Η πολιτική βρίθει συμβολισμών και μηνυμάτων. Ορισμένες φορές η αποκωδικοποιήση τους απαιτεί τέχνη, άλλες φορές είναι σαφέστατη. Όπως για παράδειγμα με την πρόσφατη αναταραχή που προκλήθηκε στην Ε.Ε έπειτα από την υποτιμητική συμπεριφορά του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προς την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα Φον Ντερ Λάϊεν και κατ΄επέκταση προς την Ε.Ε.
Όμως τα μηνύματα ο κ. Ερντογάν δεν έχει σταματήσει να τα στέλνει εδώ και καιρό και η Ελλάδα είναι ένας από τους βασικούς αποδέκτες αυτών.
Η αναθεωρητική και επιθετική του πολιτική συμπίπτει με μια χρονική συγκυρία όπου διεθνώς συντελούνται ανακατατάξεις και η Τουρκία προσπαθεί να καταστεί κυρίαρχος περιφερειακός παίκτης.
Για το υπό διαμόρφωση διεθνές σκηνικό και το ρόλο της χώρας μας στις κυοφορούμενες εξελίξεις μιλά στη HuffPost Greece ο Δρ. Μάρκος Τρούλης, Διδάσκων του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, καθώς και της Σχολής Εθνικής Ασφάλειας.
Αρχικά, πώς βλέπετε το περίφημο “sofa gate” το οποίο εκτυλίσσεται με αφορμή την αντιμετώπιση της Ούρσουλα Φον Ντερ Λάϊεν κατά την πρόσφατη επίσκεψη Ευρωπαίων αξιωματούχων στην Τουρκία;
Ειλικρινά δε ξέρω τι πρέπει να μου προκαλέσει περισσότερη εντύπωση. Η στάση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η οποία ξεχείλιζε από «διπλωματικά μηνύματα» ή η «(μη) αντίδραση» της αντιπροσωπείας της ΕΕ; Τόσο της ίδιας της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όσο και του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Αν μη τι άλλο όφειλαν να αποχωρήσουν από τη συνάντηση, προκειμένου να διαφυλάξουν το κύρος του θεσμού που εκπροσωπούν, αλλά επιτρέψτε μου να πω… και το δικό τους προσωπικό κύρος.
Είναι απαράδεκτο να καθίστανται υποχείρια των νεοοθωμανικών παιγνίων της Τουρκίας και να δέχονται τέτοιου είδους προσβολές, ενόσω η Τουρκία αποχώρησε πρόσφατα από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και δέχεται τη σφοδρή κριτική της δύσης. Αλήθεια, ποιον εκπροσωπούν οι συγκεκριμένοι τεχνοκράτες, όπως έχουν εξελιχθεί, κατά τις συναντήσεις τους με τρίτες χώρες; Δεν εκπροσωπούν τα συμφέροντα των κρατών-μελών;
Διαβάστε επίσης: Διπλωματική κρίση Ιταλίας – Τουρκίας μετά τη δήλωση Ντράγκι πως ο Ερντογάν είναι ”δικτάτορας”
Ευτυχώς που βρέθηκε τουλάχιστον ο Ιταλός Πρωθυπουργός να προβεί στη δήλωση περί«δικτάτορα Ερντογάν», παρά το γεγονός ότι η Ιταλία δε συνιστά και το εχθρικότερα διακείμενο ευρωπαϊκό κράτος προς την Τουρκία.
Εντούτοις, είναι αντιληπτή η ανάγκη διαφύλαξης του κύρους και της αξιοπιστίας της ΕΕ και μέσω αυτής των κρατών-μελών.
Όσο για την Τουρκία προσπαθεί με κάθε ευκαιρία να «κραυγάσει» πόσο ισχυρή είναι και πόσο «δικαιούται» να συνομιλεί με τις Μεγάλες Δυνάμεις επί ίσοις όροις.
Αυτή η βιασύνη της αποτελεί και την αυτοπαγίδευσή της, αν και πολλά θα κριθούν από τα στρατηγικά ανακλαστικά των θιγόμενων κρατών.
