Eurokinissi
Προχωρώντας σε μία σύντομη ανασκόπηση των πεπραγμένων της πολιτικής που εφάρμοσε η Άνγκελα Μέρκελ ως ο 8ος Έλληνας πρωθυπουργός που συνεργάστηκε μαζί της, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρθηκε στην σημερινή Ελλάδα «που είναι πολύ διαφορετική από αυτή που γνωρίσατε Καγκελάριε την τελευταία 10ετία. Δεν είναι εστία ελλειμμάτων. Είναι σύγχρονο κράτος».
Όπως είπε ο Έλληνας πρωθυπουργός, «Ευρώπη και Ελλάδα δοκιμάστηκαν από λάθος αποφάσεις που επέστρεψαν εναντίον τους μεταμφιεσμένες με λαϊκισμό και δημαγωγία», ενώ αναφερόμενος στην πολιτική που εφάρμοσε η Γερμανίδα Καγκελάριος σημείωσε ότι η κ. Μέρκελ –όπως είχε παραδεχθεί και η ίδια- είχε ζητήσει πολλά από τους Έλληνες. «Η Άνγκελα Μέρκελ υπήρξε η φωνή της λογικής και της σταθερότητας. Άδικη κάποιες φορές, όμως καθοριστική όπως το 2015 όταν αρνήθηκε τον εξωστρακισμό της Ελλάδας από την Ευρώπη» συμπλήρωσε ο πρωθυπουργός.
Το ότι υπήρξε απαιτητική από τους Έλληνες ανέφερε και η Γερμανίδα Καγκελάριος, απαντώντας σε σχετική ερώτηση. «Τότε είμασταν εξαιρετικά σοκαρισμένοι από το πόσο ευάλωτο ήταν το ευρώ σε εξωτερικές απειλές» ανέφερε αρχικά η κ. Μέρκελ για να συμπληρώσει ότι:
«Εγώ δεσμεύθηκα για την παραμονή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ. Ξέρω ότι απαίτησα πολλά από τους Έλληνες». Παράλληλα συμπλήρωσε ότι υπήρξαν πολλές διαφορετικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα με διαφορετικές πολιτικές και έφερε ως παράδειγμα το θέμα των αποκρατικοποιήσεων το οποίο σήμερα δεν είναι τόσο αμφισβητήσιμο όσο στο παρελθόν.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης σημείωσε ότι «καθώς η Ευρώπη προχωρά με ομοφωνίες, αυτές χτίζονται με συμφωνίες, συνεπώς και με συγκλίσεις» και χαρακτήρισε «γενναία» την αλλαγή στάσης της Άνγκελα Μέρκελ για το ζήτημα του Ταμείου Ανάκαμψης ενώ συμπλήρωσε ότι «η μάχη του covid είχε και χρώμα γαλανόλευκο. Η Ελλάδα εισηγήθηκε το πιστοποιητικό, οργάνωσε πρόγραμμα εμβολιασμού, πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Ταμείου».
Μιλώντας για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις –οι οποίες επηρεάζουν όχι μόνο την Ελλάδα αλλά την Ευρώπη, όπως είπε ο πρωθυπουργός και συμφώνησε η Άνγκελα Μέρκελ- ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι θα συνεχίσει να εργάζεται υπέρ του διαλόγου. «Φοβάμαι ότι η συχνά η δυτική ψυχραιμία ενθαρρύνει την τουρκική αυθαιρεσία», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός. «Η Ελλάδα επιθυμεί τις καλές σχέσεις με όλους και με τη γειτονική χώρα. Δεν ανέχεται ούτε απειλές, ούτε αμφισβητήσεις των δικαιωμάτων της», ξεκαθάρισε ο πρωθυπουργός.
