Οι συνέχεις προκλητικές δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με αποκορύφωμα τη συγκαιρινή του δήλωση για τη συμπλήρωση των 99 χρόνων από τη Μικρασιατική καταστροφή: 

«Ο ηρωικός στρατός μας κατάφερε να σύρει τον εχθρό από το κέντρο της ανατολίας μέχρι την Σμύρνη σε σύντομο χρονικό διάστημα 14 ημερών υπογράφοντας μια σπάνια ιστορική επιτυχία. Τη νίκη των δυνάμεων μας εναντίον των ελληνικών δυνάμεων, που είχαν την υποστήριξη των ισχυρότερων χωρών της εποχής την θεωρούμε ως μια νέα εκδήλωση της νίκης της μάχης του Ματζικέρτ»,

δεν μπορεί παρά να γεννούν ευρύτερα ερωτήματα αναφορικά με την εκρίζωση των Ελληνικών κοινών της Ασιατικής Ελλάδας και τον ιστορικό συμβολισμό της καταστροφής της Σμύρνης.

Δεν είναι μόνο ότι ο Κεμάλ πέτυχε μια ολοκληρωτική νίκη έναντι των ελληνικών δυνάμεων οδηγώντας στον ενταφιασμό της «Μεγάλης Ιδέας.  Αλλά κυρίως ότι η γέννηση του Τουρκικού κράτους συνυφάνθηκε με την νομιμοποίηση των Μεγάλων Δυνάμεων για την πρόσκτηση του μεγίστου μέρους των εδαφών της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία, κατ’ αντιστοιχία του γράμματος του «Εθνικού Συμφώνου» που ψήφισε  το τελευταίο Οθωμανικό κοινοβούλιο στις αρχές του 1920.

Βασιζόμενοι σε προγενέστερη, ενδελεχής μας μελέτη για την πορεία του πολιτικοστρατιωτικού εγχειρήματος στη Μικρά Ασία (Δ. Τσιριγώτης, Η Ελληνική Στρατηγική στη Μικρά Ασία, 1919-1922) και έχοντας τεκμηριώσει την εφικτότητα του εγχειρήματος στο αρχικό του στάδιο, (Μάιος 1919-Οκτώβριος 1920), δύναται να υποστηριχθεί ότι τα γενεσιουργά  αίτια της Μικρασιατικής καταστροφής εντοπίζονται στη στρατηγική ανεπάρκεια των μετανοεμβριανών ελληνικών κυβερνήσεων να διαμορφώσουν-εφαρμόσουν μια συγκροτημένη πρόταση πολιτικής, συναρμοσμένη με τις επιταγές του εσωτερικού και διεθνούς περιβάλλοντος.  

Στο πλαίσιο αυτό, η νύχτα της φρίκης της 13ης Σεπτεμβρίου του 1922, καθίσταται αμείλικτη για τις αβελτηρίες της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας και τις συνεπαγόμενες απολήξεις της για τη μετέπειτα εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων. 

Η εμπρηστική επίθεση των Νεότουρκων στην μητρόπολη του ελληνισμού το απόγευμα της 31ης Αυγούστου/13ης Σεπτεμβρίου (παλαιό/νέο ημερολόγιο) του 1922, εκδηλώθηκε αμέσως μετά από τις συστηματικές λεηλασίες των  κεμαλικών στρατιωτικών δυνάμεων και των άτακτων ενόπλων ομάδων –Τσέτες– στην πόλη.

Αντικειμενικός πολιτικός στόχος,  ήταν η ολοκλήρωση της εθνικής ομογενοποίησης των αλλοεθνών πληθυσμών που διαβιούσαν στα ασιατικά (κυρίως) εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Δεν ήταν μόνο η οικονομική, πολιτισμική και πολιτική πρωτοκαθεδρία του ελληνισμού της περιοχής που εξήρε την μοναδικότητά του, αλλά κυρίως ο ελληνικός τρόπος του βίου που ανήγαγε την «κοσμόπολη» του ελληνισμού σε αέναη απειλή για την συγκρότηση του τουρκικού έθνους.

