Μεταξύ αναλυτών, ακαδημαϊκών και πολιτικών που ασχολούνται με την άμυνα και την εξωτερική πολιτική στην Ελλάδα έχει ξεσπάσει μία συζήτηση για το μέλλον των ελληνικών συμμαχιών, υφισταμένων και δυνητικών, που έχει οδηγήσει και σε έναν οιονεί εμφύλιο για το εξοπλιστικό πρόγραμμα του Πολεμικού Ναυτικού.
Η σημασία των συμμαχιών για το σύγχρονο ελληνικό κράτος είναι καίρια και ιστορικά τεκμηριωμένη.
Οι μεγαλύτερες ιστορικές επιτυχίες του ελληνικού κράτους συνέβησαν στα πλαίσια συμμαχιών (Ά και ΄Β Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μικρασιατική Εκστρατεία μέχρι το 1920) ενώ οι μεγαλύτερες αποτυχίες συνέβησαν λόγω της απουσίας τους (Πόλεμος του 1897, Μικρασιατική Εκστρατεία μετά το 1920). Φυσικά δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι η ανάγκη της Ελλάδος για συμμαχίες είναι ταυτοχρόνως και μία ομολογία της αδυναμίας του ελληνικού κράτους αλλά και ένας από τους λόγους που ευνοούν το βάρος του ξένου παράγοντα στην ελληνική πολιτική.
Δεν είναι συνεπώς παράξενο που μερικοί από τους πιο διαπρέπεις διεθνολόγους της Ελλάδας, όπως για παράδειγμα ο Καθηγητής Παναγιώτης Ήφαιστος ή ο Καθηγητής Ιωάννης Μάζης, έχουν ασχοληθεί με το πώς η Ελλάδα θα αποκτήσει το είδος συμμαχίας που θα αυξάνει την ασφάλεια της χωράς δίχως να θυσιάζει την αυτονομία της εξωτερικής πολιτικής της.
Σε αυτήν την σχολή σκέψης (νεότερο παράδειγμα ο Καθηγητής Διονύσιος Τσιριγώτης) πριμοδοτείται η προσπάθεια ελληνικών κυβερνήσεων να δημιουργήσουν σταθερές πελατειακές σχέσεις με έναν σημαίνοντα δρώντα των διεθνών σχέσεων, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ισραήλ με τις ΗΠΑ ή της Βρετάνιας με τις ΗΠΑ.
Ιστορικά ο Βενιζέλος ήταν το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα μιας τέτοιας πολιτικής με την προσπάθεια δημιουργίας πελατειακής σχέσης με την Μεγάλη Βρετάνια.
Ο Καθηγητής Ήφαιστος προέκρινε μία τέτοια σύζευξη με τις ΗΠΑ παλαιοτέρα ενώ πλέον διαβλέπει, μαζί με τον Καθηγητή Μάζη, μία αντίστοιχη συμμαχία με την Γαλλία.
Θα πρέπει να επισημανθεί όμως ότι, κατά την γνώμη μου, και οι δύο τείνουν να υπερτιμούν την συμμετρικότητα που υπάρχει σε πελατειακές σχέσεις.
Το παράδειγμα του Ισραήλ είναι ιδιαίτερο στο βαθμό συμμετρίας μεταξύ Ισραηλινών και συμφερόντων ΗΠΑ αλλά ακόμα και εκεί Ισραηλινές κυβερνήσεις χρειάστηκε να εγκαταλείψουν σημαντικά κομμάτια μιας ανεξάρτητης εθνικής πολιτικής στο πλαίσιο συνέχισης της πελατειακής σχέσης (αποχώρηση από χερσόνησο Σινά, Γάζα, και Λιβανό, συνομολόγηση συμφωνιών Όσλο με Αραφάτ).
Εκτός αυτού, ιστορικά πολλές πελατειακές σχέσεις είναι εξαιρετικά ανισοβαρείς όπως η μακροχρόνια σύζευξη μεταξύ Πορτογαλίας και Μεγάλης Βρετάνιας (1386-1580, 1640-1945).
