Το «Κυπριακό πρόβλημα» απασχόλησε πολλούς Έλληνες, Κύπριους και ξένους πολιτικούς αναλυτές. Το 2019 ο Τσέχικος Εκδοτικός Οίκος «Εποχή» κυκλοφόρησε το βιβλίο μιας ομάδας μελετητών από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Καρόλου της Πράγας – με επικεφαλής τον PhDr. Jan Koura – που τιτλοφορείται «Το Διχοτομημένο  Νησί – Ο Ψυχρός Πόλεμος και το Κυπριακό  στην περίοδο 1960-1974».

Διάβασα με μεγάλη προσοχή το βιβλίο στα Τσέχικα και θεώρησα χρέος μου να παρουσιάσω στη HuffPost της Ελλάδας μια σύνοψη αυτής τη νέας ανασκόπησης του «Κυπριακού», η οποία δίνει έμφαση στο ρόλο που έπαιξαν οι μεγάλες δυνάμεις στην εξέλιξη των πραγμάτων της Κύπρου στα πλαίσια του τότε Ψυχρού Πολέμου. 

Ωστόσο, οι σημερινές συνθήκες, τις οποίες θα προσπαθήσω να συνοψίσω στο δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου, θυμίζουν έντονα την προ του 1974 κατάσταση. 

Εθνικισμός και Μεγάλη Βρετανία

Οι εθνικιστικές διαμάχες μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων πηγαίνουν βαθιά πίσω στο παρελθόν. Η Βρετανική Διοίκηση στο νησί, που χρονολογείτο από τα τέλη της δεκαετίας του 1870, συνέβαλε στην εμβάθυνσή τους, αντί να προσπαθήσει να τις μετριάσει, ως θα όφειλε. 

Η σημασία της γεωστρατηγικής θέσης της Κύπρου μεγάλωσε μετά τον Β ’Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω της ύπαρξης των αεροπορικών βάσεων. Αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα σχέδια ασφάλειας του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.

Εκτός από τις βάσεις, από τις οποίες τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα μπορούσαν να φτάσουν στα νότια σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης ή στην περιοχή του Σουέζ σε σύντομο χρονικό διάστημα υπάρχουν και τα σύγχρονα μέσα ηλεκτρονικής παρακολούθησης και υποκλοπής, τα οποία, εκτός από τη Μεγάλη Βρετανία, εξυπηρετούσαν εξίσου και τις ΗΠΑ. Από εκεί παρακολουθούσαν τις στρατιωτικές και διαστημικές δραστηριότητες της Σοβιετικής Ένωσης. Η ονομασία που δόθηκε στην Κύπρο ως ”το αβύθιστο αεροπλανοφόρο της Μεσογείου” υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο τη στρατηγική της σημασία.

Όμως, μετά το ξέσπασμα του ένοπλου αγώνα ενάντια στους Βρετανούς – την 1η Απριλίου του 1955 – που σύντομα κλιμακώθηκε σε αιματηρές συγκρούσεις και μεταξύ των δύο εθνοτικών κοινοτήτων στο νησί – σε συνδυασμό με την αποτυχία της επιχείρησης του Σουέζ, το Ηνωμένο Βασίλειο αναγκάστηκε να αναθεωρήσει την πολιτική του.

Αφού πρώτα ο Εθνάρχης Μακάριος εγκατέλειψε την ιδέα της «’Ένωσης», οι Βρετανοί τελικά συμφώνησαν να παραχωρήσουν ανεξαρτησία στην Κύπρο, αλλά υπό τον όρο ότι θα διατηρήσουν τις βάσεις τους. Πλην όμως, το Σύνταγμα της νεοσυσταθείσας Δημοκρατίας έδωσε υπερβολική εξουσία στους Τουρκοκύπριους, παρόλο που αποτελούσαν μόνο το 18% του πληθυσμού. Έτσι, οι δύο κοινότητες δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν στο θέμα της διακυβέρνησης της χώρας, ούτε και να δημιουργήσουν ενιαίο στρατό. Σύντομα έγινε σαφές ότι η κατάσταση ήταν δυσλειτουργική στη τότε μορφή της. 

