Από πού προέρχεται αυτή η αίσθηση του επείγοντος γύρω από την ανάγκη να ανακτηθεί ο έλεγχος των πανεπιστημίων στην Ελλάδα; Υπάρχει αναζωπύρωση του μεγάλου φόβου για μια σύγκλιση αγώνων όπου συμμαχεί ο φοιτητικός ακτιβισμός με τη λαϊκή οργή και που θα έβαζε φωτιά στην κοινωνική τάξη, όπως ο Μάης του ΄68 στη Γαλλία.

Ο ίδιος φόβος είναι παρών στη Γαλλία όπου όλος ο μακρονιστικός μηχανισμός κινητοποιήθηκε ενάντια στις υποτιθέμενες υπερβολές των «βοκιστών» και των «ισλαμοαριστερών» στα γαλλικά πανεπιστήμια που στιγματίζονται ως η μεγάλη απειλή. Ο Αλτουσέρ θεωρούσε ότι ο Μάης αντιπροσώπευε το σημαντικότερο συμβάν της δυτικής ιστορίας μετά την Αντίσταση και τη νίκη επί του ναζισμού. Το έλεγε όχι μόνο, ή πιο σωστά όχι τόσο, λόγω της μαζικής συμμετοχής των φοιτητών, μαθητών και νέων διανοουμένων, αλλά κυρίως λόγω της γενικής απεργίας των εννιά εκατομμυρίων εργατών.

Στην Ελλάδα ο φόβος των διαχειριστών παίρνει μια ακόμη πιο ριζοσπαστική μορφή με την εισαγωγή της αστυνομίας στα πανεπιστήμια. Αυτός ο φόβος μπορεί να δείχνει προς το παρόν σε ασυμφωνία με την πραγματικότητα της απειλής.

Μετά από 13 χρόνια καθόδου της χώρας στην κόλαση, και χωρίς να παραγνωρίζεται η πρωτιά της Πανσπουδαστικής στις πρόσφατες φοιτητικές εκλογές, η συμμετοχή των φοιτητών στις εκλογές παραμένει χαμηλή, οι οργανώσεις τόσο της εξωκοινοβουλευτικής όσο και της κοινοβουλευτικής αριστεράς δεν γνωρίζουν αξιοσημείωτη δυναμική και κινητοποιούν ένα σχετικά μικρό μέρος της νεολαίας. Τα κόμματα έχουν χάσει σε σημαντικό βαθμό την επαφή τους με τη φοιτητική και διανοούμενη νεολαία και δεν βλέπουμε πως θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν τους δεσμούς τους με αυτήν.

Παρ’όλα αυτά ο κίνδυνος μιας κοινωνικής έκρηξης καραδοκεί καθώς το θεσμικό αφήγημα είναι σε βαθιά ασυμφωνία με την πραγματικότητα της βιωμένης εμπειρίας της κοινωνίας. Τα στελέχη στηρίχθηκαν τα τελευταία χρόνια στο αφήγημα της «καλά διαχειριζόμενης οικονομικής κρίσης» έχοντας ρίξει στη μάχη τον στρατό εφησυχαστών ‘ειδικών’. Ο κύκλος των μεταγενέστερων κρίσεων (υγειονομική, ενεργειακή) δε δείχνει να αμφισβητεί την αντίληψη ότι σε γενικές γραμμές η οικονομία βρίσκεται σε τροχιά ομαλοποίησης.

Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από αυτή την αυτοϊκανοποίηση των διαχειριστών που ξέρουν πως να προστατεύουν τα συμφέροντά τους στη διάρκεια της καταιγίδας, ενώ γνωρίζουν ότι το χάσμα ανάμεσα στον λόγο τους που δείχνει τόσο αυτάρκης και την κοινωνική κατάσταση είναι τέτοιο που μπορεί να ανάψει το φυτίλι του θυμού και άρα να είναι από μόνο του καταλύτης στη βία.

