Η κόπωση της ελληνικής κοινωνίας είναι δεδομένη. Και αν επρόκειτο μόνον για κόπωση, θα ήταν όλοι ευτυχισμένοι, όμως εδώ έχουμε μια σχεδόν δεκαπενταετία  – σχηματικά από το 2007- που ανατράπηκε η μεταπολιτευτική κανονικότητα.

Η περιδίνηση της ελληνικής οικονομίας συμπαρέσυρε όπως ήταν αναμενόμενο την κοινωνία σε ένα καθοδικό σπιράλ με μεγάλο κόστος. Η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να διαγνώσει και να υπερβεί άμεσα και αποφασιστικά τις δομικές αδυναμίες που οδήγησαν στη χρεοκοπία επέτεινε χρονικά την κρίση και πολλαπλασίασε το κόστος. Βέβαια για να είμαστε δίκαιοι υπήρξαν κυβερνήσεις και περίοδοι που τα πράγματα συμμαζεύτηκαν ή διορθώθηκαν, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό ώστε να ισχυριστούμε σήμερα πως αφήσαμε πίσω μας οριστικά και αμετάκλητα τις εγγενείς παθογένειες. 

Η εμφάνιση της πανδημίας ήρθε σωρευτικά να προσθέσει νέα βάρη και νέες προκλήσεις σε έναν αδύναμο και γραφειοκρατικό κρατικό μηχανισμό, έφερε νέες οικονομικές επιβαρύνσεις και κατέστησε ορισμένα ζητήματα που χρόνιζαν επιτακτικά. Σε αυτή τη συγκυρία – για να είμαστε επίσης δίκαιοι με τις καταβληθείσες προσπάθειες – έγιναν σημαντικά βήματα λειτουργικού εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους όμως δεν κατέστη δυνατό να ξεπεραστεί η μόνιμη οργανωσιακή υστέρηση και οι χρόνιες ανεπάρκειες. Η φέρουσα ικανότητα του κράτους είναι συγκεκριμένη ακόμη και αν αποδεχθούμε ότι κινηθήκαμε στα άνω όριά της για να ανταπεξέλθουμε στην υγειονομική κρίση. 

Σε αυτήν την δεύτερη χρονικά υγειονομική κρίση, σημαντική παράμετρος που έχει συγκρατήσει σε διαχειρίσιμο για την ώρα επίπεδο την κατάσταση είναι η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος από την Ευρωπαϊκή Ένωση και η δυνατότητα χρηματοδότησης ελλειμμάτων κάθε κράτους μέλους – συνθήκη όμως που έχει έναν απολύτως ορατό χρονικό ορίζοντα πέραν του οποίου κάθε κοινωνία θα αναμετρηθεί με τις δικές της πραγματικότητες και αδυναμίες.

Το μόνιμο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας από το 2010 και μετά είναι να η επαναφορά της κανονικότητας. Να βγούμε επιτέλους από την αέναη κρίση και να πάρουμε τις ζωές μας πίσω. Είτε αυτή είναι η οικονομική και κοινωνική ζωή μέχρι το 2010 είτε αυτή είναι η ζωή προ πανδημίας. Εύλογο αίτημα απολύτως λογικό για μια κοινωνία που απώλεσε 30% του ΑΕΠ και για 2 χρόνια τώρα μετρά απώλειες ζωών και ζει υπό περιορισμούς. 

Εδώ όμως κρύβεται ο τεράστιος κίνδυνος.Για την Ελλάδα επιστροφή σε αυτό που εκτιμάται και ονοματίζεται κανονικότητα δεν υπάρχει. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στην προ του 2010 κατάσταση με κανένα υπαρκτό σενάριο – ακόμα και αν επιχειρηθεί μια τέτοια επιστροφή στο τέλος του δρόμου θα μας περιμένει μια νέα χρεοκοπία. Επίσης πρέπει να συνηθίσουμε πως το μέλλον που μας επιφυλάσσει ο 21ος αιώνας είναι γεμάτος κρίσεις και όχι κανονικότητες όπως το τελευταίο τέταρτο του 20ου. 

Ειδικά εμείς έχουμε μπροστά μας πληθώρα κρίσεων.

Πρώτα και κύρια την οικονομική έως ότου ξεπεράσουμε την οικονομικήυστέρηση μέσα από ένα πλέγμα αλλαγών σε κράτος και οικονομία. Ελλείμματα, δημόσιο χρέος και ασθενική ανάπτυξη δεν είναι συνταγή επιτυχίας.