Τρία χρόνια αργότερα, οι προσπάθειες των Ελληνοκυπρίων να αναθεωρήσουν το Σύνταγμα οδήγησαν στην απελευθέρωση της εθνοτικά υποκινούμενης βίας, η οποία έγινε λίγο πολύ μέρος της ζωής του νησιού μέχρι το 1974. Πολλές προτάσεις για την λύση του «Κυπριακού προβλήματος» απορρίπτονταν συνεχώς από κάποιον από τα εμπλεκόμενα μέρη, ενώ συχνά αποτρέπονταν από τον ίδιο τον Πρόεδρο Μακάριο, του οποίου οι προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες και οι προσπάθειες να διατηρήσει τη θέση του, τον οδήγησαν να αναζητήσει χέρι βοήθειας στο ΑΚΕΛ και να παίξει ένα διεθνές πολιτικό παιχνίδι στο οποίο δεν φοβήθηκε να αναμείξει τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ.

Ο Ψυχρός Πόλεμος και τα Τσεχοσλοβακικά όπλα

Ο αγώνας επικράτησης ανάμεσα στους δύο βασικούς πρωταγωνιστές του Ψυχρού Πολέμου, ο οποίος, σε μεγάλο βαθμό, είχε ιδεολογικό υπόβαθρο, δεν απέφυγε την Κύπρο. Το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ θορυβήθηκαν από την αυξανόμενη επιρροή του ΑΚΕΛ, το οποίο διατηρούσε στενούς δεσμούς με τις σοσιαλιστικές χώρες και απέρριπτε τη βρετανική στρατιωτική παρουσία στο νησί.

Σύμφωνα με τις αγγλοσαξονικές υπερδυνάμεις, η πιθανή συμμετοχή του ΑΚΕΛ στην Κυβέρνηση – που δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί στο μέλλον – θα μπορούσε να οδηγήσει την Κύπρο στο Σοσιαλιστικό Μπλοκ. Για το λόγο αυτό, αρνήθηκαν να αποδεχθούν την Κυπριακή Δημοκρατία στη Βορειο-Ατλαντική Συμμαχία και να βοηθήσουν στη δημιουργία του στρατού της.

Η κυβέρνηση Κένεντι – πιστή στο δόγμα του Ψυχρού Πολέμου ως αγώνα μεταξύ «καλού» και «κακού» – παραβλέπει τα εθνοτικά  προβλήματα της Κύπρου. Επικεντρώνεται στην αυξανόμενη επιρροή του ΑΚΕΛ, την οποία θεωρούσε πολύ πιο σοβαρή απειλή για το νησί. 

Όταν ο Μακάριος δεν έτυχε υποστήριξης από τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, άρχισε να αναζητά βοήθεια στο αναδυόμενο Κίνημα των Αδεσμεύτων και στην ανατολική πλευρά του «Σιδηρού Παραπετάσματος». Το ΑΚΕΛ, με το οποίο συνεργάστηκε στενά ο Αρχιεπίσκοπος, του δημιούργησε τις επαφές με χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, οι οποίες άρχισαν να προμηθεύουν το νησί με στρατιωτικό υλικό και να εξοπλίζουν στρατιωτικές ομάδες που χτίστηκαν ως αντίβαρο στην ελεγχόμενη από την Ελλάδα Εθνική Φρουρά.

Λόγω της διασύνδεσης του με τα σοσιαλιστικά κράτη, ο Μακάριος έγινε γνωστός ως «ο Κόκκινος Ιερέας» ή «ο Κάστρο της Μεσογείου». Οι επαφές του με την Ανατολή δυσαρεστήθηκαν όχι μόνο την κυβέρνηση της Ουάσιγκτον, αλλά και τη φασιστική χούντα των Αθηνών, η οποία ήρθε στην εξουσία στην Ελλάδα το 1967. Η τελευταία χρησιμοποίησε τη συνεργασία του Μακαρίου με το ΑΚΕΛ ως ένα από τα επιχειρήματα της για την ανατροπή του 7 χρόνια αργότερα. 

Από πρώτη ματιά, μπορεί να φαίνεται περίεργο γιατί ο κορυφαίος εκπρόσωπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο νησί συνεργάστηκε με τις κομμουνιστικές χώρες. Εντούτοις, ήταν η πολιτική της Δύσης που δεν πρόσφερε στον Μακάριο άλλη επιλογή από το να κρατήσει τη χώρα του ανεξάρτητη. Το δέσιμο με το Ανατολικό Μπλοκ, το οποίο – σε αντίθεση με τη Δύση – ήταν πρόθυμο να πουλήσει όπλα στην Κυπριακή Κυβέρνηση και να υποστηρίξει την ανεξαρτησία του στον ΟΗΕ, αποτελούσε μια αναγκαία/ ρεαλιστική και όχι ιδεολογική πράξη. 