Αν πάρουμε ασφαλείς αποστάσεις από την μυωπική ιστορία της κανονικότητας και δούμε τα δεδομένα συνειδητοποιούμε πόσο η επίσημη αφήγηση αδιαφορεί για το ουσιώδες. Δύο νούμερα αρκούν για να μας βυθίσουν ξανά στο ελληνικό δράμα που απέχει πολύ από το να έχει ολοκληρωθεί. Πτώση του ΑΕΠ 24% από το υψηλό του σημείο του 2008 (2008-2021). Τέτοια πτώση η χώρα είχε να γνωρίσει από την περίοδο του Β΄ΠΠ και του εμφυλίου πολέμου (1938-1951) στο τέλος της οποίας χωρίς οικοδόμηση της παραγωγικής της βάσης σημείωνε απώλεια του ΑΕΠ της τάξεως του 23%.

To 2008 η Ελλάδα ήταν μια χώρα της οποίας ο κατά κεφαλήν πλούτος ήταν 94% του επιπέδου του ευρωπαϊκού μέσου όρου, και 80% του γερμανικού επιπέδου, δίπλα στην Ισπανία και την Ιταλία. Το 2021 η ελληνική οικονομία βρίσκεται στο κάτω μέρος της ευρωπαϊκής κλίμακας της οποίας το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αντιπροσωπεύει λιγότερο από 65% του μέσου όρου της ΕΕ, δηλαδή λίγο περισσότερο από το μισό του γερμανικού επιπέδου, και άρα υποβιβαζόμενη πίσω από την Κροατία, τη Βουλγαρία και μόλις λίγο μπροστά από τη Ρουμανία, τη φτωχότερη χώρα της Ευρώπης.

Εδώ αναγκαίο είναι να διευκρινιστεί ότι μια τέτοια απώλεια πόρων αφορά όλα τα ατομικά εισοδήματα. Ούτε ο Κέυνς δεν είχε προβλέψει ότι οι μισθοί μπορούν να μειωθούν σε απόλυτους αριθμούς ακολουθώντας το ρητό ότι οι ονομαστικοί μισθοί είναι καθοδικά άκαμπτοι.

Τα εισοδήματα μειώθηκαν κατά 18% από το 2010 έως το 2021, ενώ αυξήθηκαν κατά 25% στη ζώνη του ευρώ και 32% στη Γερμανία. Σε μια από τις πιο άνισες χώρες της Ευρώπης, αυτό σημαίνει ακραία εξαθλίωση στο κάτω μέρος της κλίμακας.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το μερίδιο του ενεργού πληθυσμού με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις φτάνει ακόμη και σήμερα σε σημαντικές διαστάσεις και αφορούν τόσο την εργατική τάξη όσο και τα σχετικά εύπορα μεσαία στρώματα (μεσαία στελέχη, επιστήμονες, διδάσκοντες, ερευνητές κτλ.). Η Ελλάδα εμφανίζεται μεταξύ Βουλγαρίας και Ρουμανίας στα άκρα αυτού του ευρωπαϊκού δείκτη κινδύνου.

Το 2019 οι δημόσιες δαπάνες εξακολουθούσαν να μειώνονται κατά 32% σε σύγκριση με το 2009. Ανήκουστο. Το δημοσιονομικό σοκ είναι τόσο βίαιο που γίνεται εξωπραγματικό. Και αν οι κοινωνικές περικοπές δείχνουν μικρότερης κλίμακας, συμβαίνουν ενώ οι θέσεις εργασίας και οι μισθοί πέφτουν. Ο πληθυσμός πετάχτηκε στην άβυσσο, χωρίς αλεξίπτωτο, παρόλο που είχε πριν το 2008 ένα από τα συστήματα προστασίας όσον αφορά τις παροχές, την ανεργία, τη στέγαση ή την υγεία μεταξύ των φτωχότερων στην Ευρώπη.