Η δημογραφική κρίση είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο και συμπαρασύρει όλα τα πεδία κράτους και οικονομίας – ακόμη και αυτά της ασφάλειας και την άμυνας. Λιγοστεύουμε και γερνάμε τάχιστα.

Περιβαλλοντική κρίση καθώς φαίνεται να βρισκόμαστε στην πρώτη ζώνη χωρών που τις επόμενες δεκαετίες θα κληθούμε να πληρώσουμε τεράστιο κόστος λόγω κλιματικής αλλαγής.

Ενεργειακή κρίση καθώς η αλλαγή του ενεργειακού μείγματος αποδεικνύεται εν τοις πράγμασι κολοσσιαίο project άμεσα συνδεδεμένο με παγκόσμιες εξελίξεις και δυνατότητες κάθε χώρας να εντάξει την τεχνολογική εξέλιξη στην δική της παραγωγή ενέργειας.

Γεωπολιτική κρίση καθώς γειτνιάζουμε με μια αναθεωρητική δύναμη που διάκειται εχθρικά προς εμάς σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που μεταβάλλεται και απουσιάζουν οι μεταπολεμικές σταθερές.

Άρα λοιπόν τι μένει; Τι μπορούμε να κάνουμε; Είμαστε χαμένοι από χέρι; Είναι το μέλλον μας δυσοίωνο; Η απάντηση εδώ εξαρτάται από πολλές παραμέτρους. 

Πρώτη παράμετρος είναι να αναλύσουμε σε βάθος και ρεαλιστικά το σημείο που βρισκόμαστε. Δεν θα λύσουμε και δεν θα απαντήσουμε πειστικά σε καμία πρόκληση εάν δεν την αναγνωρίσουμε ως τέτοια. Αν ο δημόσιος διάλογος συνεχίσει να περιστρέφεται γύρω από επιδόματα, συντάξεις και μεταπολιτευτικές διευθετήσεις, έξεις και δομές δεν έχουμε μέλλον. Η νέα κανονικότητα είναι η αποτελεσματική διαχείριση κρίσεων από το κράτος όχι η ένταξη και ικανοποίηση συντεχνιακών αιτημάτων και χαριστικών ρυθμίσεων σε ομάδες πίεσης στο κράτος.

 Δεύτερο, ας ξεχάσουμε την μεταπολιτευτική κανονικότητα και ας αναζητήσουμε ιστορικά ανάλογα σε άλλες ιστορικές περιόδους. Η ήττα, η υποχώρηση, η υστέρηση δεν είναι νομοτέλεια αρκεί να προετοιμαστούμε. Υπάρχουν περίοδοι που η χώρα προόδευσε αισθητά. Πώς το πέτυχε; Με ποιες ελίτ; Με πιο πολιτικό πρόγραμμα; Με ποια ανάλυση διεθνών συγκυριών; Μια συνοπτική ματιά στη νεοελληνική ιστορία έχει αξιόλογα παραδείγματα. 

Τρίτο, μεταφορά πόρων σε άλλα πεδία – αν συνεχίσουμε να χρηματοδοτούμε άπατα βαρέλια χωρίς καμία μετρήσιμη ανταπόδοση επειδή συγκυριακά έχουμε πρόσβαση σε φθηνό χρήμα δίνουμε παράταση ζωής σε ένα νεκρό μοντέλο και σε 10 με 15 χρόνια θα βρεθούμε σε ακόμη πιο δυσμενή θέση. Αυτή η μεταφορά πόρων θα συναντήσει αντιστάσεις από την κοινωνία είναι όμως μονόδρομος. 

Κάθε κόμμα που κυβερνά είτε φιλοδοξεί να κυβερνήσει τη χώρα οφείλει να τοποθετηθεί σε αυτά τα ζητήματα γιατί αυτά συγκροτούν την ατζέντα της επόμενης πενηντακονταετίας. Εάν θέλουμε η Ελλάδα του 2060 να είναι χώρα εύρωστη, πληθυσμιακά μετρήσιμη, οικονομικά δυνατή, ενταγμένη σε όλα τα δίκτυα ισχύος, προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες πρέπει να δράσουμε σήμερα.

Το μέλλον σίγουρα δεν θα είναι γραμμικό – ίσως υπάρξουν περίοδοι που η παλίρροια θα μας σηκώσει και άλλες που η άμπωτη μπορεί να μας τσακίσει. Αυτό που πρέπει να αποφύγουμε με κάθε τρόπο είναι να είμαστε καρυδότσουφλο όπως στο ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Είναι απολύτως εφικτό να μην είμαστε εμείς εκ νέου ο αδύναμος κρίκος αλλά παράγοντας σταθερότητας.





ΠΗΓΗ