Σε αυτά μένει να αποδείξουν αν πράγματι η Τουρκία έχει προβεί σε λανθασμένες στρατηγικές εκτιμήσεις.
Διαβάστε επίσης: Η στρατηγική του Ερντογάν σε αδιέξοδο
Στα υπόλοιπα θέματα της επικαιρότητας, πώς αποτιμάται το ταξίδι του Πρωθυπουργού στη Λιβύη;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι προς το συμφέρον της ελληνικής πλευράς να διατηρεί κατ’ αρχήν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας ιδιαίτερα με τα κράτη, που βρίσκονται στη γειτονιά της.
Ωστόσο, τίθεται ένα σημαντικό ζήτημα ως προς της συγκυρία και τους όρους, υπό τους οποίους γίνεται αυτό.
Ήταν αυτή η ιδανική συγκυρία πραγματοποίησης μιας συνάντησης με ένα μεταβατικό – το υπογραμμίζω – Πρωθυπουργό, τον οποίο ως Πρέσβη τον είχες απελάσει προ ορισμένων μηνών από την Αθήνα;
Ήταν ιδανική η πολιτική μας έναντι ενός ανθρώπου, που έχει δηλώσει ότι το τουρκολιβυκό ψευδοσύμφωνο είναι προς το συμφέρον της Λιβύης; Αυτή τη στιγμή υφίσταται διεθνώς μια «αγωνία» νομιμοποίησης της προκύπτουσας κατάστασης στη Λιβύη, αλλά η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι έρμαιο του οποιουδήποτε.
Έχει τα δικά της συμφέροντα, τις δικές της προκλήσεις και θα πρέπει να βρει τρόπους να τις διαχειριστεί αυτές τις προκλήσεις με τη βέλτιστη δική της στρατηγική, ξεκινώντας τουλάχιστον από τα απλά που θα αφορούσαν τη θεσμική συγκρότηση του συστήματος λήψης αποφάσεων με άξονα την υλοποίηση του εθνικού συμφέροντος, όπως επανειλημμένως έχει τεθεί και από τον Καθηγητή Γιάννη Μάζη ως προς την ανάγκη ίδρυσης – πραγματικού – Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας.
Η νομική εκθεμελίωση του ψευδοσυμφώνου Άγκυρας-Τρίπολης θα επέλθει μόνο διαμέσου της ελληνικής ενεργοποίησης στην περιοχή του Μαγκρέμπ και της Ανατολικής Μεσογείου, η οποία θα επιφέρει την πολιτική και στρατηγική απονομιμοποίηση της Τουρκίας.
Ποια η κατάσταση στη Λιβύη σήμερα;
Έχει αναλάβει τη θέση του μεταβατικού Πρωθυπουργού ο κ. Άμπντελ Χαμίντ Ντμπεϊμπά, έχοντας λάβει ψήφο εμπιστοσύνης στα μέσα Μαρτίου, προκειμένου να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές τον ερχόμενο Δεκέμβριο.
Έχει ευθυγραμμιστεί με τις παραινέσεις της Γαλλίας, των ΗΠΑ και άλλων δρώντων, ώστε ει δυνατόν συντομότερα να αποχωρήσουν οι ξένες δυνάμεις – φωτογραφίζοντας προφανώς τις χρηματοδοτούμενες από την Τουρκία και τη Ρωσία – από το λιβυκό έδαφος.
Πρόκειται για ένα δυτικοτραφή πολιτικό, ο οποίος είχε χριστεί παλαιότερα επικεφαλής της Λιβυκής Επενδυτικής και Αναπτυξιακής Εταιρείας από τον Μουαμάρ Καντάφι και συνεπώς, δεν πρόκειται για κάποιον που ως «φωτοβολίδα» προέκυψε στο λιβυκό πολιτικό σκηνικό.
Υποστηρίζει ακόμη το Σύμφωνο οριοθέτησης της ΑΟΖ που έχει υπογράψει με την Τουρκία.
