βάση. Κομματική βάση η οποία, αξίζει όχι μόνο να ειπωθεί αλλά να υπογραμμιστεί, ήταν η μόνη που παρέμεινε πλειοψηφικά πιστή σε πολιτικό κόμμα σε χώρα-θύμα της οικονομική κρίσης των μνημονίων. 

Συνεπώς με παραλλαγές στο σχέδιο των Βρυξελλών, η Ελλάδα σαφέστατα μπορεί να προχωρήσει, διότι ο τρόπος της σημερινής κυβερνητικής εργασίας έχει περισσότερα τεχνοκρατικά χαρακτηριστικά.

Η Ελλάδα είναι πάλι στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη  με θετικό πρόσημο κι αυτό αναμφισβήτητα είναι επίτευγμα της κυβέρνησης  Μητσοτάκη. Ωστόσο είναι αμφίβολο, πλέον, αν θα καταφέρει να γράψει ένα βιβλίο νέας πορείας. 





ΠΗΓΗ