Η κυβέρνηση Νίξονήταν πιο μετριοπαθής από τις δύο προηγούμενες κυβερνήσεις των ΗΠΑ σε ό,τι αφορούσε το ιδεολογικό επίπεδο του Ψυχρού Πολέμου, ενώ στην περίπτωση της Κύπρου δεν θεωρούσε πλέον την επιρροή του ΑΚΕΛ ως το μεγαλύτερο πρόβλημα.

Οι διαφωνίες για το μέλλον του νησιού επηρέασαν αρνητικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την κατάσταση ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία θα μπορούσε, σε περίπτωση αποκορύφωσης, να θέσει σε κίνδυνο την σε εξέλιξη «ομαλοποίηση» των σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση.

Παρ ’όλα αυτά, ακόμη και η προσέγγιση Νίξον εξακολουθούσε να θεωρεί το «Κυπριακό» πρωτίστως ως μέρος μιας αντιπαράθεσης των υπερδυνάμεων μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η οποία  απειλούσε τα συμφέροντα στρατηγικής, ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Η ίδια αντίληψη είχε επικρατήσει στη Σοβιετική Ένωση από τη δεκαετία του 1960. Έτσι, οι δύο υπερδυνάμεις επιδίωξαν τους δικούς τους ιδεολογικούς και πολιτικούς στόχους, ενώ τα εθνοτικά προβλήματα της Κύπρου είχαν για αυτές δευτερεύουσα σημασία.

Σύμφωνα με τη Μελέτη του Πανεπιστημίου του Καρόλου της Πράγας, μια άλλη βασική αιτία της διχοτόμησης της Κύπρου, υπήρξαν οι τότε διεθνείς πολιτικές συνθήκες και κυρίως η επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που εντατικοποιήθηκαν ξανά μετά από μια σύντομη περίοδο αμοιβαίας συνεργασίας στα μέσα της δεκαετίας του 1950.

Καμία από τις δυο χώρες δεν ήθελε να αποδυναμωθεί η θέση της στην Ανατολική Μεσόγειο, και, ως εκ τούτου, η πιθανή ένταξη της Κύπρου στο ένα ή το άλλο κράτος θα εξασθενούσε το κύρος της άλλης. Αυτός ο ανταγωνισμός στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είχε σημαντικό αντίκτυπο στο ό,τι συνέβαινε στο νησί. Ακόμη και πριν από τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κύπρου, τόσο η Αθήνα όσο και η Άγκυρα υποστήριξαν τις εκεί παραστρατιωτικές ομάδες, συμβάλλοντας έτσι στην κλιμάκωση της εθνοτικής βίας στο νησί.  

Οι ΗΠΑ – ως η ηγετική δύναμη της Δύσης – άρχισαν να επεμβαίνουν πιο έντονα στο «Κυπριακό» στα μέσα της δεκαετίας του 1950, για να γίνουν ένας από τους πρωταγωνιστές του σε λιγότερο από δέκα χρόνια αργότερα.

Μετά την αποτροπή της Τουρκικής εισβολής στο νησί τον Ιούνιο του 1964, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν τελικά να εφαρμόσουν ένα σχέδιο συνωμοσίας για την ανατροπή της Μακάριου, ο οποίος αποτελούσε για αυτούς το κύριο εμπόδιο στην εξεύρεση εξόδου από την κρίση.

Αυτή η προσέγγιση, η οποία είναι εντελώς απαράδεκτη από την άποψη του διεθνούς δικαίου, δείχνει ότι οι Αμερικανοί δεν ήξεραν τότε πώς να αντιμετωπίσουν το «Κυπριακό». Τρόμαζαν στην ιδέα ενός πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και στην πιθανή επέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης. Παρά την πιθανή διάσπαση της ΝΑ πτέρυγας του ΝΑΤΟ, δεν μπορεί να υποτεθεί ότι η ΕΣΣΔ παρενέβη άμεσα στο νησί, παρά τις διάφορες απειλές του σοβιετικού ηγέτη Χρουστσόφ.

Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι το αίτημα του Μακαρίου προς τη Μόσχα και την Πράγα – τον Αύγουστο του 1964 – για την παροχή αεροσκαφών και πιλότων για αντιμετώπιση του τουρκικού βομβαρδισμού του νησιού, δεν έγινε δεκτό. Ωστόσο, η κρίση ενίσχυσε περαιτέρω τη δυσπιστία του Μακάριου για τη Δύση, με αποτέλεσμα να αναζητήσει υποστήριξη από τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ και να συνάψει συμφωνίες με τη Σοβιετική Ένωση για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού.

Αν και οι Αμερικανοί κατάφεραν τελικά να διατηρήσουν την ενότητα της Βορειο-Ατλαντικής Συμμαχίας το 1964, το κόστος ήταν πολύ μεγάλο: η επιδείνωση των σχέσεων με την Ελλάδα, την Τουρκία και την Κύπρο, που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια πολύ πιο σοβαρή κρίση δέκα χρόνια αργότερα. 

Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και ο ρόλος της Τσεχοσλοβακίας

Το 1974, παρόλο που οι ΗΠΑ δέχτηκαν αρκετές προειδοποιήσεις σχετικά με την απειλή της Ελληνικής χούντας να ανατρέψει τον Μακάριο, δεν μπόρεσαν να προβλέψουν την ακριβή ημερομηνία του πραξικοπήματος, εξαιτίας διαφόρων παραγόντων. Η επιρροή ή ακόμη και ο ρόλος των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ στο πραξικόπημα, δεν έχει αποδειχθεί. Ούτε η ύπαρξη ενός σχεδίου το οποίο, όπως το 1964, σε συντονισμό με την Ελλάδα και την Τουρκία, θα οδηγούσε στην απομάκρυνση του Μακάριου.

O Χένρι Κίσινγκερ αποφάσισε να μην καταδικάσει δημόσια το πραξικόπημα. Η πολιτική των ίσων αποστάσεων μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας δεν είχε καμιά επιτυχία, ενώ οδήγησε και στην εισβολή της Τουρκίας στο νησί. Η διεθνής κατάσταση δεν ήταν η ίδια όπως δέκα χρόνια νωρίτερα, όταν η Τουρκία φοβόταν να παρέμβει στο νησί λόγω των αμερικανικών απειλών.

Το 1974, η Άγκυρα δεν αποδέχθηκε την άνευ όρων προσαρμογή της δράσης της στις υποδείξεις των ΗΠΑ. Έτσι, στις 20 Ιουλίου του 1974  οι τουρκικές δυνάμεις εισβάλουν στην Κύπρο, όπου έλαβαν χώρα ένοπλες συγκρούσεις με την Κυπριακή Εθνική Φρουρά, της οποίας ηγούνταν Έλληνες αξιωματικοί, και με την Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛ.ΔΥ.Κ.), ένα αμιγώς Ελληνικό στρατιωτικό σώμα. Έτσι, στρατιώτες από δύο κράτη μέλη του ΝΑΤΟ πολεμούσαν μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας μάλιστα αμερικανικά όπλα, τα οποία είχαν παρασχεθεί στην Ελλάδα και την Τουρκία από την εποχή του δόγματος Τρούμαν.

Η επιρροή της Τσεχοσλοβακίας στο «Κυπριακό», η οποία μισο-αποκαλύφθηκε από πρόσφατα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα των μυστικών υπηρεσιών της, απηχεί την ενεργό συμμετοχή στα πράγματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ιδίως με στις πωλήσεις όπλων, τη στήριξη της ανεξάρτητης πολιτικής του Προέδρου Μακάριου και τη διατήρηση επαφών με το ΑΚΕΛ, το οποίο είχε το ρόλο του στην κυπριακή πολιτική σκηνή.

Η Τσεχοσλοβακία βρισκόταν σε επαφή με Κύπριους κομμουνιστές από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ επισκέφθηκε την Πράγα για να κερδίσει την υποστήριξη της στον ΟΗΕ. Εκείνη, όμως, την εποχή το αίτημά του δεν ικανοποιήθηκε, επειδή επί Στάλιν τα κράτη του Ανατολικού Μπλοκ δεν ήταν υπέρ της άμεσης υποστήριξης του κινήματος ανεξαρτησίας κατά των αποικιακών δυνάμεων.

Μετά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Τσεχοσλοβακία ενδιαφέρθηκε περισσότερο για το νησί, καθώς και για άλλες χώρες του τρίτου κόσμου που είχαν απαλλαγεί πρόσφατα από την αποικιοκρατία. Συνήψε πολλές συμφωνίες με την Κύπρο, ενώ το 1966 υπέγραψε σύμβαση για την πώληση όπλων πεζικού και τεθωρακισμένων οχημάτων.

Όταν το πρώτο μέρος της παράδοσης του πολεμικού εξοπλισμού αποκαλύφθηκε προκαλώντας διεθνή σάλο, η Τσεχοσλοβακία αρνήθηκε να την ολοκληρώσει, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της Κυπριακής πλευράς.

Αυτό οφειλόταν στην πίεση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία αρχικά συμφώνησε στην πώληση των όπλων, αλλά μετά την αποκάλυψη της πρώτης παράδοσης δεν ήθελε να διαταράξει τις αναπτυσσόμενες σχέσεις της με την Τουρκία. Έτσι άσκησε πίεση στην Τσεχοσλοβακία να σταματήσει την εξαγωγή όπλων στο νησί. Παρόλο που ο Μακάριος τελικά παρέδωσε τα τσεχοσλοβακικά όπλα στα διεθνή στρατεύματα των Ηνωμένων Εθνών, η κατάσταση εμβάθυνε την ήδη κλονισμένη εμπιστοσύνη των ΗΠΑ, της Ελλάδας και της Τουρκίας στον Κύπριο ηγέτη. Η Τσεχοσλοβακία κατηγορήθηκε για την κλιμάκωση της κατάστασης στο νησί και ως εκ τούτου αρνήθηκε να πραγματοποιήσει περαιτέρω παραδόσεις την άνοιξη του 1967.

Ο Κύπριος Πρόεδρος έλαβε και πάλι βοήθεια από την Τσεχοσλοβακία – με τη μορφή πωλήσεων όπλων – στα τέλη του 1971. Οι πρώτες παραδόσεις έφτασαν στο νησί σε μια εποχή που άρχισαν να αναδύονται οι φήμες για ανατροπή του Μακάριου, η οποία επρόκειτο να πραγματοποιηθεί από την Ελλάδα με τη σιωπηρή συγκατάθεση της Άγκυρας.

Δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί πλήρως γιατί στο τέλος το πραξικόπημα δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά οι Τσεχικές πηγές προσφέρουν μια πιθανή εξήγηση.

Σύμφωνα με τον Γ.Γ. του ΑΚΕΛ και τον ίδιο τον Μακάριο, τα τσεχοσλοβακικά όπλα – με τα οποία ήταν οπλισμένοι οι υποστηρικτές του Αρχιεπισκόπου – αποθάρρυναν την Ελληνική χούντα από το να εφαρμόσει τελικά τα σχέδιά της.

Ωστόσο, αυτό δεν πέτυχε τον Ιούλιο του 1974, όταν λίγο πριν από τη «Επιχείρηση Πρόεδρος», η Τσεχοσλοβακία παρέδωσε στον Μακάριο χίλια πτυσσόμενα οπλοπολυβόλα, τα οποία όμως παρέμειναν αχρησιμοποίητα στο Προεδρικό Μέγαρο. Η πώληση στρατιωτικού υλικού είχε για την Τσεχοσλοβακία μεγάλη οικονομική σημασία. Οι Κυπριακές παραγγελίες αντιπροσώπευαν μια κερδοφόρα επιχειρηματική ευκαιρία, καθώς η Κύπρος πλήρωνε σε συνάλλαγμα και, στην περίπτωση της Σύμβασης του 1971, μέρος αυτής πληρώθηκε εκ των προτέρων. 

Πέραν της πώλησης όπλων, η Τσεχοσλοβακία βοήθησε τον Μακάριο να διατηρήσει την εξουσία στην Κύπρο με την  υποστήριξη της στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, του οποίου έγινε μη μόνιμο μέλος το 1964. Η Τσεχοσλοβακία συνέβαλε με την ψήφο της στην υπερψήφιση του ψηφίσματος 186 του Μαρτίου του ίδιου χρόνου που ζητούσε τον τερματισμό της βίας στην Κύπρο, τη μη παρέμβαση άλλων κρατών στις υποθέσεις της, την αναγνώριση της νομιμότητας της κυβέρνησης του Μακάριου και τη σύσταση της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο (ΟΥΝΦΙΚΥΠ).