Όπως προανέφερα, όντως υποστηρίζει τη συγκεκριμένη συμφωνία θεωρώντας ότι είναι προς το συμφέρον της Λιβύης. Κατά τη συνάντησή του με τον κ. Μητσοτάκη, ο κ. Ντμπεϊμπά ανέφερε ότι «είναι έτοιμος να ξεκινήσει διάλογο με την Ελλάδα για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών», αλλά ειλικρινά δε βλέπω πώς μπορεί να συμβεί αυτό όσο η εν λόγω παράνομη συμφωνία δεν αποσύρεται.
Εμείς που στεκόμαστε απέναντι σε αυτό;
Η Ελλάδα οφείλει να μείνει προσδεμένη σε ό,τι της αποδίδει η ιστορική παρουσία της στην περιοχή και σε ό,τι αποτυπώνεται και στο διεθνές δίκαιο.
Έχουμε κυριαρχικά δικαιώματα, αναγνωρισμένα μέσω της UNCLOS του 1982, νοτίως της Κρήτης, τα οποία οφείλουμε να διασφαλίσουμε μέσω πρωτίστως των δικών μας δυνάμεων, αλλά και σε συνεννόηση με περιφερειακούς δρώντες, με τους οποίους συγκλίνουν τα συμφέροντά μας και έχουμε μια κοινή αντίληψη για τους παράγοντες της περιφερειακής αποσταθεροποίησης.
Η νομική εκθεμελίωση του ψευδοσυμφώνου Άγκυρας-Τρίπολης θα επέλθει μόνο διαμέσου της ελληνικής ενεργοποίησης στην περιοχή του Μαγκρέμπ και της Ανατολικής Μεσογείου, η οποία θα επιφέρει την πολιτική και στρατηγική απονομιμοποίηση της Τουρκίας.
Η νομική πραγματικότητα θα χτιστεί και χτίζεται επί των στρατηγικών δεδομένων και γι’ αυτό το λόγο, είναι κρίσιμο για την Ελλάδα να διευρύνει τους ορίζοντές της φροντίζοντας να κατανοήσει τη νέα πραγματικότητα της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής.
Η Τουρκία μετά τη Σύνοδο της ΕΕ επιστρέφει στη γραμμή των προκλήσεων εναντίον της Ελλάδας. Τί επιδιώκει;
Οι προκλήσεις ουδέποτε σταμάτησαν και αποσκοπούν στο σύρσιμο της Ελλάδας σε ένα «ανατολίτικο παζάρι», στο πλαίσιο του οποίου η Τουρκία θα λάβει πολλά, τα οποία δεν της ανήκουν, με ελάχιστο στρατηγικό κόστος.
Εργαλειακά μεταχειρίστηκε τις λεγόμενες «διερευνητικές επαφές», προκειμένου να κερδίσει χρόνο και δυστυχώς εμείς της δώσαμε το συγκεκριμένο περιθώριο.
Από την Τουρκία ζητήθηκε να ρίξει τους τόνους από τους υποστηρικτές της στην ΕΕ, η Τουρκία το έπραξε αποκλειστικά σε επίπεδο αφηγήματος για να τους βοηθήσει και η Ελλάδα έσπευσε να παίξει το συγκεκριμένο παιχνίδι.
Οι προκλήσεις δε θα σταματήσουν όσο η Ελλάδα διατηρεί φοβική στάση έναντι της Τουρκίας και αποφεύγει να χαράξει μια αποφασιστική αποτρεπτική στρατηγική σε όλα τα επίπεδα.
Επί δεκαετίες βαυκαλιζόμασταν ότι «θα μας σώσει η Ευρώπη» και όπως συχνά λέει σκωπτικά ο Καθηγητής Παναγιώτης Ήφαιστος ότι «Δανοί αλεξιπτωτιστές θα προσγειωθούν στα ελληνικά νησιά» σε περίπτωση κινδύνου.
