Αναμφίβολα, το Πανεπιστήμιο αντιμετωπίζει προβλήματα -όπως κάθε ζωντανός οργανισμός και θεσμός.
Πρώτα από όλα, επείγει να κατανοήσουμε τα αίτια των προβλημάτων και κυρίως τις ευθύνες της Πολιτείας και του πολιτικού συστήματος. Το Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα λειτουργεί κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες συγκρινόμενο με τις συνθήκες λειτουργίας πανεπιστημίων σε άλλες αναπτυγμένες χώρες: αριθμός φοιτητών/διδάσκοντα-ουσα, δημόσια δαπάνη/φοιτητή-τρια, δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη.
Στην υποχρηματοδότηση του Πανεπιστημίου έρχεται να προστεθεί και το γεγονός ότι οι προϋπολογισμοί του εγκρίνονται πολύ καθυστερημένα και απαιτούν βαριές γραφειοκρατικές διαδικασίες. Είναι λοιπόν επιτακτικό να γίνουν προσλήψεις προσωπικού, το Πανεπιστήμιο έχει «γεράσει» έπειτα από το πάγωμα των προσλήψεων για μια δεκαετία.
Αλλά και σε υφιστάμενες θέσεις είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί πως ένα μεγάλο μέρος τους θα δίνεται σε νέους επιστήμονες (π.χ. σήμερα στο ΕΑΠ 70-80% των διδασκόντων είναι καθηγητές με οργανικές θέσεις στο πανεπιστήμιο).
Η ηλικιακή αναζωογόνηση του Πανεπιστημίουδεν μπορεί παρά να είναι κεντρική στόχευση, καθώς η απαραίτητη ζωτικότητα των νεότερων εκλείπει· όχι όμως με όρους εργασιακής επισφάλειας, όπως κατά κανόνα συμβαίνει σήμερα μέσω της αυξανόμενης εμφάνισης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
Η απαξίωση του Πανεπιστημίου όχι μόνο δεν βοηθά στη βελτίωσή του, αλλά ίσως και να οδηγεί σε αλλαγές προς τη λάθος κατεύθυνση. Τα τελευταία είκοσι χρόνια υπάρχουν συχνά απαξιωτικές αναφορές για τα πανεπιστήμια στα ΜΜΕ, αλλά και από πολιτικούς:«Εικόνες ντροπής στα ελληνικά πανεπιστήμια»,«Στο έλεος της βίας και της ανομίας τα ελληνικά πανεπιστήμια»,«Ούτε ένα ελληνικό πανεπιστήμιο μέσα στη λίστα των καλύτερων πανεπιστημίων του κόσμου». Πολλά από αυτά είναι υπαρκτά προβλήματα, όχι απαραίτητα τα σοβαρότερα, αλλά διογκώνονται για λόγους (πολιτικής) σκοπιμότητας.
Η σημερινή κυβέρνηση προσανατολίζεται στη λογική του ιδιωτικούΠανεπιστημίου και κυρίως της «φτηνής ανάπτυξης» γενικότερα (χαμηλές αμοιβές ανθρώπινου δυναμικού, χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές για επιχειρήσεις, περιορισμένη προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς κτλ.).
Η «στρατηγική» της για το μέλλον είναι η συνέχιση της υπάρχουσας δομής της οικονομίας, δηλαδή μιας οικονομίας που στηρίζεται στην οικοδομή, στον τουρισμό, στο real estate κτλ., μια οικονομία που η προσοδοθηρία, η οποία βεβαίως δεν απαιτεί κάποια σημαντική εκπαιδευτική αναβάθμιση, κυριαρχεί έναντι της κερδοφορίας που προκύπτει μέσω του κοινωνικά ωφέλιμου/αποδοτικού ανταγωνισμού και της καινοτομίας.
Κάποιοι θεωρούν πως υπάρχει «υπερεκπαίδευση» στην Ελλάδα και συνεπώς ότι χρειάζεται να μειωθεί ο αριθμός των εισακτέων στα πανεπιστήμια, κάτι που η κυβέρνηση έκανε φέτος, προφασιζόμενη βέβαια τις χαμηλές επιδόσεις τους, αλλά ταυτόχρονα γνωρίζοντας ότι τελικά αυτοί θα πάρουν πτυχίο από κάποιο «κολέγιο», χαμηλότερου επιπέδου και από το τελευταίο ΑΕΙ.
Η αναντιστοιχία στην προσφορά και ζήτηση εργασίας των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης οφείλεται στην περιορισμένη ζήτηση για επιστήμονες από την ελληνική οικονομία και, επομένως, η λύση βρίσκεται στην αύξηση της ζήτησης και όχι στη μείωση της προσφοράς, στη φυγή προς τα εμπρός, σε ένα αναπτυξιακό άλμα που σχετίζεται με την προηγμένη οικονομία της γνώσης, στην οποία πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα πρωταγωνιστούν.