Επειδή όμως μία πελατειακή σχέση απαιτεί αρκετό καιρό προκειμένου να αναπτυχθεί και επειδή βάση της συνήθως είναι μία συμμαχία, η συζήτηση αυτό τον καιρό έχει ορθώς επικεντρωθεί στο μέλλον των ελληνικών συμμαχικών σχέσεων και τον ρόλο τους αναφορικά με την ελληνοτουρκική διακρατική αντιπαλότητα.
Επιθυμώντας να συνεισφέρω σε αυτή την συζήτηση, θα ήθελα να παραθέσω κάποια στοιχεία και επιστημονικά ευρήματα για την σχέση συμμαχιών με την έκρηξη πολέμων και άλλων διακρατικών ενόπλων συγκρούσεων (Militarized Interstate Dispute).Θα το πράξω στην βάση του κεφαλαίου επισκόπησης της εργογραφίας από τον John A. Vasquez στο What do we Know About War, 2η έκδοση.
Το μεγαλύτερο μέρος των εμπειρικών δεδομένων θέτουν υπό αμφισβήτηση την ρεαλιστική (ως παράδειγμα ανάλυσης διεθνών σχέσεων) επιχειρηματολογία ότι οι συμμαχίες μπορούν να βοηθήσουν στην αποτροπή ενός πολέμου.
Η πλειοψηφία των συμμαχιών που έχουν ως μέλος έστω και μία μεγάλη δύναμη τείνουν να συνοδεύονται από πόλεμο μεταξύ ενός από τα μέλη της συμμαχίας με μη-μέλος εντός χρονικού διαστήματος 5 ετών, με την εξαίρεση της περιόδου του 19ου αιώνα (δηλαδή της περιόδου του Συστήματος της Βιέννης και των επιγόνων του).
Η σχέση αυτή δεν είναι υποχρεωτικά αίτιου και αποτελέσματος, αφού υπάρχουν πόλεμοι που δεν προέκυψαν έπειτα συμμαχιών, αλλά όπου απαντώνται συμμαχίες για το μεγαλύτερο μέρος της χρονικής περιόδου από τον 16ο αιώνα μέχρι τον 20ο αιώνα, ο πόλεμος ακολουθούσε συχνότερα την σύναψη συμμαχίας (κυρίως στη βάση τον μακρο-ιστορικών αναλύσεων του Jack S. Levy) παρά το αντίστροφο. Μεταγενέστερες αναλύσεις μας επέτρεψαν να έχουμε μία πιο σαφή εικόνα.
Οι συμμαχίες μεταξύ μεγάλων δυνάμεων που έχουν κερδίσει τους τελευταίους πολέμους που είχαν διεξάγει και είναι αναθεωρητικές ως προς την εξωτερική τους πολιτική τείνουν να είναι οι πιο πολεμογένεις.
Αυτή η σχέση επηρεάζεται περαιτέρω από το αν οι σύμμαχοι έχουν δημοκρατικά πολιτειακά χαρακτηριστικά ή όχι, καθώς επίσης και από το εάν πρόκειται για μεγάλες δυνάμεις ή μη (στη βάση του έργου των Douglas Gilber και Zeev Maoz).
Στα πλαίσια του επεξηγηματικού θεωρητικού πλαισίου ‘Βήματα προς Πόλεμο’, την περίοδο 1816-1945, η παρουσία συμμαχιών με πολιτικά όμορα κράτη (politically relevant states) τείνει να συνυπάρχει, στην σχέση μιας δυάδας κρατών που βρίσκονται σε ένοπλη σύγκρουση, με την κλιμάκωση της σύγκρουσης σε διακρατικό πόλεμο (στη βάση των αναλύσεων των Paul Senese και John A. Vasquez).
Αυτό δεν ίσχυε μόνο την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, όπου η ανισορροπία της σχέσης ΗΠΑ – ΕΣΣΔ με τους συμμάχους τους επέτρεπε μία ευχέρεια διαχειριστικής δράσης που δεν υπήρχε πριν το 1945.