Η πληθώρα μετώπων και διεκδικήσεων συνιστά δείγμα αναθεωρητικής τάσης, η οποία δεν είναι σαφές αν θα ευοδωθεί για την Τουρκία.
Πλέον, πριν συνειδητοποιήσουμε ότι τελικά είμαστε μόνοι και πρέπει να βασιστούμε στις δικές μας δυνάμεις, βρισκόμαστε ενώπιον μιας ακόμη χειρότερης κατάστασης κατά την οποίαη Τουρκία αντιμετωπίζεται από την ΕΕ ως «άλλο κράτος-μέλος» στο επίπεδο των κονδυλίων για το μεταναστευτικό, των εξοπλιστικών προγραμμάτων και της εν γένει ρητορικής.
Όχι μόνο, δηλαδή, η ΕΕ δεν αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα για εμάς, αλλά η στρατηγική μυωπία μας την καθιστά σταδιακά προνομιακό πεδίο για την Τουρκία.
Πρόσφατα μάλιστα ο Τούρκος πρόεδρος έθεσε και ζήτημα αποχώρησης από τη Συνθήκη του Μοντρέ…
Η Συνθήκη του Μοντρέ κατοχυρώνει την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα Στενά των εμπορικών πλοίων, αλλά και των πολεμικών των παρευξείνιων κρατών. Προς ώρας, δεν γνωρίζουμε αν η συγκεκριμένη δήλωση αποτελεί κάποιον ελιγμό ώστε ο κ. Ερντογάν να επιβάλλει τους σχεδιασμούς του για το περίφημο «Κανάλι της Κωνσταντινούπολης».
Το βέβαιο είναι ότι μια ενδεχόμενη τέτοια απόφαση θα προκαλέσει τριγμούς στις σχέσεις της Τουρκίας με άμεσα θιγόμενους δρώντες, με πλέον ενδεικτική περίπτωση εκείνη της Ρωσίας.
Αφού είναι πασιφανές ότι θα τον βλάψει γιατί το κάνει το κάνει αυτό σε τι αποσκοπεί.
Ο κ. Ερντογάν πολλαπλασιάζει τις αξιώσεις του σε όλα τα επίπεδα στο πλαίσιο του «ανατολίτικου παζαριού», που προαναφέραμε.
Η συγκεκριμένη σκέψη περί αποχώρησης από τη Συνθήκη του Μοντρέ ενδέχεται να είναι τακτικός ελιγμός, αλλά σε κάθε περίπτωση εντάσσεται στη διαρκώς εξελισσόμενη στρατηγική εξαργύρωσης κεκτημένου ή διεκδικούμενου κεφαλαίου, με απώτερο στόχο την αναβάθμιση της Τουρκίας στην κλίμακα ισχύος.
Επαναλαμβάνω ότι αυτή η πληθώρα μετώπων και διεκδικήσεων συνιστά δείγμα αναθεωρητικής τάσης, η οποία δεν είναι σαφές αν θα ευοδωθεί για την Τουρκία.
Η εφικτότητα του νεοοθωμανισμού καθορίζεται από τις πιέσεις σε επίπεδο διεθνούς συστήματος ή, για να το πω πιο απλά, από τη βούληση των Μεγάλων Δυνάμεων να εξισορροπήσουν την τουρκική επιθετικότητα.
Κλείνει το μάτι και σε ΗΠΑ και Ρωσία;
Κλείνει το μάτι σε όλους τους διεθνείς δρώντες, οι οποίοι μπορούν κατά περίπτωση να εισφέρουν στην πραγματοποίηση των στρατηγικών στόχων του.
Αργά ή γρήγορα, όμως, θα κληθεί να κάνει τις επιλογές του και τότε θα βρεθεί απέναντι στη μήνη του όποιου «ριγμένου».
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Τουρκία είναι εγκλωβισμένη στη Συρία;
Η Τουρκία είναι εγκλωβισμένη συνολικά στην εικόνα, που έχει διαμορφώσει για τον εαυτό της και η οποία την έχει οδηγήσει σε υπερεξάπλωση.