Η Τσεχοσλοβακία ακολούθησε αυτήν την πολιτική – μαζί με τη Σοβιετική Ένωση – για σχεδόν δύο δεκαετίες. Η διατήρηση του Μακάριου στην εξουσία ήταν μια εγγύηση γι’ αυτές ότι η Κύπρος θα παραμείνει ανεξάρτητη, δεν θα ενταχθεί στη Βορειο-Ατλαντική Συμμαχία, ενώ δεν θα αυξηθεί ούτε η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στο νησί (ειδικά μετά τον Πόλεμο των έξι ημερών του 1967).

Η Σοβιετική Ένωση χρησιμοποίησε τις Ελληνοτουρκικές διαφορές για την Κύπρο ως εργαλείο για να αποδυναμώσει την ενότητα της Βορειο-Ατλαντικής Συμμαχίας και την παρουσία των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο. 

Αν και τόσο η Τσεχοσλοβακία, όσο και η Σοβιετική Ένωση, πωλούσαν όπλα στην Κύπρο, τα αρχειακά έγγραφα δεν υπαινίσσονται ότι τα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας εξέτασαν τη δυνατότητα άμεσης στρατιωτικής επέμβασης στο νησί κατά τη διάρκεια των κρίσεων του 1964 και του 1974.

Παρά την ουδέτερη πολιτική του Μακάριου, η Κύπρος εξακολουθούσε να θεωρείται ότι ανήκει στη σφαίρα επιρροής της Δύσης, γεγονός στο οποίο συνέβαλαν σημαντικά οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις.

Οι Σοβιετικοί και οι σύμμαχοι τους πίστευαν πως η στήριξη στο διεθνές πεδίο ή η πώληση όπλων σε ένα ουδέτερο/κυρίαρχο κράτος  θα μπορούσε να τους αποφέρει οφέλη με τη μορφή αποδυνάμωσης των δυτικών χωρών σε μια στρατηγικά σημαντική περιοχή, όπως η Ανατολική Μεσόγειος, αλλά χωρίς τον κίνδυνο άμεσης στρατιωτικής αντιπαράθεσης.

Επιπλέον, το 1974, η Σοβιετική Ένωση δεν θα μπορούσε – εξαιτίας των γεγονότων στην Κύπρο – να διακινδυνεύσει τη σε εξέλιξη «ομαλοποίηση» των σχέσεων της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. 

Μια ιστορία με μακροπρόθεσμο τραγικό τέλος; 

Τα πιο πάνω αποτελούν τη σύνοψη μιας ανασκόπησης από Τσέχους πολιτικούς αναλυτές που καλύπτει την περίοδο 1960-1974.

Από τότε έχουν περάσει 47 χρόνια και όμως η εικόνα του «αβύθιστου αεροπλανοφόρου της Μεσογείου» δεν έχει αλλάξει. Μάλιστα, η κατάσταση έχει περιπλακεί  τόσο πολύ, που ίσως για πρώτη φορά οι «σώφρονες» πολιτικοί μας να έχουν δίκαιο πως βρισκόμαστε στην πιο κρίσιμη καμπή του «Κυπριακού». Τώρα βέβαια δεν τους ακούει κανείς, αφού αυτά επαναλαμβάνουν κάθε λίγο εδώ και 47 χρόνια.  

Μπορεί να μεσολάβησε η περεστρόικα και η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», μπορεί οι ηγέτες των μεγάλων δυνάμεων, στις οποίες προστέθηκε και η Ευρωπαϊκή Ένωση, να αντικαταστάθηκαν από νεότερους, μπορεί να πέρασαν από το Προεδρικό Μέγαρο της Κύπρου εφτά Πρόεδροι, μπορεί οι Τουρκοκύπριοι – και το 2013 και οι Ελληνοκύπριοι – να άγγιξαν την οικονομική κατάρρευση, αλλά σήμερα η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο παρουσιάζει χειρότερη εικόνα.

Οι πάντες ασελγούν πάνω στη σύγχρονη πόρνη της Μεσογείου που αποκαλείται Κυπριακή Δημοκρατία. Ακόμα και κάποιοι ηγέτες της. Ο Δεύτερος Ψυχρός Πόλεμος βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.

Στην Τουρκία κυβερνά ένας «ηγέτης» οι πρακτικές του οποίου θυμίζουν ολοκληρωτικό καθεστώς. Το φλερτ ανάμεσα στον Ερντογάν και τον Πούτιν (S400, Πυρηνικό Εργοστάσιο Άκκουγιου και άλλα)  καλά κρατεί. 