Το επόμενο μεγάλο βήμα στην ανάλυση των σχέσεων συμμαχιών και πολέμου έγινε με την έκδοση της βάσης δεδομένων ′Alliance Treaty Obligations and Provisions′ (ATOP), δηλαδή μίας βάσης δεδομένων για τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις και ορούς συμμαχιών (στην βάση έργου μίας ομάδας υπό την επίβλεψη των Brett Ashley Leeds, Jeffrey Ritter, Sara Mitchell και Andrew Long).
Τη δημιουργία της βάσης ακολουθήσε μία πλούσια σειρά αναλύσεων (σχεδόν παντελώς άγνωστη στην ελληνική διεθνολογική βιβλιογραφία) που εμπλούτισε περαιτέρω τις γνώσεις μας για τις συμμαχίες και την σχέση τους με τον πόλεμο.
To πιο σημαντικό αρχικό εύρημα ήταν ότι το 75% των συμμάχων που εγγράφως και ξεκάθαρα δηλώνουν ότι θα υπερασπιστούν αμυντικά ένα σύμμαχο κράτος, πράγματι το πράττουν αυτό σε περίπτωση πολέμου.
Περαιτέρω οι αμυντικές συμμαχίες της περιόδου 1815-1944 τείνουν να βοηθούν στην αποφυγή διακρατικών ενόπλων συγκρούσεων, χωρίς όμως να είναι ξεκάθαρο αν συμβαίνει το ίδιο με την κλιμάκωση ενόπλων συγκρούσεων σε πόλεμο (όλοι οι πόλεμοι ξεκινούν σαν ένοπλες διακρατικές συγκρούσεις που κλιμακώνονται αλλά η συντριπτική πλειοψηφία των ενόπλων διακρατικών συγκρούσεων δεν κλιμακώνονται.
Είναι δύο συνδεόμενες μεταβλητές, αν και όχι ταυτόσημες, που οδηγούν σε δύο διαφορετικά ερευνητικά προγράμματα: ένα για τα αίτια των ενόπλων διακρατικών συγκρούσεων και ένα για την κλιμάκωσή τους). Στην περίπτωση αποφυγής πολέμου, οι αμυντικές συμμαχίες δεν φαίνεται να έχουν είτε πολεμογένη είτε αποτρεπτική επιρροή (στη βάση της έρευνας από Vasquez και Leeds).
Αυτό που σαφώς μπορεί να ειπωθεί στην βάση της ερευνάς είναι ότι οι αμυντικές συμμαχίες τείνουν να ενισχύουν την εξάπλωση του πολέμου, με την είσοδο σύμμαχων κρατών σε πολυμερείς συγκρούσεις, κάτι που είναι πιο σπάνιο σε αυστηρά διμερείς συγκρούσεις.
Επιπρόσθετες αναλύσεις με πιο λεπτομερείς πληροφορίες για τον χαρακτήρα συμμαχιών υποδηλώνουν ότι συμμαχίες που χαρακτηρίζονται από υποχρεώσεις και ορούς, με στόχο τον εξαναγκασμό μη-σύμμαχου κράτους αντί για αποτροπή, και συμμαχίες με υποχρέωση αμυντικής συνδρομής άνευ οποιασδήποτε προϋπόθεσης (π.χ. η αμυντική συνδρομή να βασίζεται στην αποφυγή από μέλους οποιασδήποτε ενέργειας μπορεί να θεωρηθεί προκλητική από το κράτος-στόχο, π.χ. επέκταση 12 ν.μ στην ελληνοτουρκική διακρατική αντιπαλότητα) είναι εξαιρετικά πολεμογένεις συγκριτικά με παθητικές αποτρεπτικές αμυντικές συμμαχίες με αυστηρές προϋποθέσεις ενεργοποίησης (στη βάση ανάλυσης του Brett V. Benson).
Ο Choong-Nam Kang εντοπίζει ευρήματα που καταδεικνύουν ότι ο αποτρεπτικός ρόλος αμυντικών συμμαχιών με κράτη που δεν είναι μεγάλες δυνάμεις εμφανίζεται κυρίως την περίοδο 1989-2001.