Οπωσδήποτε τα πράγματα στη Συρία δεν οδεύουν όπως θα τα ήθελε, καθώς ενδεικτικά μόλις πριν 2 εβδομάδες ρωσικά πολεμικά αεροσκάφη προσέβαλαν αποθήκες καυσίμων στη Bab al-Hawa, εγγύς των τουρκικών συνόρων.
Το τουρκικό Υπουργείο Εθνικής Αμύνης διαμαρτυρήθηκε προς τη Ρωσία ζητώντας τον τερματισμό των βομβαρδισμών, αλλά είναι επίσης ενδεικτικό ότι το Κρεμλίνο αρνήθηκε να απαντήσει.
Κατά συνέπεια, η Τουρκία γνωρίζει όντως την κατατριβή, στην οποία έχουμε αναφερθεί και πάλι στο παρελθόν, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει τελεσίδικα την ανάληψη κάποιου δυσθεώρητου κόστους.
Το λέω αυτό γιατί, αν αποφασίσει να «απεγκλωβιστεί» λαμβάνοντας ισχυρά ανταλλάγματα, θα μιλάμε πλέον για ένα δρώντα με αρκετά διευρυμένο ρόλο στην περιφέρειά μας ο οποίος, ακόμη και όταν χάνει, θα είναι σημαντικό να καταλάβουμε βαθιά γιατί του επιτρέπεται να αναλαμβάνει ανεμπόδιστα επεμβατικό ρόλο.
Την ίδια «υπερεξάπλωση» βλέπουμε και στην Ουκρανία, όπου πάλι έχουμε εμπλοκή της Τουρκίας.
Πρόκειται για ακόμη ένα επεισόδιο αυτής της στρατηγικής. Μόνο εντός του Μαρτίου, η Τουρκία προχώρησε σε συμφωνία πώλησης μη επανδρωμένων αεροσκαφών τύπου “Bayraktar TB2” στην Ουκρανία (τα γνωστά μας από την περίπτωση του πρόσφατου πολέμου Αζερμπαϊτζάν-Αρμενίας στο Αρτσάχ), ενώ ο επικεφαλής της τουρκικής εταιρείας αεροναυπηγικής ανακοίνωσε ότι τα – κατά τα λοιπά «τουρκικής κατασκευής» – επιθετικά ελικόπτερα “ATAK 2” θα διαθέτουν κινητήρες κατασκευασμένους στην Ουκρανία.
Εντός πάλι του Μαρτίου, είχαμε τη συμπλήρωση 7 ετών από την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία, επ’ αφορμή της οποίας η Τουρκία αναφέρθηκε και πάλι σε «παράνομη» πράξη, ενώ προέβη και σε ανακοίνωση για την ανάγκη προστασίας της πολιτισμικής ταυτότητας των Τούρκων Τατάρων της Κριμαίας.
Όλα αυτά μόνο τον τελευταίο μήνα, κατά τον οποίο οδηγηθήκαμε σε κλιμάκωση όσον αφορά την Ουκρανία, με την Τουρκία να επιχειρεί να διαδραματίσει το ρόλο του επιτήδειου.
Η Τουρκία δεν μπορεί να αφεθεί να αυτονομηθεί, καθώς τότε θα καταστεί ανεξέλεγκτη. Γι’ αυτό το λόγο, οι ΗΠΑ θα επιμείνουν στη διατήρηση μιας ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή και όχι στη στρατηγική εξουθένωση των δυνητικών εξισορροπητών της Τουρκίας και δε θα ευνοήσουν την υπέρμετρη ισχυροποίηση της Τουρκίας μέσω, επί παραδείγματι, κατοχής πυρηνικών όπλων.
Ο Ρόλος των ΗΠΑ; Τί επιδιώκουν οι ΗΠΑ;
Οι ΗΠΑ επιδιώκουν τον περιορισμό της ρωσικής επιρροής στην Ουκρανία και τη «ρυμούλκηση» της Ουκρανίας προς τη δύση.
