Όπως γίνεται σιγά σιγά κατανοητό σε πολλούς, η Ελλάδα τον τελευταίο καιρό αφουγκράζεται όλο και περισσότερο την ανάγκη να εμπλακεί σε ένα γεωπολιτικό παίγνιο, που όχι μόνο διαδραματίζεται στην άμεση γειτονιά της, αλλά ενδέχεται να καθορίσει και τις διεθνείς ισορροπίες για τις επόμενες δεκαετίες.
Σε αυτό το παίγνιο η Ελλάδα θα συμμετέχει είτε ως πρωταγωνιστής, εφόσον το επιλέξει, είτε ως κομπάρσος, οπότε θα πάρει και το αντίστοιχο μερίδιο. Σε κάθε περίπτωση η ιθύνοντες θα πρέπει να δώσουν μια κατεύθυνση και ένα προσανατολισμό στην όποια προσπάθεια επιχειρηθεί από πλευράς του ελληνικού κράτους.
Τον τελευταίο καιρό είδαμε να γίνονται διάφορα βήματα προς την κατεύθυνση των συμμαχιών μας (προσέγγιση με ΗΑΕ, πώληση ΕΛΒΟ σε Ισραηλινούς) αλλά και προς την ενίσχυση της σκληρής ισχύος της χώρας μας, δηλαδή των ενόπλων δυνάμεων, με την αγορά των γαλλικών Rafale. Σίγουρα είναι το μίνιμουμ των κινήσεων που πρέπει να γίνουν, καθώς έχουμε μπροστά μας έναν διεθνή δρώντα όπως η Τουρκία, η οποία δείχνει συνεχώς και καθημερινά τη θέληση της να διαταράξει το σύστημα της νοτιοανατολικής Μεσογείου, και συνακόλουθα τα υποσυστήματα της Ελλάδας και της Κύπρου.
Θέλοντας να ξεφύγω από την στείρα ανάλυση, την οποία έχουν κάνει πάμπολοι ειδικοί όλο αυτό το διάστημα, θα ήθελα να προχωρήσω σε μια γεωστρατηγική πρόταση για την Ελλάδα, έχοντας λάβει υπόψη μου συγκεκριμένους παράγοντες, θεωρώντας παράλληλα πως η χώρα μας θα πρέπει κάποια στιγμή να κάνει ακόμα πιο στιβαρά βήματα στην διεθνή σκακιέρα.
α) Η πρώτη πρόταση μου αφορά ένα συντελεστή εσωτερικής ισχύος, δηλαδή την οικονομία της χώρας. Η Ελλάδα πρέπει να πάψει να είναι μια αμιγώς τουριστική χώρα ή να το θέσω καλύτερα, μια χώρα παροχής υπηρεσιών και να κάνει στροφή σε δύο πράγματα: Πρώτον την τεχνολογική ανάπτυξη, και δεύτερον το εμπόριο. Το εμπόριο από τα αρχαία χρόνια αποτέλεσε μαζί με την γλώσσα το «ειρηνικό όπλο» του Ελληνισμού. Ο Έλληνας πρέπει να γυρίσει ξανά στο εμπόριο, δεδομένου ότι η χώρα αποτελεί και προβλέπεται να αποτελέσει κόμβο για πάρα πολλά αγαθά. Όσον αφορά την τεχνολογία πρέπει να παραδειγματιστούμε από το Ισραήλ, που κατόρθωσε να γίνει τεχνολογικό έθνος λόγω έλλειψης φυσικών πόρων.
β) Η δεύτερη πρόταση μου αφορά την ήπια ισχύς της χώρας και ασφαλώς το πολιτισμικό της κεφάλαιο. Η Ελλάδα πρέπει να στοχεύσει σε τρεις βασικές περιοχές: Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, και Ινδία. Στα Βαλκάνια μπορεί να καταρτιστεί πλάνο ώστε τους άμεσους γείτονες μας (Αλβανία, Σκόπια) να τους απορροφήσουμε οικονομικά κατά πρώτον, και κατά δεύτερον γλωσσικά και πολιτισμικά. Πρόκειται για χώρες με έντονη ελληνική επιχειρηματική παρουσία η οποία όχι μόνο πρέπει να ενισχυθεί, αλλά να στηθεί και ένα δίκτυο προώθησης του ελληνικού πολιτισμού σε αυτά τα κράτη με εύθραυστες εθνικές ταυτότητες. Δυστυχώς η Τουρκία έχει κάνει σοβαρή διείσδυση σε αυτά τα δύο κράτη.
Το δεύτερο αφορά τους Χριστιανούς της Μέσης Ανατολής που αριθμούν περίπου 15 εκατομμύρια άτομα και πολλά από αυτά προσδιορίζονται ως «Ρωμιοί». Πεδίον δόξης λαμπρό για την Ελλάδα ώστε να τους οικειοποιηθεί με όχημα την κοινή πίστη και την βυζαντινή κληρονομιά. Επίσης η αναβάθμιση των σχέσεων μας σε στρατηγικό επίπεδο με το Ισραήλ αλλά και τα ΗΑΕ θα πρέπει να μπει στην κορυφή της ατζέντας, καθώς έχουμε να κερδίσουμε πολλά από αυτά τα δύο κράτη που αποτελούν πρότυπο οργάνωσης και ανάπτυξης.
Τρίτο πεδίο η Ινδία, που και εκεί με όχημα τον αμοιβαίο αλληλοσεβασμό στους ιστορικούς δεσμούς και τους κοινούς εχθρούς (Τουρκία, Πακιστάν), μπορούμε να επιτύχουμε μια συνεργασία με μια ανερχόμενη οικονομία, με ισχυρή στρατιωτική βιομηχανία και αναπτυσσόμενο τεχνολογικό τομέα.
γ) Η τρίτη παράμετρος αφορά έναν από τους συντελεστές της σκληρής ισχύος της χώρας, και φυσικά η αναφορά γίνεται για τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας μας. Εδώ θα κάνω μια μικρή διαφοροποίηση σε σχέση με τις κλασικές αναλύσεις που κινούνται γύρω από εξοπλισμούς και αγορά μεγάλων πλατφορμών. Οι αναλύσεις αυτές είναι σωστές και συμφωνώ σε πολλά όμως εδώ θα κάνω μια διαφορετική πρόταση.
Η Ελλάδα ως γνωστόν αντιμετωπίζει δύο πολύ βασικά προβλήματα τη δεδομένη στιγμή: Το δημογραφικό και το οικονομικό που αποτελεί παράμετρο του πρώτου. Επομένως βρίσκεται και θα βρίσκεται στην ανάγκη να αντιμετωπίσει αντιπάλους πολύ μεγαλύτερους από αυτή, οι οποίοι ακόμη και αν δεν έχουν ένα υψηλό επίπεδο μαχητικότητας, θα έχουν οπωσδήποτε μεγάλη αντοχή στις απώλειες, και ως γνωστόν η ποσότητα κάποια στιγμή θα υπερφαλαγγίσει την όποια ποιότητα.
Ως εκ τούτου η Ελλάδα οφείλει να υιοθετήσει ένα δόγμα που θα περιλαμβάνει συντριπτικό χτύπημα το οποίο θα «κόβει» την ορμή του αντιπάλου και δεν θα του επιτρέπει να χρησιμοποιήσει την ισχύ του εναντίον της. Αυτό μπορεί να συμβεί με δύο τρόπους: Ο πρώτος είναι ο καθαρά στρατιωτικός. Δηλαδή ποιοτική αναβάθμιση ήδη υπαρχόντων συστημάτων και συγκεκριμένα των πυραυλικών συστημάτων της χώρας, προκειμένου να επιτυγχάνεται ένα μεγάλο βεληνεκές, ενώ ταυτόχρονα η όλη διαδικασία θα εντάσσεται σε ένα δικτυοκεντρικό περιβάλλον που θα στοχοποιεί και θα καταδεικνύει στόχους. Επίσης θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη δυνατοτήτων Αντιπρόσβασης & Άρνησης Επαφής (A2/AD), κάτι το οποίο θα αναλύσουμε σε επόμενο κείμενο.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο θα πρέπει να ενταχθεί στο στράτευμα και κατ′ επέκταση στην κοινωνία, μία κουλτούρα ασφαλείας, βασισμένη στο καταδρομικό πνεύμα. Αυτό θα έχει σκοπό να εντάξει τον στρατευμένο στο πνεύμα της πολυπλοκότητας και του χάους το οποίο βασιλεύει στο σύγχρονο περιβάλλον μάχης.
Ο δεύτερος τρόπος είναι αφορά τις υπηρεσίες πληροφοριών και των αποστολών που αυτές αναλαμβάνουν, καθώς ο ρόλος τους είναι κρίσιμης σημασίας για τις αποφάσεις που πρόκειται να ληφθούν σε περίπτωση κρίσης. Μιλάω ουσιαστικά για μια ποιοτική αναβάθμιση των μυστικών υπηρεσιών της χώρας με την εκπαίδευση ενός νέου τμήματος επιχειρήσεων που θα περιλαμβάνει από διάφορες αποστολές διείσδυσης μέχρι ασύμμετρα χτυπήματα.Στο παρελθόν τέτοιου είδους ενέργειες είχαν πραγματοποιηθεί από τις ελληνικές υπηρεσίες, πράγμα που δείχνει πως υπάρχει η τεχνογνωσία ώστε να γίνει κάτι αντίστοιχο και στο μέλλον. Όλες οι σοβαρές χώρες του κόσμου έχουν αναπτύξει τέτοιου είδους ομάδες, και σίγουρα η Ελλάδα δεδομένης της γεωπολιτικής της θέσης, οφείλει να αναγνωρίσει επιτέλους την σημασία ύπαρξης μιας τέτοιας ομάδας στην δική της φαρέτρα.
Το σίγουρο είναι πως για την Ελλάδα από δω και πέρα ανοίγεται ένα μέλλον όπου προβλέπονται μεγάλες αλλαγές τόσο σε γεωπολιτικό όσο και σε ενεργειακό επίπεδο, και η χώρα θα αναγκαστεί να λάβει ένα ρόλο. Χρέος της είναι να ανταποκριθεί με επιτυχία και να εξελιχθεί,γιατί όχι, σε ένα πόλο σταθερότητας και που θα ενεργεί ως middle power.