Η έρευνα και η παραγόμενη γνώση και καινοτομία στην Ελλάδα, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται απλά ως «ενδιάμεσο προϊόν» προς ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, αλλά και ως «τελικό» προϊόν. Δηλαδή, οι φορείς που παράγουν γνώση, να την παράγουν για να την διαθέτουν οπουδήποτε στον κόσμο. Άρα, η παραγωγή γνώσης να είναι αυτή η ίδια το αντικείμενο «εξαγωγών» και βέβαια διάθεσής της εγχωρίως.
Χρειάζεται να υπάρξει στενότερη σύνδεση του Πανεπιστημίου με την ελληνική κοινωνία/ οικονομία και για αυτό ίσως θα ήταν σκόπιμη η δημιουργία «γεφυρών συνεργασίας» σε περιφερειακό επίπεδο μεταξύ Πολιτείας-κοινωνίας-παραγωγικού συστήματος-Πανεπιστημίου με σκοπό τη διαμόρφωση στρατηγικών κατευθύνσεων σχετικά με τους τρόπους κάλυψης των αναγκών της οικονομίας αλλά και της κοινωνίας γενικότερα από το πανεπιστήμιο. H σύνδεση αυτή θα είναι εφικτή μόνο με επισπεύδοντα το πανεπιστήμιο και με όρους ακαδημαϊκής ποιότητας. Χρήσιμη θα μπορούσε να αποδειχθεί η εμπειρία κατάρτισης των στρατηγικών «έξυπνης εξειδίκευσης», αλλά και τα διδάγματα από την αξιολόγησή τους.
Υπάρχουν κάποιες διεθνείς τάσεις που στοιχεία τους παρατηρούμε και στη χώρα μας. Όπως για παράδειγμα ότι τείνει να εμπεδωθεί η διάκριση ανάμεσα σε πανεπιστήμια «αριστείας»/«έρευνας», που θα παρέχουν έρευνα αλλά και διδασκαλία, και σε άλλα που θα παρέχουν κυρίως διδασκαλία, και σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως κυρίως διαδικτυακά – πράγμα που συνεπάγεται και την εμπέδωση έντονων ανισοτήτων.
Βρισκόμαστε, επίσης, μπροστά σε μια τάση κατακερματισμού των συμβάσεων εργασίας και αύξησης του ποσοστού των διδασκόντων που δεν θα έχουν μόνιμη σχέση εργασίας με το πανεπιστήμιο. Αυτή η τάση θα οδηγήσει σε μείωση της καταβαλλόμενης προσπάθειας από τους εκπαιδευτικούς, όπως σχεδόν πάντοτε συμβαίνει όταν ένα αίσθημα αδικίας και άνισης μεταχείρισης κυριαρχεί.
Επίσης, σε μια τάση αύξησης του ποσοστού της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων που θα εξαρτάται από την ανάληψη project (institutional vs project funding), σταδιακά γίνεται κυρίαρχη η λογική του επιχειρηματικού Πανεπιστημίου, επομένως της βραχυχρόνιας λογικής και της καιροσκοπίας έναντι του μακροχρόνιου ορθολογισμού και προγραμματισμού.
Το Πανεπιστήμιο χρειάζεται μεγαλύτερη αυτονομία από την Πολιτεία και γενναία αύξηση της χρηματοδότησής του. Η χρηματοδότηση αλλά και η αυτονομία στην περίπτωση του Πανεπιστημίου είναι αλληλοσυμπληρωματικές προϋποθέσεις. Η χρηματοδότηση είναι αναγκαία, αλλά χωρίς να αυξάνει την εξάρτηση. Αντίθετα, οφείλει να ενισχύει την αυτονομία, ασφαλώς με ένα ολοκληρωμένο πλέγμα θεσμικών ρυθμίσεων που εγγυώνται, μέσω ελέγχου και λογοδοσίας, της ορθής αξιοποίησης των δημόσιων πόρων.
Χρειάζονται ακόμα, αναμφίβολα, ριζικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του αλλά αυτές πρέπει να προκύψουν έπειτα από ενδελεχή μελέτη και να εφαρμοστούν σταδιακά ώστε να μην δημιουργήσουν μεγάλους κραδασμούς και αντιδράσεις οι οποίες θα τις ανατρέψουν.
Γιατί τελικά κάθε επόμενο βήμα εξαρτάται, χωρίς όμως να προκύπτει νομοτελειακά, από το προηγούμενο, καθώς οι δρώντες παίρνουν αποφάσεις στο πλαίσιο της διαθέσιμης γνώσης, των αντιλήψεων και των πολιτικών προτεραιοτήτων που επικρατούν (path dependence). Εναλλακτικά θα μπορούσαν να υπάρξουν ρήξεις/τομές άμεσα αλλά αυτό προϋποθέτει ότι αυτές θα έχουν «κερδίσει» την πανεπιστημιακή κοινότητα, η οποία καλείται να τις υλοποιήσει.
***
* Κείμενο εργασίας στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ του Λόη Λαμπριανίδη, Καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας, πρ. Γενικού Γραμματέα Ιδιωτικών Επενδύσεων, Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης
Όλη η ανάλυση: https://bit.ly/33mePHH