Αυτό είναι εξαιρετικά δυσχερές εγχείρημα καθότι, όπως είδαμε και στην περίπτωση της Γεωργίας το 2008, τα κράτη του πρώην σοβιετικού χώρου δεν είναι ίδιες περιπτώσεις με τα υπόλοιπα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, τα οποία εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ σε μια τελείως διαφορετική συγκυρία πλήρους αποδυνάμωσης της Μόσχας.
Εντούτοις, μόνο το γεγονός ότι η Ρωσία βρίσκεται αντιμέτωπη με στρατηγικούς κινδύνους στην Ουκρανία αλλά και στο επί σειρά δεκαετιών προπύργιό της στη Συρία, μάλλον την καθιστά τρόπον τινά «αμυνόμενη».
Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ μετακυλούν διαρκώς το επιχειρησιακό βάρος τους προς τον Ειρηνικό, εξαιτίας της ανόδου της Κίνας, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι αποσύρουν και το ενδιαφέρον τους.
Οι ΗΠΑ κινούνται ανατολικά παραμελώντας την Μέση Ανατολή;
Η Ευρύτερη Μέση Ανατολή αποτελεί γεωγραφικό σύμπλοκο μέγιστης σημασίας, περί της οποίας περιττεύει να αναφερθούμε.
Γι’ αυτό το λόγο, η ανάληψη ηγεμονικής θέσης από έναν και μοναδικό δρώντα συνιστά απευκταίο σενάριο για οποιονδήποτε πλην αυτού του δρώντα, αλλά κυρίως για τις ΗΠΑ, οι οποίες ασκούν τη στρατηγική εποπτεία της περιοχής.
Εν ολίγοις, οι ΗΠΑ ουδέποτε πρόκειται να παραμελήσουν την Ευρώπη και την Ευρύτερη Μέση Ανατολή, αλλά θα επιδιώξουν – όπως ήδη το πράττουν – να μεταφέρουν τα στρατηγικά βάρη της περιφερειακής εποπτείας σε συμμάχους τους.
Άρα βλέπουμε ταύτιση συμφερόντων ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – Τουρκίας;
Δεν εξάγεται ευθύγραμμα ένα τέτοιο συμπέρασμα, καθώς θα εξαρτηθεί από το εύρος των αξιώσεων της Τουρκίας.
Προφανώς η Τουρκία – λόγω γεωγραφικής θέσης και συντελεστών ισχύος – θα μπορούσε να αναλάβει έναν τέτοιο ρόλο στα μάτια των Αμερικανών.
Όμως, αυτός ο ρόλος θα έπρεπε να διαδραματίζεται υπό την αμερικανική στρατηγική ομπρέλα.
Η Τουρκία δεν μπορεί να αφεθεί να αυτονομηθεί, καθώς τότε θα καταστεί ανεξέλεγκτη.
Γι’ αυτό το λόγο, οι ΗΠΑ θα επιμείνουν στη διατήρηση μιας ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή και όχι στη στρατηγική εξουθένωση των δυνητικών εξισορροπητών της Τουρκίας και δε θα ευνοήσουν (χρησιμοποιώ το πλέον επιεικές ρήμα) την υπέρμετρη ισχυροποίηση της Τουρκίας μέσω, επί παραδείγματι, κατοχής πυρηνικών όπλων. Αυτά μας λέει τουλάχιστον το ορθολογικό κριτήριο.
Σε αυτό το τόσο μπερδεμένο γεωπολιτικό τοπίο η θέση της Ευρώπης ποια είναι;
Εννοούμε την Ευρώπη των Βρυξελλών, του Βερολίνου, των Παρισίων, της Λευκωσίας και του Καστελορίζου;
Όταν αναφερόμαστε στην Ευρώπη, νομίζω πως πια είναι σαφές ότι αναφερόμαστε στα επιμέρους συμφέροντα των κρατών-μελών και δη των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων.
