Η πρόσφατη αναδημοσίευση  της μελέτης του Αμερικανού αναλυτή και ιδρυτή της εταιρείας Stratfor, Τζορτζ Φρίντμαν εν έτει 2009 για την αναβίβαση της Τουρκίας σε θέση και ρόλο περιφερειακού ηγεμόνα έως το 2050 με ευμεγέθη σφαίρα γεωπολιτικής επιρροής σε όλα τα αζιμούθια, από την Ελλάδα και την Κύπρο, στις χώρες της Μέσης Ανατολής (με εξαίρεση το Ισραήλ), στη Βόρεια Αφρική και σε περιοχές της Ρωσίας, και τον Ερντογάν να προδηλώνει ως αξονικό πολιτικό στόχο για τον εορτασμό των 100 χρόνων από την ίδρυση της Τουρκικής δημοκρατίας την αποστολή  στο διάστημα,  εγείρουν γενικότερα ερωτήματα αναφορικά με το μέτρο αποτελεσματικότητας της Ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος, καθώς και τη διάγνωση-αξιοποίηση του συγκριτικού στρατηγικού πλεονεκτήματος της Αθήνας ως γεωπολιτικού άξονα (γεωπολιτικός μεντεσές του ΝΑΤΟ).

Αυτό γιατί ο τούρκος υπουργός Άμυνας, Χουλουσί Ακάρ, διαγιγνώσκει ότι η υποτιθέμενη κούρσα εξοπλισμών από την Ελλάδα και η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης δεν συνωθούν στην αλλαγή της ισορροπίας ισχύος στο Αιγαίο και στη Θράκη.

Τουναντίον  «αυτή η εξοπλιστική προσπάθεια της Ελλάδας δεν είναι τίποτα άλλο παρά σπατάλη των χρημάτων του ελληνικού λαού. Δεν συνάδει ούτε με τη λογική ούτε με τα μαθηματικά. Η Τουρκία είναι ένας ακλόνητος σύμμαχος του ΝΑΤΟ». 

Ενώ σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να μετριασθεί η γεωπολιτική βαρύτητα της Άγκυρας:

 «Δεν έχει καμία επίδραση. Εδώ και 69 χρόνια η Τουρκία αποτελεί πολύ σημαντικό σύμμαχο του ΝΑΤΟ.

Η Τουρκία είναι από τις πρώτες 8 χώρες που συμβάλλουν πιο πολύ στον προϋπολογισμό του ΝΑΤΟ.

Είναι πέμπτη όσον αφορά τη συμμετοχή σε αποστολές και επιχειρήσεις και δεύτερος στρατός του ΝΑΤΟ.

Είναι δυνατόν να μειωθεί το βάρος μιας τέτοιας Τουρκίας; Η Τουρκία θα εκπληρώνει μέχρι τέλους την αποστολή και τα καθήκοντά της στο ΝΑΤΟ».

Με διαφορετική διατύπωση ο Ακάρ επανεπιβεβαιώνει τον αέναο και υψηλό βαθμό γεωστρατηγικής-γεωπολιτικής βαρύτητας της Τουρκίας από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.

Δεν είναι μόνο η συγκαιρινή δήλωση του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ,  Γενς Στόλτενμπεργκ, ότι  «η Τουρκία είναι ένας σημαντικός σύμμαχος καθώς συνορεύει με το Ιράκ και τη Συρία, και είχε ρόλο-κλειδί στην αντιμετώπιση του ISIS και στην απελευθέρωση εδαφών που ήλεγχε ο ISIS στο Ιράκ και τη Συρία», και τα διαπλεκόμενα οικονομικά-πολιτικά-στρατιωτικά συμφέροντα των Ευρωπαίων εταίρων με την Τουρκία, αλλά κυρίως η μακροχρόνια στρατιωτική επένδυση των ΗΠΑ σε αυτήν.

Όπως καταμαρτυρείται στην έκθεση του αναπληρωτή υπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, Lawrence Eagleburger, (5 Σεπτεμβρίου 1981):

«Η γεωγραφία και η ιστορία καθιστούν την Τουρκία ένα σταυροδρόμι για τα θεμελιώδη συμφέροντα ασφαλείας των ΗΠΑ. Παραδοσιακά, ο ρόλος της Τουρκίας στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και της Δυτικής Ευρώπης αποκρυσταλλώνεται σε μια ομοτράπεζη δημοκρατία, στο ανατολικό προπύργιο της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ, και ως θεματοφύλακας των ζωτικών στενών.