Την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου οι αμυντικές συμμαχίες, κατά μέσο όρο, δεν φαίνεται να έχουν κάποια σημαντική επιρροή. Την περίοδο 1816-1945 η αμυντική συμμαχία με μεγάλη δύναμη τείνει να ακολουθείται από την εξαπόλυση διακρατικής στρατιωτικής σύγκρουσης προς το συμβαλλόμενο μέλος που δεν είναι μεγάλη δύναμη.
O Michael R. Kenwick βρήκε ότι την περίοδο 1815-1944 η σύναψη αμυντικής συμμαχίας τείνει κατά μέσο όρο να ακολουθείται από μεγαλύτερο αριθμό διακρατικών ενόπλων συγκρούσεων μέσα στα επόμενα πέντε χρονιά, συγκριτικά με την πενταετία πριν την σύναψη. Τα ιδία αποτελέσματα για έναρξη πολέμων βρίσκουν οι John A. Vasquez και Matthew A. Powers.
Η ανάλυση και επιστημονική συζήτηση των παραπάνω ευρημάτων συνεχίζεται αμείωτη (The Journal of Politics Τεύχος 79, Αριθμός 1, Ιανουάριος 2017), μπορούμε όμως να πούμε ότι τα ακόλουθα προσωρινά συμπεράσματα είναι σοφό να παρθούν υπ’όψην κατά την συζήτηση για τις δυνητικές συμμαχίες της Ελλάδος και τα δυνητικά αποτελέσματά τους στην ένταση της ελληνοτουρκικής διακρατικής αντιπαλότητας.
-
Με την εξαίρεση του 19ου αιώνα, οι συμμαχίες που έχουν μέλη μεγάλες δυνάμεις τείνουν να είναι πολεμογένεις.
-
Αμυντικές συμμαχίες, ιδιαίτερα παθητικές με αυστηρές προϋποθέσεις ενεργοποίησης (δηλαδή που δεν δίνουν ‘λευκή επιταγή’ στον έναν από τους δύο συμμάχους για πρόκληση κρίσεων) τείνουν να σχετίζονται με μία μείωση στην έκρηξη διακρατικών ενόπλων συγκρούσεων.
-
Ο πολεμογένης ή όχι ρόλος συμμαχιών δεν είναι ανεξάρτητος άλλων μεταβλητών, όπως το κυρίαρχο ιδεολογικό και κανονιστικό πλαίσιο, είτε περιφερειακά είτε στο επίπεδο μεγάλων δυνάμεων (έλλειψη ή ύπαρξη διαχειριστικού συντονισμού), και αλλά στοιχεία που το επεξηγηματικό θεωρητικό πλαίσιο ‘Βήματα προς Πόλεμο’ επισημαίνει ως πολεμογένη (διακρατική αντιπαλότητα, αμοιβαίες στρατιωτικές δαπάνες, κούρσες εξοπλισμών, ύπαρξη εδαφικών διαφορών).
Τι πάει να πει αυτό για την ελληνική περίπτωση;
Πρώτον πρέπει να ρωτήσουμε τί ακριβώς επιθυμούμε από μία συμμαχία.
Την υπεράσπιση της παρούσης κυριαρχικής καθεστηκυίας τάξης ή την αποτροπή δυναμικής στρατιωτικής αντίδρασης της Τουρκίας στην άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων της Ελλάδος (12 ν.μ, ανακήρυξη ΑΟΖ) που όμως εκ των πραγμάτων θα αλλάξουν την υπάρχουσα κυριαρχική καθεστηκυία τάξη;
Αν μιλάμε για το δεύτερο, θεωρώ ότι είναι απίθανο να μας δοθεί μία συμμαχία που θα μας δώσει την ελευθέρια δράσεως επί του θέματος.
Μία συμμαχία, για να είναι χρήσιμη για αυτόν τον δεύτερο στόχο, θα πρέπει να είναι είτε συμμαχία καταναγκασμού προς την Τουρκιά είτε αμυντική συμμαχία χωρίς προϋποθέσεις.