«Γνωρίζω τον μεγάλο αριθμό των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα όταν πρόκειται για τη συνεργασία με την Τουρκία. Συζητήσαμε και χθες και σήμερα εντατικά ότι θα πρέπει να ισχύουν τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και το διεθνές δίκαιο και πιστεύουμε ότι είναι σημαντικό αλλά δύσκολο να βρίσκομαι απαντήσεις και λύσεις μέσω του διαλόγου» ανέφερε η Άνγκελα Μέρκελ.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση σχετικά με το τι θα πει στο διάδοχο της Άνγκελα Μέρκελ για τα ελληνοτουρκικά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε ότι προσβλέπει σε μία εποικοδομητική συνεργασία και ότι θα ζητήσει να γίνουν σεβαστές οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την Τουρκία. Όπως ανέφερε ο πρωθυπουργός, η Τουρκία έχει δύο επιλογές: «Η μία είναι η επιλογή στην οποία όλοι προσβλέπουμε: μία επιλογή συνεργασίας, αμοιβαία ωφέλιμης, η οποία όμως προϋποθέτει τη μείωση των εντάσεων, τον σεβασμό των σχέσεων καλής γειτονίας και τον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου. Ο δεύτερος δρόμος είναι ο πιο σκληρός δρόμος όπου η Τουρκία θα πρέπει να αντιληφθεί ότι σε περίπτωση που συνεχίσει αυτή τη συμπεριφορά θα υπάρχουν κυρώσεις από ευρωπαϊκής πλευράς, διότι υπάρχουν κάποια όρια τα οποία δεν μπορούν να ξεπεραστούν χωρίς να υπάρχουν τέτοιες συνέπειες».
Μιλώντας ο πρωθυπουργός για το Σύμφωνο Σταθερότητας, αφού είχε τονίσει ότι η «λιτότητα δεν είναι η απάντηση για όλα», ανέφερε ότι θα συζητήσει με τον διάδοχο της κ. Μέρκελ και αυτό το θέμα, εκτιμώντας ως δεδομένο ότι θα υπάρξουν παρεμβάσεις στους πολύ τυπικούς κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας. «Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα ξεχάσουμε τι σημαίνει δημοσιονομική πειθαρχία» πρόσθεσε ο πρωθυπουργός, τονίζοντας ότι «η Ελλάδα θα έχει τη δυνατότητα από το 2023 να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα. Δεν πρέπει να εκληφθεί η συζήτηση αυτή ως άδεια να επιστρέψουμε σε κακές συνήθειες του παρελθόντος. Στο χέρι μας είναι να αξιοποιήσουμε τους σημαντικούς πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Εφόσον το κάνουμε αυτό, αυξάνονται οι πιθανότητες στο μέλλον, κάτι που δημιουργήθηκε με αφορμή την πανδημία, να αποκτήσει ενδεχομένως πιο μόνιμα χαρακτηριστικά».
Σε ερώτηση σχετική με το ζήτημα της μετανάστευσης και του ασύλου, ο πρωθυπουργός σημείωσε ότι ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να έχουμε μία κοινή ευρωπαϊκή θέση. «Πιστεύω τουλάχιστον ότι αρχίζει να διαμορφώνεται μια συναίνεση σχετικά με την εξωτερική πτυχή της μετανάστευσης. Ότι πρέπει να φυλάμε τα σύνορα μας πιο αποτελεσματικά. Και ότι δεν μπορούμε να δεχτούμε σε καμία περίπτωση σε ευρωπαϊκό επίπεδο -κάτι το οποίο αποτυπώνεται και στα συμπεράσματα του Συμβουλίου- την εργαλειοποίηση απελπισμένων ανθρώπων για πολιτικούς σκοπούς», ανέφερε ο κ. Μητσοτάκης, τονίζοντας ότι αυτό που έγινε στον Έβρο τον Μάρτιο του 2020 δεν μπορεί και δεν πρέπει να επαναληφθεί.
«Η Καγκελάριος έχει δίκιο όταν λέει η Τουρκία θα έπρεπε υπό προϋποθέσεις και μπορεί να είναι σύμμαχος μας σε αυτή την προσπάθεια. Πρέπει να κάνει περισσότερα, όμως. Πρέπει να κάνει περισσότερα στην εξάρθρωση των κυκλωμάτων διακίνησης, διότι έχουμε πλήρη εικόνα του τι συμβαίνει στο Αιγαίο. Και είναι βέβαιο ότι ένα κράτος με τις δυνατότητες της Τουρκίας μπορεί να σταματά τις βάρκες πριν αυτές φύγουν. