Με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είδαμε, για άλλη μια φορά, πως ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό των Ελλήνων διατηρούν μια συμπάθεια, μια «κατανόηση» προς τη Ρωσία. Πέρα από το χιλιοειπωμένο κλισέ περί παραδοσιακών δεσμών των δύο λαών, είναι προφανές πως η Ρωσία παραμένει στη συνείδηση αρκετών Ελλήνων συμπαθής είτε ως «η γενέτειρα του Σοσιαλισμού», είτε ως «η ορθόδοξη δύναμη».

Πέραν όμως από τα ανωτέρω προφανή υπάρχει κι ένας άλλος λόγος. Στην σκέψη πολλών Ελλήνων, συμπεριλαμβανομένης μερίδας της πολιτικής, διπλωματικής και στρατιωτικής ηγεσίας, η Ρωσία εκλαμβάνεται ως μείζων παράγοντας και στην ελληνο-τουρκική διαμάχη. Υπάρχει η πεποίθηση πως η Ρωσία αποτελεί το απαραίτητο αντίβαρο απέναντι στην Τουρκία, στη βάση του γνωστού ρητού «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου».

Είναι όμως η ανωτέρω πεποίθηση ορθή; Μπορεί όντως η Ελλάδα να προσδοκεί υποστήριξη από τη Ρωσία;

Ας πραγματοποιήσουμε μία σύντομη ιστορική αναδρομή για να δούμε ποια υπήρξε η στάση της Ρωσίας/ Σοβιετικής Ένωσης έναντι της Ελλάδος.

Ας αρχίσουμε λοιπόν με τα «Ορλωφικά».

Είναι μάλλον αδιαμφισβήτητο πως Ρωσία και Τουρκία είχαν κυρίως συγκρουσιακές σχέσεις τους τελευταίους 3 αιώνες, καθώς η Ρωσική αυτοκρατορία επεδίωκε εδαφική επέκταση σε βάρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με απώτερο στόχο την κάθοδο στα τουρκικά στενά. Στο πλαίσιο αυτό, σε έναν από τους πολλούς Ρωσικούς πολέμους εναντίον των Οθωμανών η Ρωσία παρακίνησε το 1770 τους Έλληνες σε επανάσταση.

Οι Έλληνες επαναστάτησαν και βγήκαν ουσιαστικά στον πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας. Όμως η επανάσταση δεν υπήρξε επιτυχής και οι αδερφοί Ορλώφ σύντομα αποχώρησαν μαζί με τις πενιχρές ρώσικες δυνάμεις. Παρά την αποτυχία της επανάστασης στην Ελλάδα η Ρωσία κέρδισε εκείνο τον πόλεμο.

Όμως στον μακρύ κατάλογο των Ρωσικών εδαφικών απαιτήσεων προς το Σουλτάνο απουσίαζε η λέξη Ελλάς. Η Ρωσία είχε την ευκαιρία να προσπαθήσει, έστω, να φτιάξει την νέα Ελλάδα αλλά δεν το έπραξε. Και ενώ νέα «ανεξάρτητα κράτη» εμφανιζόντουσαν στη βόρεια ακτή της μαύρης θάλασσας -για μικρό χρονικό διάστημα, μέχρι να απορροφηθούν στη Ρωσική αυτοκρατορία- η Ελλάδα αφηνόταν αβοήθητη στα αντίποινα των Τουρκαλβανών. Τα ιστορικά αρχεία αναφέρουν πως αφανίστηκε ή μετανάστευσε (για να σωθεί) ο μισός πληθυσμός της Πελοποννήσου.

Αν προχωρήσουμε στο 1821, η Ρωσία, με τη συμμετοχή της στη ναυμαχία του Ναυαρίνου και αργότερα με τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-30, αναμφίβολα συνέδραμε σημαντικά τον Ελληνικό αγώνα (με το αζημίωτο πάντα, με κέρδος την απόκτηση νέων Οθωμανικών εδαφών).

Όμως επιθυμούσε η Ρωσία την δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους; Όχι. Επιθυμούσε για την Ελλάδα μόνο αυτονομία, όπως στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ένα καθεστώς που θα της επέτρεπε να διατηρεί την Ελλάδα εξαρτημένη και να παρεμβαίνει κατά βούληση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όπως είχε πράξει νωρίτερα με την δημιουργία αυτόνομης Σερβίας.

Χρειάσθηκε η παρέμβαση της Μ. Βρετανίας για να δημιουργηθεί ανεξάρτητη Ελλάς το 1830. Η δε αυτόνομη Σερβία χρειάσθηκε να περιμένει άλλες δύο γενεές (έως το 1880) για να γίνει ανεξάρτητη.

Ας προχωρήσουμε στον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-56) όπου η Ρωσία εκ νέου πέρασε στην επίθεση κατά των Οθωμανών. Αυτή τη φορά, για να αποτρέψουν την ρωσική κάθοδο στα στενά η Μ. Βρετανία και η Γαλλία συντάχθηκαν με τους Οθωμανούς. Στην Ελλάδα ο λαός, ο κλήρος, ο στρατός και ο Μονάρχης Όθωνας, με θαυμαστή και σπάνια ομοφωνία προετοιμάζονταν να βγάλουν την χώρα στον πόλεμο, στο πλευρό της Ρωσίας. Τα σχέδια αυτά ανατράπηκαν την τελευταία στιγμή όταν οι αγγλο-γαλλικές ναυτικές δυνάμεις επενέβησαν με ναυτικό αποκλεισμό και κατάληψη του Πειραιά. Η κυβέρνηση έπεσε και ο Μονάρχης πάραυτα διακήρυξε την «αυστηρή ουδετερότητα» της χώρας στον κριμαϊκό πόλεμο. Η Ρωσία εν συνεχεία έχασε παταγωδώς στον Κριμαϊκό πόλεμο, αλλά η ναυτική παρέμβαση των δυτικών δυνάμεων είχε ήδη αποτρέψει το ενδεχόμενο η Ελλάδα να βρεθεί στο στρατόπεδο των ηττημένων και να υποστεί τις ανάλογες συνέπειες.

Πάντως το μήνυμα ήταν σαφές. Η Ελλάδα, λόγω γεωγραφίας, όσο κι αν το επιθυμεί ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ να βρεθεί στο πλευρό της Ρωσίας. Διότι η Αθήνα και οι περισσότερες ελληνικές πόλεις βρίσκονται κυριολεκτικά υπό τις κάνες των πολεμικών πλοίων της θαλάσσιας δύναμης που κυριαρχεί στην Μεσόγειο. Τα δε λιμάνια στα οποία βασιζόταν τότε η χώρα για κάθε μεταφορά ήταν υποκείμενα σε ναυτικό αποκλεισμό.

Έγινε επίσης σαφές στους Έλληνες ότι η Ρωσία ουδεμία βοήθεια μπορούσε να προσφέρει εάν η Ελλάδα ερχόταν σε σύγκρουση με τις ναυτικές δυνάμεις. Αναγνωρίζοντας τις γεωπολιτικές αυτές πραγματικότητες η Ελλάδα άλλαξε και επίσημα στρατόπεδο. Σύντομα κατέρρευσε η μοναρχία του ρωσόφιλου Όθωνα, στα 30 χρόνια της βασιλείας του οποίου η Ελλάς δεν ευτύχησε να επεκταθεί. Αντικαταστάθηκε από τον αγγλόφιλο βασιλέα Γεώργιο Ά, στα 50 χρόνια της βασιλείας του οποίου, ως γνωστόν, η Ελλάς ευτύχησε να επεκταθεί 3 φορές.

Το μήνυμα όμως ελήφθη και από τους Ρώσους. Οι οποίοι μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο μετέβαλαν άρδην την εξωτερική πολιτική τους και από προστάτες των ορθοδόξων στράφηκαν πλέον στον Πανσλαβισμό.

Έτσι, την επόμενη φορά που οι Ρώσοι επέβαλαν όρους στο Σουλτάνο (μετά το νικηφόρο ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1878-80), η λέξη Ελλάς πάλι απουσίαζε από τις Ρωσικές απαιτήσεις. Υπήρχε αντίθετα η λέξη Βουλγαρία, η Μεγάλη Βουλγαρία της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, η οποία περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Βόρειας Ελλάδος. Χρειάσθηκε ξανά η απειλή του ένοπλου βέτο της Μ. Βρετανίας για να αποτραπεί αυτή η δυσμενέστατη για τα ελληνικά συμφέροντα εξέλιξη.

Έκτοτε η Ρωσία έριξε όλο το βάρος της πίσω από τους Σλάβους των Βαλκανίων. Και όπως έχουμε δει, είχε σοβαρότατους στρατηγικούς λόγους για αυτό, μιας και η γεωγραφία των σλαβικών περιοχών τους καθιστούσε πολύ λιγότερο εκτεθειμένους στη Βρετανική ναυτική δύναμη.

Δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη λοιπόν που, για τους ίδιους γεωστρατηγικούς λόγους, στην μεγάλη ελληνοτουρκική αναμέτρηση κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας η νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση συμμάχησε με τον Κεμάλ, εναντίον των Ελλήνων “πρακτόρων του αγγλικού ιμπεριαλισμού”.

Ούτε πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός πως κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου η Σοβιετική θέση ήταν υπέρ της σύστασης «ανεξάρτητης Μακεδονίας», δηλαδή Ελλάδας που τελείωνε στον Όλυμπο.

Δεν αποτελεί επίσης σύμπτωση πως η Ρωσία υπήρξε από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν τα Σκόπια ως Μακεδονία, 10 χρόνια πριν την αναγνώρισή τους από οποιαδήποτε δυτική χώρα.

Επιπλέον, ας μην λησμονείται πως η Σοβιετική Ένωση, παρά τις κατά καιρούς διαβεβαιώσεις υποστήριξης στην Κύπρο, δεν προσέφερε καμία βοήθεια όταν πραγματοποιήθηκε η τουρκική εισβολή. Απεναντίας, όταν οι ΗΠΑ επέβαλαν στην Άγκυρα εμπάργκο όπλων, ως τιμωρία για την επιχείρηση «Αττίλας», η Μόσχα πρόθυμα δέχθηκε να εξοπλίζει η ίδια στη συνέχεια τον τουρκικό στρατό. Το λανθασμένο στοίχημα του αρχιεπίσκοπου Μακάριου υπέρ της Μόσχας στοίχισε ακριβά στον Ελληνισμό.

Παραταύτα, ο Μακάριος δεν ήταν ο τελευταίος Έλληνας ηγέτης που θέλησε να στηριχθεί στη Ρωσία. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, το 2015, η τότε ελληνική κυβέρνηση προσέφυγε στη Ρωσία για οικονομική βοήθεια, με την υπόσχεση ότι η Ελλάδα θα μπορούσε ενδεχομένως να αποσκιρτήσει από τη δυτική συμμαχία, για να εισπράξει ορθά κοφτά την άρνηση της Μόσχας.

Πρόσφατα, τέλος, στην κρίση του καλοκαιριού του 2020, η Ελλάδα και η Τουρκία βρέθηκαν άλλη μία φορά στα πρόθυρα πολέμου. Η Ρωσία, το απαραίτητο αντίβαρο κατά της Τουρκίας στη σκέψη πολλών Ελλήνων, ήταν στην πράξη απούσα. Αντίθετα ήταν μια δυτική δύναμη-η Γαλλία– που επέδειξε έμπρακτα την αλληλεγγύη της στην Ελλάδα, μεταφέροντας αεροναυτικές δυνάμεις εγγύς του ελληνο-τουρκικού θέατρου επιχειρήσεων.

Σε πείσμα λοιπόν του Samuel Huntington (ο οποίος στο γνωστό έργο του «η σύγκρουση των πολιτισμών» κατέταξε την Ελλάδα στο Ορθόδοξο τόξο και εκτός του δυτικού στρατοπέδου), την τελευταία λέξη στο ζήτημα του στρατηγικού προσανατολισμού της Ελλάδας φαίνεται να είχε, να έχει και θα έχει και στο μέλλον η γεωγραφική φύση και θέση της χώρας μας.

Η Ελληνική γεωγραφία με την παράκτια και νησιωτική φύση της κατέταξε τη χώρα μας σταθερά και τελεσίδικα στο πλευρό της ναυτικής δύναμης που κυριαρχεί στη Μεσόγειο. Τους τελευταίους αιώνες κυρίαρχες στη Μεσόγειο είναι οι ναυτικές δυνάμεις της Δύσης και αυτό δεν αναμένεται να αλλάξει στο προβλεπτό μέλλον.

Αυτό το de facto γεωπολιτικό «η Ελλάς ανήκει στη Δύση» δεν έχει διαφύγει από τη Ρωσία, όπως απέδειξε η ιστορική αναδρομή που προηγήθηκε. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο η Ρωσία δεν έχει υποστηρίξει έμπρακτα την Ελλάδα τα τελευταία 190 χρόνια και πολύ λίγα έχουμε να περιμένουμε από αυτήν και στο μέλλον.

Οι μόνες ιστορικές περίοδοι όπου Ελλάδα και Ρωσία βρέθηκαν στο ίδιο στρατόπεδο ήταν όταν η Ρωσία συμμάχησε με την Δύση. Όπως έγινε κατά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Όσο η Ρωσία ανταγωνίζεται τη Δύση, Ελλάδα και Ρωσία θα βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα.

Αυτή είναι η γεωπολιτική πραγματικότητα των σχέσεων Ελλάδας – Ρωσίας. Η ιστορία δείχνει ότι οι Ρώσοι το κατανοούν. Εμείς γιατί ακόμη δυσκολευόμαστε να το κατανοήσουμε;





ΠΗΓΗ