Όπως ανέφερα παραπάνω, αν στόχος μας είναι και η αποτροπή πολέμου, τότε αυτού του είδους οι συμμαχίες είναι εξαιρετικά πολεμογενείς σε συνθήκες πολυπολικού διεθνούς συστήματος.
Είναι ξεκάθαρο ότι οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν ελληνοτουρκικό πόλεμο ούτε επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ.
Φρονώ ότι οι δηλώσεις του Πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Αθηνά δίνουν ένα ξεκάθαρο στίγμα προτίμησης, είτε για περιορισμό εναέριου χώρου και χωρικών υδάτων στο Αιγαίο στα 6 ν.μ ή επέκτασης στα 10 ν.μ.
Οι λόγοι για αυτό είναι σαφείς.
Πρώτον, αποφυγή πιθανής ένοπλης διακρατικής σύγκρουσης Ελλάδος – Τουρκίας και ενδεχόμενης κλιμάκωσης σε πόλεμο (υπερβολικά πολλοί αναλυτές και διεθνολόγοι στην Ελλάδα δείχνουν έναν ανησυχητικό εφησυχασμό για την πιθανότητα κλιμάκωσης ενός λεγομένου θερμού επεισοδίου, ουσιαστική μορφή διακρατικής ένοπλης σύγκρουσης, σε πόλεμο) που θα έχει αναμφίβολα σοβαρές συνέπειες για την συνοχή του ΝΑΤΟ.
Δεύτερον, ελληνική επέκταση στα 12 ν.μ εκ των πραγμάτων θα δημιουργήσει κυβερνητική κρίση στην Τουρκία, με απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Αυτός πιστεύω ότι είναι και ο βασικός λόγος που η ρωσική κυβέρνηση υποστηρίζει την ελληνική επέκταση, καθώς μία τέτοια κρίση θα είναι ευκαιρία για την περαιτέρω πρόσδεση του Προέδρου Ερντογάν στο ρωσικό άρμα.
Οι ΗΠΑ ούτε το ένα θέλουν ούτε το άλλο. Και για να είμαστε δίκαιοι, ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Γαλλία ούτε το Ισραήλ επιθυμούν μία διολίσθηση της Τουρκίας σε έναν ιρανικό δρόμο ή σε έναν εμφύλιο πόλεμο.
Μία κρίση για τα 12 ν.μ. έχει τη δυνατότητα να ανατρέψει τους υπάρχοντες πολιτικούς συσχετισμούς στην Τουρκία, ειδικά μεταξύ των δύο εκείνων κομμάτων, ΑΚP και MHP, που έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν ένοπλες συγκρούσεις στο εσωτερικό.
Κατ’ επέκταση θεωρώ απίθανο οι ΗΠΑ να δώσουν στην Ελλάδα το είδος της αμυντικής συμμαχίας που θα έδινε την άνεση σε μία ελληνική κυβέρνηση να προκαλέσει την Τουρκία, εκτελώντας τα νόμιμα ελληνικά δικαιώματα.
Φυσικά το τωρινό status quo καλύπτεται από τις ΗΠΑ εκ των πραγμάτων, καθ‘ότι εφάπτεται σχεδόν απόλυτα με το δηλωμένο εθνικό συμφέρον, όπως έχει αποφασιστεί από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ (κάποια αλλαγή επί Μπάιντεν δεν νομίζω ότι θα είναι ρηξικέλευθη από τον βασικό άξωνα ‘Όχι πόλεμος-Όχι Τουρκιά σε πορεία Ιράν’).
Η Γαλλία όμως;
Είναι προφανές ότι η Γαλλία επιθυμεί να χτίσει μία περιφερειακή στρατηγική αρχιτεκτονική στην περιοχή που αφ‘ενός θα μπορεί να λειτουργήσει επικουρικά του ΝΑΤΟ και αφ’ετέρου θα είναι ανεξάρτητη αρκετά ώστε να δίνει στην Γαλλία μία ελευθερία κινήσεων όπου τα γαλλικά συμφέροντα δεν εφάπτονται με αυτά των ΗΠΑ.