Από το 1974 μέχρι σήμερα οι ηγέτες των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων είχαν επανειλημμένες ευκαιρίες να λύσουν το «Κυπριακό» με ρεαλιστικούς συμβιβασμούς. Σε ό,τι αφορά στους Τουρκοκύπριους, ας αναλογιστούν τις δικές τους ευθύνες. Για εμάς «του ντε φάκτο Νότου», τα δάκρυα του Τάσσου Παπαδόπουλου, το «τσιμέντωμα του ναι» του Δημήτρη Χριστόφια και η διπλή φυγή του Νίκου Αναστασιάδη από τις διαπραγματεύσεις της Γενεύης και του Κραν Μοντανά, αποτελούν, κατά την ταπεινή μου άποψη, μερικές από τις μεγάλες στιγμές των χαμένων ευκαιριών – για να περιοριστούμε μόνο σε αυτές του 21ου αιώνα.  

Παρά τα επανειλημμένα παθήματα πως «καλύτερα χθες παρά σήμερα», ο νυν Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας έχασε μια τετραετία – από τον Κραν Μοντανά μέχρι σήμερα – με τις παλινδρομήσεις του και «διερευνώντας  τη δυνατότητα των δυο κρατών». Και όταν οι Τούρκοι έθεσαν πρόσφατα και επίσημα το θέμα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων έγινε «Ζορό». Μονάχα που έβαλε τη μάσκα μπροστά στο στόμα και τη μύτη – λόγω κορονοϊού – αντί στα μάτια!

 

Μπορεί οι απλοί άνθρωποι, που έζησαν αρμονικά δίπλα-δίπλα για δεκάδες χρόνια – ανεξάρτητα εθνικής και θρησκευτικής προέλευσης – να έχουν συνειδητοποιήσει πως η τότε συμβίωση δεν είναι πια δυνατή, αλλά «για όνομα του Θεού ή του Αλλάχ», δεν είναι δυνατό να φθάσουν να μοιράσουν και de jure ένα «Βράχο της Μεσογείου» που αντιστοιχεί μόνο στο 0,002% της γήινης επιφάνειας.    

Εκείνο, όμως, που φοβάμαι πιο πολύ απ’ όλα είναι πως ο Ερντογάν, ο Τατάρ και η παρέα τους – στα πλαίσια της «Γαλάζιας Πατρίδας» – προχωρούν στρατηγικά πολύ πιο μακριά.Φαντάζομαι πως το όραμα τους είναι να κατακτήσουν ολόκληρη την Κύπρο, όπως και επί Οθωμανικής κυριαρχίας (1571–1878). 

Ήδη στο «Βορρά» οι Τούρκοι έποικοι είναι περισσότεροι από τους Τουρκοκύπριους. Αφού εμείς οι Ελληνοκύπριοι τους ενισχύουμε με τις εκάστοτε αποφάσεις μας να προχωρούν, ενώ η Μητέρα Πατρίδα θέλει ησυχία στο Αιγαίο! Ο τουρισμός βλέπετε. 

Γιατί ο Ερντογάν να μην αποθρασυνθεί;

Ο ΟΗΕ, οι ΗΠΑ, η ΕΕ, η Γερμανία κοκ, από τη μια βγάζουν «αυστηρές» ανακοινώσεις και ψηφίσματα και από την άλλη του δίδουν πολλά δισεκατομμύρια ευρώ για να «αναχαιτίσει το προσφυγικό κύμα». Τον αφήνουν να κάνει κουμάντο στη Βόρεια Συρία, στο Αφγανιστάν, στην Ανατολική Μεσόγειο, στην ΑΟΖ της Κύπρου και πάει λέγοντας. 

Και μετά μιλάνε για διεθνές δίκαιο, για ανθρώπινα δικαιώματα, για σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τόσες άλλες αρλούμπες. Κτίστε τους πύργους σας στη Νέα Υόρκη, στη Μόσχα, στο Λονδίνο και στη Λεμεσό, πλουτίστε από τα μεγάλα business και τα «χρυσά» διαβατήρια, αλλά, σας παρακαλώ, τουλάχιστο βουλώστε το! Δεν αντέχουμε άλλο πια αυτή την κοροϊδία!       

  





ΠΗΓΗ