H επανέναρξη των διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στις 25 Ιανουαρίου είναι μια σημαντική εξέλιξη στις σχέσεις των δύο χωρών, η οποία επηρεάζει ή θα έπρεπε να επηρεάζει και την Κύπρο.

Πέντε χρόνια μετά τη διακοπή του διαλόγου εξ αιτίας της αποχώρησης της τουρκικής πλευράς, τα δεδομένα δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.

Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα των πέντε ετών οι σχέσεις των δύο χωρών έχουν επιδεινωθεί ως αποτέλεσμα της συγκρουσιακής πολιτικής της Άγκυρας.

Σε ό,τι αφορά τον διάλογο των δύο χωρών, η Ελλάδα τονίζει ότι μόνο θέματα οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) είναι προς διαπραγμάτευση.

Αντίθετα, η Τουρκία θέτει θέματα οριοθέτησης του εναέριου χώρου, αποστρατικοποίησης κάποιων νησιών και αμφισβητεί την κυριαρχία κάποιων άλλων ελληνικών νησιών ή συμπλεγμάτων βραχονησίδων. Επιπρόσθετα, θέτει θέμα επήρειας των ελληνικών νησιών σε σχέση με τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών.

Η Τουρκία δεν κρύβει τις επεκτατικές της προσεγγίσεις. Άλλωστε ο ίδιος ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε κατ’ επανάληψιν δηλώσει ότι η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 θα πρέπει να τύχει αναθεώρησης.

Από την πλευρά της σωστά η Αθήνα προσπαθεί στο νομικό πεδίο να αποκρούσει τις αναθεωρητικές θέσεις της Άγκυρας υπερασπίζοντας τη Συνθήκη της Λωζάνης.

Όμως η θέση αυτή καθώς και ότι στον ελληνοτουρκικό διάλογο μόνο τα θέματα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας των νησιών και της ΑΟΖ είναι προς συζήτηση, δεν αρκεί.

Πέραν των συνεχών και διαχρονικώνπαραβιάσεων των δικαιωμάτων Τούρκων πολιτών ελληνικής καταγωγής, η Αθήνα θα έπρεπε συστηματικά να θέτει και το θέμα της κατοχής του βόρειου τμήματος της Κύπρου, του εποικισμού και του υβριδικού πολέμου εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Επιπρόσθετα, εκτός από τους εθνικούς δεσμούς, η Ελλάδα ως εγγυήτρια δύναμη έχει συμβατικές υποχρεώσεις έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Ελλάδα όχι μόνο νομιμοποιείται αλλά έχει και την υποχρέωση να θέσει τα ζητήματα αυτά και με κάθε ευκαιρία θα πρέπει να υπενθυμίζει στην Άγκυρα ότι η Κύπρος αναπόφευκτα επηρεάζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Μετά το 1974, ενώ η Αθήνα διακήρυττε ότι το Κυπριακό είναι το ύψιστο εθνικό ζήτημα, στην πραγματικότητα σταδιακά το αποσύνδεσε από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Μπορεί το Κυπριακό να είναι ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερο ευρωπαϊκό καιδιεθνές ζήτημα αλλά ταυτόχρονα δεν παύει να αποτελεί μια σημαντική διάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Και πρέπει να παραδεχθούμε ότι είναι κατάντημα που σήμερα το Κυπριακό αντικρίζεται από τον ΟΗΕ κυρίως ως διακοινοτικό πρόβλημα.

Για την κατάσταση αυτή υπάρχουν ιστορικοί λόγοι αλλά και ευθύνες. H Κυπριακή Δημοκρατία σωστά επεδίωξε τη διεθνοποίηση του προβλήματος μετά την εισβολή. Υπήρχε ο φόβος δημιουργίας αρνητικών παρενεργειών εάν συζητείτο κυρίως στα πλαίσια ενός ελληνοτουρκικού διάλογου.

Υπήρχε επίσης και η πικρία από τα γεγονότα του 1974: όχι μόνο η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο ως αποτέλεσμα του πραξικοπήματος εναντίον του Προέδρου Μακαρίου από την αμερικανοκίνητη Χούντα, αλλά και κατά τη διάρκεια εκείνου του τραγικού καλοκαιριού η Ελλάδα ουδέν έπραξε και η Κύπρος αντιμετώπισε τον Αττίλα προδομένη και μόνη.

Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος είναι σαφές ότι η διεθνοποίηση δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ούτε αξιοποιήθηκε η ένταξη και η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ.

Θεωρώ ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι για την κατάσταση αυτή: το ανισοζύγιο δυνάμεων, η έλλειψη επαρκούς γνώσης στα κέντρα αποφάσεων στη Λευκωσία και ενός αποτελεσματικού κράτους, η μη επαρκής κατανόηση των δεδομένων του διεθνούς περιβάλλοντος, η υπερεκτίμηση του ρόλου του ΟΗΕ και του εκάστοτε Γενικού Γραμματέα και η απουσία αφηγήματος.

Καταλήγοντας υπογραμμίζω ότι η Ελλάδα θα πρέπει να απαλλαγεί από οποιαδήποτε συμπλέγματα σε σχέση με την Κύπρο καθώς και ψευδαισθήσεις για την Τουρκία και να προασπίσει τα εθνικά της συμφέροντα.

Εκτός από τη συνεχή ενίσχυση των ένοπλων δυνάμεων, μπορεί επίσης να τονίσει ότι η ειρήνη και η συνεργασία στο Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη περιοχή μπορούν να διασφαλισθούν όταν υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός της διεθνούς νομιμότητας και των δικαιωμάτων όλων των εμπλεκόμενωνχωρών.

Ταυτόχρονα, η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να αξιοποιήσει όλους τους μοχλούς για να απαλλαγεί από την τουρκική κατοχή. Ο δίαυλος των ελληνοτουρκικών σχέσεων και της προοπτικής εξομάλυνσης των είναι ένας από αυτούς.

 

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.





ΠΗΓΗ