Η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν ρολό σε αυτό το πλαίσιο αλλά δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο ποιος είναι ο ρόλος της Τουρκίας (εκτός μεν, αλλά το εκτός μπορεί να κυμαίνεται από σχέσεις ευκαιριακής συνεργασίας μέχρι σχέσεις σοβαρής στρατιωτικής αντιπαλότητας).
Επιπροσθέτως δεν θεωρώ ότι είναι σώφρον το να θεωρούμε ότι η ελληνογαλλική σχέση θα υπερκεράσει σε σημασία για την όποια γαλλική κυβέρνηση τις σχέσεις ΗΠΑ-Γαλλίας και την γερμανογαλλική σχέση.
Εκ των πραγμάτων μία τέτοια κατάσταση βάζει περιορισμούς στο τι μπορεί να προσφέρει η Γαλλία στην Ελλάδα.
Αρά είναι απίθανο η Γαλλία να επιθυμεί ελληνοτουρκικό πόλεμο και απίθανο, όποια και να είναι η γνώμη του προέδρου Μακρόν, να προκαλέσει πολιτική κρίση στην Τουρκία με απρόβλεπτες συνέπειες.
Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν ξέρουμε πόσο αυτή η γαλλική πολιτική είναι προσωπική, δηλαδή πολιτική που κυρίως προωθεί ο Προέδρος Μακρόν, και πόσο θεσμική, δηλαδή πολιτική που έχει βαθιά υποστήριξη στην γαλλική γραφειοκρατία (αν θέλετε το γαλλικό βαθύ κράτος, σαν την παλαιά πανίσχυρη Centrale).
Είναι επικίνδυνο να επαναλάβουμε το λάθος του Ελευθέριου Βενιζέλου την περίοδο 1918-1920, δηλαδή να μπερδέψουμε την προσωπική πολιτική ενός οποιουδήποτε Γάλλου πολιτικού αρχηγού, τότε Κλεμανσώ τώρα Μακρόν, με θεσμική.
Λαμβάνοντας τα παραπάνω υπ’όψην, μία Γαλλική κυβέρνηση είναι τόσο απίθανο να μας δώσει το είδος της αμυντικής συμμαχίας που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να προκαλέσει κρίση με επέκταση στα 12 ν.μ. όσο και μία κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Πιο πιθανό είναι η όποια ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής βοήθειας να περιλαμβάνει αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις ενεργοποίησης, δηλαδή μία περιορισμένης παθητικής αποτρεπτικής αμυντικής συμμαχίας.
Το υπέρ αυτής της κατάστασης είναι ότι, αν στόχος μας είναι η αποτροπή πολέμου, αυτού του είδους οι συμμαχίες έχουν ιστορικό επιτυχίας.
Το κατά είναι ότι δεν καλύπτει την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος σε ενδεχόμενο που θα προκαλέσουν τουρκική στρατιωτική αντίδραση. Μία τέτοια συμμαχία είναι πιο πιθανό να καλύπτει οτιδήποτε καλύπτει και η υπάρχουσα πολιτική των ΗΠΑ, το τρέχoν κυριαρχικό status quo.
Εν κατακλείδι, είναι απίθανο η Ελλάδα να αποκτήσει το είδος συμμαχίας που θα της έδινε τη δυνατότητα με ασφάλεια να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα στα 12 ν.μ και να κηρύξει ΑΟΖ στη βάση του Χάρτη της Σεβίλλης.
Περαιτέρω, αν σκοπός είναι η αποτροπή πολέμου, δεν είναι όλες οι αμυντικές συμμαχίες το ίδιο. Ανάλογα με τους ορούς τους, κάποιες είναι εξαιρετικά πολεμογενείς και άλλες όχι. Αυτές που δεν είναι πολεμογενείς, είναι ακριβώς αυτές που θα θέσουν τους μεγαλύτερους περιορισμούς στην ελληνική εξωτερική πολιτική προς την Τουρκία.
* Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Νικόλαο Βουχίουνη για την επιμέλεια του κειμένου.