Το μέγεθος της καταστροφής για την μητρόπολη της Ασιατικής Ελλάδας ήταν ολοκληρωτικό, σηματοδοτώντας το τέλος της πολύ-πολεοτικής οργάνωσης του Ελληνισμού, από τις απαρχές του, κατά τη διάρκεια των κρητομυκηναϊκών χρόνων (1700-1070 π.χ.), έως τις αρχές του 20ο αιώνα (1922), σε πόλεις και κοινά.

Αρκεί η αναδίφηση σε πρωτογενείς αρχειακές πηγές του διπλωματικού & ιστορικού αρχείου του Ελληνικού υπουργείου εξωτερικών, για να ξετυλιχθεί η ζωντανή καταγραφή των θηριωδιών που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της πυρπόλησης της  Σμύρνης, καταγράφοντας το εύρος της «Δάντειας» τραγωδίας. Μεταξύ εκατοντάδων μαρτυριών, τα ακόλουθα αποσπάσματα περιγράφουν εναργώς το μέγεθος των βιαιοτήτων:

«Η νυξ της φρίκης. Η κολοσσιαία αυτή πυρκαία υπεχρέωσε τους κατοίκους πανικόβλητούς να τρέξουν προς την προκυμαίαν. Το θέαμα της προκυμαίας ήτο διαβολικώς αξιοθρήνητον […] η θέσις των εκεί προσφύγων επεδεινούτο έτι περισσότερον, ευρίσκετε μεταξύ πυρός και θαλάσσης, και το εις την απελπιστικήν ταύτην κατάστασιν ευρισκόμενον πλήθος διέσχιζον Τούρκοι στρατιώται οπλισμένοι. Λεηλασία, κλοπαί απέραντοι, και ακατανόμασται πράξεις ετέθησαν εις εφαρμογήν καθ’ όλην την γραμμήν κατά των πανικοβλήτων τούτων πληθυσμών, […]. Πολλοί εξ απελπισίας ερρίφθησαν εις την θάλασσαν και κατέφυγον εις βασιλικά Ευρωπαϊκά πλοία, τα οποία δυστυχώς δεν τους εδέχθησαν. […]. Την πρωίαν της Πέμπτης της 14ης Σεπτεμβρίου 1922 (ν.η) ο κόλπος της Σμύρνης παρουσίαζε θέαμα τρομακτικόν, επί των κυμάτων έπλεον πτώματα πολυαρίθμων ανθρωπίνων πλασμάτων, ως να είχον ναυαγήσει ταυτοχρόνως πολλά πλοία. Υπήρχαν δε διάφοραι λέμβοι κατάμεστοι από πρόσφυγας επί της θαλάσσης, αναμένοντες σωτηρίαν. Ήρχισαν να καιώνται αι επί της προκυμαίας ευρισκόμεναι οικίαι». 

Ποια είναι όμως τα γενεσιουργά αίτια του ξεριζωμού του Ελληνισμού της Ιωνίας; 

Τα σημεία τρωτότητας της Ελληνικής υψηλής στρατηγικής εντοπίζονται στην προορατική αδυναμία των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων να διαγνώσουν τις  άμεσες εξωτερικές απειλές και να διαμορφώσουν μια κατάλληλη διπλωματική-στρατιωτική στρατηγική ακόμη και για τη διαχείριση της ήττας, της Ελληνικής στρατιάς στη Μικρά Ασία, τον Αύγουστο του 1922.

Είναι χαρακτηριστικά τα διαδοχικά τηλεγραφήματα, του ύπατου αρμοστή της Σμύρνης, Α. Στεργιάδη,  στις 17/30 Αυγούστου 1922, προς την κυβέρνηση του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, επισημαίνοντας  το ανοχύρωτο της πόλης και τον αναφυόμενο κίνδυνο για τη διαβίωση των ελληνικών πληθυσμών, ζητώντας την άμεση λήψη πολιτικών-στρατιωτικών μέτρων για τη σύμπτυξη αμυντικής γραμμής στη Σμύρνη, παράλληλα με τη διπλωματική κινητοποίηση των δυνάμεων της Ανταντ για την ανάσχεση της Κεμαλικής προέλασης.

