Φέτος τον Ιούλιο κυκλοφόρησε «Το σκάνδαλο του αιώνα», ένας τόμος με τα καλύτερα άρθρα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες μεταφρασμένα στα ελληνικά. Τα περισσότερα είναι πολιτικά παίγνια. Για την ακρίβεια, ο αναγνώστης γελάει με δάκρυα με τα σχόλια του συγγραφέα για τους πολιτικούς. Ο ίδιος ο Μάρκες έλεγε πάντοτε: «Δεν θέλω να με θυμούνται για τα 100 Χρόνια Μοναξιά, ούτε για το Νόμπελ, θέλω να με θυμούνται για την εφημερίδα».

Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί να σταθεί πολιτικός ή άνθρωπος που ασχολείται με την πολιτική, και να μην έχει μελετήσει Μάρκες: «100 Χρόνια Μοναξιά», «Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας», «Το Φθινόπωρο του Πατριάρχη», την βιογραφία του Μάρκες από τον Μάρτιν Γκεράλντ.

Εν μέσω πανδημίας και προεξάρχοντος επιτελικού κράτους, η απορία συνοψίζεται ως εξής: Διαβάζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες; Πρέπει να το θέτει σαν άσκηση στους επιτελείς του, και μετά να τους εξετάζει. Αν πέσει η κυβέρνηση, δεν θα πέσει από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛ, ή την όποια δυσαρέσκεια του κόσμου. Θα πέσει γιατί το Μαξίμου δεν διάβαζε Μάρκες.

Το σίγουρο είναι ότι στο Μαξίμου διαβάζανε τις αναρτήσεις του Χρήστου Μάστορα, οι οποίες έχουν την ίδια καταγωγή με τα γραπτά του Μάρκες. Και οι δυο γράφανε για την μαύρη τρύπα του κομμουνισμού, για το άλφα στερητικό εν γένει. Για μια πατρίδα, που αν δεν την έχεις ζήσει, είναι αδιανόητο να την αντιληφθείς. Με αφορμή τις οργισμένες επιστολές του τραγουδοποιού προς την κυβέρνηση για την εκκρεμότητα της ασφάλισης των Βορειοηπειρωτών, ο πρωθυπουργός δέχτηκε στο Μαξίμου τον νεαρό Δροπολίτη την Κυριακή 7 Οκτωβρίου

 

Όμως το μεγαλείο της κίνησης του πρωθυπουργού δεν ήταν η διευθέτηση ενός γραφειοκρατικού ζητήματος, αλλά το ότι αποδέχτηκε την ύπαρξη ενός άλλου κόσμου, διαφορετικού, που εν προκειμένω εθνικά και καταγωγικά ταυτίζεται με εκείνον του σύγχρονου Νεοέλληνα.

Θα στοιχημάτιζε κανείς ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει διαβάσει Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Εκείνο για το οποίο απομένει να ελπίζει είναι ότι ο δημοφιλής Βορειοηπειρώτης του χάρισε τα «101 Ποιήματα για μια Χούφτα Τόπο» του Ανδρέα Ζαρμπαλά από τους Αγίους Σαράντα. Κι ίσως έτσι ο Έλληνας πρωθυπουργός αισθανθεί την ανάγκη να «κατηφορίσει» για τη Βόρειο Ήπειρο. Να περπατήσει τα χώματα και να γνωρίσει τους ανθρώπους. Να νιώσει γιατί οι Βορειοηπειρώτες λένε «θα ανεβώ Ελλάδα» ή γιατί η Άνω Δρόπολη είναι εκείνη που γειτνιάζει με την πατρίδα, και η Κάτω Δρόπολη είναι εκείνη που ξεμακραίνει. Και ίσως τότε, ένας Έλληνας πρωθυπουργός να πει «δεν θέλω να με θυμούνται για την πανδημία, ούτε για το επιτελικό κράτος, θέλω να με θυμούνται για τη Βόρειο Ήπειρο».

«Τριγυρίζω τον τόπο μου,

αναπνέω τον τόπο μου.

Όλον τον Μάη και το Θερτή μην με ψάχνετε,

είμαι ανάμεσα Μπουλιαράτι και Λόγγο,

μ’ έχουν καλεσμένο οι παπαρούνες

στο κόκκινο πανηγύρι τους.

Περπατώ

και το αίμα μου φτάνει ως στον αστράγαλο.

Τριγυρνάω τον τόπο μου!

Αναπνέω τον τόπο μου!

Κι αν μια μέρα θα κάνω πως φεύγω,

η Μπίστρισσα γίνεται νερένιο σχοινί

και με δένει πατόκορφα

και με δένει πατόκορφα.

Κι αν ξεφύγω απ’ τη Μπίστρισσα

βγαίνει πάνω στον όχτο το αγιόκλημα της Δίβρης,

μου ρίχνει με τις χούφτες το άρωμα

και ξεχνάω το δρόμο

και ξεχνάω το δρόμο.

Κι αν ξεφύγω απ’ τ’ αγιόκλημα

και διαβώ στα φαράγγια,

τα βουνά θα ξεριζώσουν κοτρόνια

να μου κόψουν την ανάσα

να μου κόψουν την ανάσα.

Κι αν ξεφύγω και πάλι

και πατήσω στο Βούρκο,

θα μακραίνει ο κάμπος, θα πλαταίνει ο κάμπος,

να βαδίζω αιώνια πάνω του».

***

«Πάντως, να ξέρετε

Δεν μένουμε έξω από την πόρτα του κόσμου

Να ζητιανέψουμε λίγη πατρίδα

Οι πατησιές της ιστορίας στάζουν αίμα.

Τρεις γενιές τώρα το μαζεύουμε στις χούφτες μας,

Ποτίζουμε ένα όνειρο

Όπως ποτίζουμε μια λεμονιά στην πέτρινη αυλή μας.

Κι αν καμιά φορά θα χτυπήσουμε την πόρτα του κόσμου

Δεν είναι που κουραστήκαμε,

Είναι που θέλουμε να κολλήσομε πάνω της

Τη ματωμένη μας παλάμη,

Έτσι, όπως θα σημαδεύαμε με κόκκινο

Την πόρτα ενός προδότη».





ΠΗΓΗ