Η Τουρκία είναι επίσης αναπόσπαστο μέρος του ιστού των ανατολικών μεσογειακών θεμάτων.

Έχει μεγάλη επιρροή στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ σε σχέση με την Ελλάδα και την Κύπρο. Το αντίστροφο δεν είναι λιγότερο αληθές. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να εξετάσουμε και την Τουρκία υπό το πρίσμα των άλλων σημαντικών συμφερόντων των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο». 

Αντί λοιπόν να αναλωνόμαστε σε ένα άστοχο και άκαιρο παιχνίδι επίρριψης ευθυνών (blame game) για μια άνευ ουσίας-περιεχομένου προ-διαπραγματευτική διαδικασία προετοιμάζοντας τον 62ο γύρο των διερευνητικών επαφών, απλά και μόνο για να συμφωνούμε πως διαφωνούμε, καλό θα ήταν ν’ ακολουθήσουμε-χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα της διεθνούς πολιτικής κατανοώντας ότι στο διακρατικό πεδίο η ισχύς είναι αθέσπιστη και ορίζεται ως δύναμη.

Τοιουτοτρόπως η διπλωματία του εκάστοτε κράτους λειτουργώντας υπό συνθήκες αβεβαιότητας, ρευστότητας, τρόμου και απληστίας, θεμελιώνεται στη γεωπολιτική-ιστορική του βαρύτητα και στην αποτρεπτική του ικανότητα.

Γιατί το να αναμένεις τον από μηχανής θεό για να σε σώσει από τις συμπληγάδες του νεοθωμανισμού,  από τους λαιστρυγόνες και τους κύκλωπες της διεθνούς των αγορών ή το να προσδοκάς από τον φαινομενικό σου σύμμαχο (Ισραήλ, Αίγυπτο, κ.α.) να εξισορροπήσει τις τουρκικές επιβολές ή από τον λειτουργικό Ευρωπαϊκό σου εταίρο να υψώσει τα διπλωματικά του τείχη είναι ευσεβείς πόθοι εάν δεν δύνασαι να βοηθήσεις εαυτό.  

Κατά τούτο οι μεγαλοσχήμονες υποθέσεις, αξιολογήσεις, κρίσεις και δηλώσεις περί της επερχόμενης αλλαγής στις Αμερικανοτουρκικές σχέσεις, το γεγονός των πολλών προσδοκιών περί της αναβίβασης της θέσης-ρόλου Ελλάδας-Κύπρου στη στρατηγική ατζέντα τον ΗΠΑ, με αφορμή το ενεργειακό Ελντοράντο στην Ανατολική Μεσόγειο, και το ρόλο της Αθήνας ως γεωπολιτικού μεντεσέ της Βορειοατλαντικής συμμαχίας, συνιστούν μία αναγκαία μυθοπλασία για την νομιμοποίηση της μονομερούς Ελληνικής εξάρτησης, όταν δεν συνυφαίνονται με την ανάπτυξη των εσωτερικών-εξωτερικών συντελεστών ισχύος.

Ειδικότερα η Αθήνα καλείται να διαμορφώσει μια λυσιτελή στρατηγική αποτροπή απέναντι στην Άγκυρα, απόρροια της ενίσχυσης-ανάπτυξης της  οικονομικοστρατιωτικής-διπλωματικής της ικανότητας, ώστε να μην επιτρέψει την οποιαδήποτε ζημία εις βάρος των εθνικών της συμφερόντων.

Αντίστοιχα επιτάσσεται να αξιοποιήσει το συγκριτικό πλεονέκτημα της γεωγραφικής της θέσης για την προάσπιση-προαγωγή των εθνικών της συμφερόντων, ακολουθώντας την εμπειρική διαπίστωση του Robert Keohane:

«η μόχλευση των μικρών συμμάχων καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το μέτρο εξάρτησης της αμερικανικής κυβέρνησης» από τα πρώτα «για την εκτέλεση των αποστολών της». 





ΠΗΓΗ