Το είδαμε τους προηγούμενους μήνες κατά την αποφυγή επιβολής κυρώσεων προς την Τουρκία, το βλέπουμε ενόσω η Γερμανία εξακολουθεί να εξοπλίζει την Τουρκία παρά τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Συρία και αλλού, το βλέπουμε καθώς δισεκατομμύρια ευρώ συνεχίζουν να ρέουν για τη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού προς ένα κράτος το οποίο δεδηλωμένα εκμεταλλεύεται την ανθρώπινη ανέχεια.
Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, η «Ευρώπη» δεν μπορεί να διεκδικήσει ούτε μία καρέκλα για να καθίσει η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής… Ας μην αναμένουμε κάτι συνταρακτικό.
Γιατί αυτή η στάση της Γερμανίας όσον αφορά την Τουρκία;
Η Γερμανία διαθέτει παραδοσιακά οικονομικά συμφέροντα στην Τουρκία, τα οποία δεν έχει καμία πρόθεση να παραμερίσει.
Άλλωστε, η μεταπολεμική θέση της γεωστρατηγικά είναι εξόχως περιορισμένη και ενταγμένη στη θεσμική «ομπρέλα» του ΝΑΤΟ.
Δίαυλος άσκησης της εξωτερικής πολιτικής της, δηλαδή, δεν είναι ούτε τα αεροπλανοφόρα ούτε οι υπερπόντιες στρατιωτικές βάσεις, αλλά η οικονομική διπλωματία της η οποία αδυνατεί να «κλείσει τα μάτια» ενώπιον μιας παραδοσιακά φιλικής αγοράς των 80 εκατομμυρίων κατοίκων.
Η Ελλάδα ποια θέση οφείλει να λάβει ενώπιον αυτής της τουρκικής συμπεριφοράς, εν όψει και της Πενταμερούς στη Γενεύη στις 27-29 Απριλίου;
Η Ελλάδα οφείλει να κινητοποιήσει το σύνολο των διατιθέμενων δυνάμεων της σε επίπεδο τόσο εσωτερικής όσο και εξωτερικής εξισορρόπησης, καθότι βρίσκεται ενώπιον υπαρξιακών απειλών.
Ο ξεριζωμός του ελληνισμού της Μικράς Ασίας και της Κωνσταντινούπολης σήμανε το τέλος της κοσμοπολίτικης θέασης της περιοχής, του ιστορικού και συνειδησιακού κεκτημένου της οικουμένης.
Όμως, ένα ενδεχόμενο τέλος του νησιωτικού ελληνισμού συμπεριλαμβανομένης φυσικά της Κύπρου, θα σημάνει την εκρίζωση της πρωταρχικής υπαρξιακής αναφοράς του.
Συνεπώς, δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια να μην οργανώσουμε το θεσμικό φορέα – εννοώντας το κράτος – όλων αυτών των προτεραιοτήτων και αναφορών.
Όσον αφορά την Πενταμερή, πεποίθησή μου είναι ότι η συνεχιζόμενη τουρκική προκλητικότητα εις βάρος και της Ελλάδας και της Κύπρου με αποκορύφωμα, στην περίπτωση της δεύτερης, το «άνοιγμα» των Βαρωσίων και τις παράνομες γεωτρήσεις εντός της κυπριακής ΑΟΖ, δε συνιστούν μια κατάλληλη συγκυρία ώστε να προσέλθουμε σε συζητήσεις με την Τουρκία.
Η στρατηγική της Τουρκίας εξυφαίνεται μέσω της απειλής-μπλόφας για διχοτόμηση, κατά την ίδια στιγμή που είναι πλέον σαφές ότι ενδιαφέρεται για τον πλήρη έλεγχο της Μεγαλονήσου μέσω της περίφημης διζωνικής-δικοινοτικής με πολιτική ισότητα.
Σε αυτή την παγίδα οφείλουμε να μην πέσουμε, γυρνώντας την πλάτη για μια ακόμη φορά στην ιστορία στον κυπριακό ελληνισμό.