Με το κόψιμο των συντάξεων που αποτελούσαν το μόνο σημείο για να πιαστούν οι Έλληνες στο πλαίσιο της οικογενειακής αλληλεγγύης, χωρίς να αναπτυχθούν οι άλλοι κλάδοι κοινωνικής προστασίας, οι διαχειριστές δεν άφησαν καμία ευκαιρία στον πληθυσμό. Υπό αυτό το πρίσμα μιας χωρίς επιστροφή κατάρρευσης πρέπει να εξετάσουμε τις πρόσφατες «θετικές» επιδόσεις της οικονομίας και την εντατικοποίηση του ανταγωνισμού για την ”απασχολησιμότητα” εντός της εργατικής τάξης και μεταξύ των εργαζομένων.

Στην πραγματικότητα η χώρα είναι αποχαυνωμένη. Διαρροή εγκεφάλων κατά εκατοντάδες χιλιάδες. Επενδύσεις που εξακολουθούν να γίνεται με μείωση της τάξης του 60% σε σχέση με τα επίπεδα του 2008 και που υποκλέπτουν περιουσιακά στοιχεία που υπάρχουν ήδη στο πλαίσιο των ιδιωτικοποιήσεων…. Δραματική απώλεια βιομηχανικής απασχόλησης και μετανάστευση αυτής σε υπηρεσίες, ιδίως σε αυτές που σχετίζονται με τον τουρισμό. Αν ήθελε η Ελλάδα να είναι ένα εργαστήριο των πολιτικών της προσφοράς τότε οι πειραματισμοί του είναι καταστροφικοί.

Η Ελλάδα μετά από την περίοδο της κατάρρευσης όπου οι άνθρωποι προσπαθούν να πιαστούν από κάπου, περνάει στη φάση της σταθεροποίησης του νέου υποβαθμισμένου καθεστώτος (μοναδικό στο είδος του). Οι διαχειριστές προβλέπουν και θέλουν να αντιμετωπίσουν προληπτικά τον κίνδυνο μιας μεγάλης κοινωνικής έκρηξης που δείχνει αναπόφευκτη (;) μετά τη διαδοχή των κρίσεων που ταρακούνησαν την ελληνική οικονομία. Η ιστορία δείχνει ότι αυτές οι διαταραχές δεν εμφανίζονται ταυτόχρονα με την περίοδο των κρίσεων, αλλά σε ύστερο χρόνο. Ακριβώς όταν τα πράγματα υποτίθεται ότι θα βελτιωθούν και οι κυβερνήσεις είναι έτοιμες να κάνουν κάποιες παραχωρήσεις για να αγοράσουν την κοινωνική ειρήνη σύμφωνα με την πουλαντζιανή οπτική.

Βρισκόμαστε κοντά σε αυτό το momentum όπου το πανεπιστήμιο θα μπορούσε δυνητικά να είναι ο χώρος που μπορεί να δημιουργήσει τις κοινωνικές, ιδεολογικές, πολιτικές συνθήκες που να μετατρέψουν μια κρίση σε επανάσταση ενάντια στην κοινωνική αποσάθρωση. Ο Γκράμσι αναφέρει στο Τετράδιο 13 ότι οι οικονομικές κρίσεις δεν προκαλούν θεμελιώδη γεγονότα […] το θέμα είναι πως επιδρούν στις σχέσεις των κοινωνικών δυνάμεων στο έδαφος των οποίων γίνεται η μετάβαση από αυτές στις σχέσεις πολιτικών δυνάμεων.

Οι φοιτητές των ελληνικών πανεπιστημίων δεν συνιστούν τάξη, οι περισσότεροι προέρχονται από τα «μεσαία στρώματα» με μικροαστική ιδεολογία. Άλλωστε οι σημερινοί φοιτητές δεν έχουν πρόσφατες ιστορικές αναφορές που να τους συνταράσουν σε αντίθεση με τους φοιτητές του Μάη του ΄68 (πόλεμος της Αλγερίας, πόλεμος του Βιετνάμ, εξεγέρσεις των μαύρων στις ΗΠΑ, η παλαιστινιακή αντίσταση..). Αυτό όμως δεν αποκλείει τις συγκλίσεις σε επίπεδο δράσης με την εργατική και εργαζόμενη τάξη, τους διανοούμενους εργαζόμενους, τους καλλιτέχνες.