 «Μόνη υπολειπομένη προσπάθεια είναι κατά την γνώμην μου να κρατήσωμεν στενήν περί την Σμύρνη γραμμήν των προ πολλού μελετηθείσαν αλλά ατυχώς μη ωχυρομένην και εκεί ανασυντασσόμενοι να προκαλέσωμεν επέμβασιν των Συμμάχων προς σωτηρίαν χριστιανικών πληθυσμών». 

Η απάντηση της κυβέρνησης Πρωτοπαπαδάκη συνίστατο στη λήψη διοικητικών μέτρων για την παρεμπόδιση της καθόδου των Ελληνικών πληθυσμών από τη ενδοχώρα προς τη Σμύρνη.

Ταυτόχρονα τίθεται σε εφαρμογή η καθολική απαγόρευση της εξόδου των Ελληνικών πληθυσμών από τη Μικρά Ασία, σύμφωνα με τον νόμο (2870/1922) περί διαβατηρίων, που ψηφίσθηκε στις 20 Ιουλίου του 1922, και προσέδιδε τη δυνατότητα αναχώρησης για την Ελλάδα μόνο σε κατόχους ελληνικού διαβατηρίου.

 Παράλληλα, η Ιη  Ελληνική Μεραρχία, που βρίσκονταν στη Θράκη, θα μεταφερθεί, με μεταγωγικά πλοία, στο λιμάνι της Σμύρνης (23.8/5.9 1922).  Δύο τάγματα της Ιης Μεραρχίας μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς προς τη Μαινεμένη, για να ανακόψουν το προσφυγικό κύμα προς τη Σμύρνη, ενισχύοντας παράλληλα το ηθικό των γηγενών πληθυσμών.

Ο στόχος δεν επετεύχθη, καθότι η ορμή του προσφυγικού κύματος τα ανάγκασε  να επιστρέψουν στη Σμύρνη, ενώ και οι άλλες μονάδες της Ιης Ελληνικής Μεραρχίας, αρνήθηκαν να αποβιβασθούν, απαιτώντας (και μάλιστα υπό την απειλή εξεγέρσεως) να επιστρέψουν στη Θράκη.

Αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού που βρίσκονταν στην προκυμαία της Σμύρνης επιβιβάσθηκε, χωρίς κανέναν περιορισμό, σε καταπλέοντα πλοία, διαφεύγοντας από τη Μικρά Ασία, στις  25 Αυγούστου/ 7 Σεπτεμβρίου του 1922. Την αμέσως επόμενη ημέρα (26.8/8.9.1922) απέπλευσαν  και τα τελευταία ελληνικά πλοία από το λιμάνι της Σμύρνης, μεταφέροντας  τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές. Ακολούθησε η είσοδος μέρος του ιππικού του Κεμάλ στην ανοχύρωτη πόλη, (27.8/9.9.1922) με τις συμπαρομαρτούσες θηριωδίες που ξετυλίχθηκαν τις αμέσως επόμενες μέρες, μέχρι και τον εμπρησμό.  

Εν κατακλείδι, η υπέρβαση του κορυφαίου σημείου της επίθεσης από τον Ελληνική στρατιά Μικράς Ασίας μετά την απόφαση για συνέχιση των στρατιωτικών επιχειρήσεων πέρα από τον Σαγγάριο  (Ιούλιος-Αύγουστος 1921), η επακόλουθη σύμπτυξη του ελληνικού μετώπου στη υπερεκτεταμένη γραμμή Εσκή Σεχήρ, Κιουτάχεια, Αφιόν Καρά Χισάρ, και η μακρόχρονη εφαρμογή στατικής άμυνας, θα οδηγήσουν στην αφαίμαξη των οικονομικών πόρων της Ελλάδας και στην προοδευτική κλιμάκωση των ανεκτέλεστων επιμελητειακών αναγκών της Ελληνικής στρατιάς Μικράς Ασίας  με απότοκο την οικονομική, στρατιωτική, πολιτική και ηθική της αποδιάρθρωση, την εκρίζωση των ελληνικών πληθυσμών της Ιωνίας και τον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας. 

 ***

Διονύσης Τσιριγώτης, 

Επίκουρος Καθηγητής, Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, Διεθνών Σχέσεων & Διπλωματίας. Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστημίου Πειραιώς.

 





ΠΗΓΗ