Προφανώς το ζητούμενο είναι η ενότητα ενός αυτόνομου φοιτητικού κινήματος στο εσωτερικό του οποίου φυσικά να μπορούν να αναπτυχθούν συνδικαλιστικές δράσεις με διαφορετικά ιδεολογικά προτάγματα. Ένα τέτοιο εγχείρημα φαντάζει δύσκολο αυτή τη στιγμή, είτε συνεχιστεί η αιχμαλώτιση των φοιτητικών οργανώσεων από τις κομματικές μηχανές, είτε επιχειρηθεί με κυβερνητικό αυταρχισμό το λειτουργικό πάγωμα τους με στόχο τον πλήρη έλεγχο της παραγωγής ιδεών μέσα στο πανεπιστήμιο.

Κι ενώ η αστική φιλελεύθερη-συντηρητική ιδεολογία δε δείχνει να είναι τρωτή, ο φόβος των διαχειριστών δείχνει να γίνεται πιο έντονος. Δείχνουν να ξέρουν τουλάχιστον κάτι, ότι ακόμα και μια μικροαστική νεολαία που κατά κύριο λόγο παρακολουθεί προγράμματα σπουδών με συγκεκριμένο ιδεολογικό προσανατολισμό μπορεί να μετατραπεί σε έναν από τους μοχλούς κοινωνικής έκρηξης και να επιτεθεί στους μηχανισμούς της ιδεολογικής εγχάραξης του καπιταλιστικού κράτους, όπως συνέβη τον Μάη του ΄68. Πρέπει λοιπόν να προνοήσουν.

Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι καίριας σημασίας. Πρέπει το αστυνομικό κράτος και οι πράκτορες του να μπορούν να μπαινοβγαίνουν ανενόχλητοι κατά βούληση. Πρέπει να θεσμοποιηθούν οι οικονομικές και άρα ερευνητικές εξαρτήσεις των πανεπιστημίων από την οικονομία της αγοράς. Πρέπει να διαρραγεί ο πνευματικός ρόλος των πανεπιστημιακών δασκάλων.

Η επίθεση στους μηχανισμούς του εκπαιδευτικού συστήματος μιας χώρας ανεπανόρθωτα υποβαθμισμένης μέσα στην διεθνή καπιταλιστική τάξη υποκρύπτει το φόβο ότι μπορεί να χαθεί ο έλεγχος μεγάλου μέρους της νεολαίας. Σκοπεύει να εξουδετερώσει τις όποιες (ελάχιστες;) πιθανότητες έχει μια ιδεολογική εξέγερση να μετατραπεί σε πολιτική επανάσταση.

Οι φοιτητικές κινητοποιήσεις του Μάη του ’68 δεν ακολούθησαν τις κομματικές γραμμές, αλλά λειτούργησαν κινηματικά. Έχοντας στο πλευρό τους σημαντικό μέρος του διδακτικού προσωπικού βρέθηκαν στο πλευρό των ανθρώπων της εργασίας και των συνδικάτων στηρίζοντας τα αιτήματα τους. Κάτι τέτοιο δεν πρέπει να επαναληφθεί.

Φιλίππα Χατζησταύρου, επίκουρη καθηγήτρια, ΕΚΠΑ και Ολιβιέ Πασσέ, οικονομολόγος (Xerfi, Commissariat au plan, OFCE-Sciences-Po).

Απόψεις και άλλες δηλώσεις που εκφράζονται από χρήστες και τρίτα μέρη (π.χ., bloggers) είναι αποκλειστικά δικές τους και δεν αποτελούν απόψεις της HuffPost Greece. Την ευθύνη για περιεχόμενο που δημιουργείται από τρίτα μέρη φέρουν αποκλειστικά τα μέρη αυτά.





ΠΗΓΗ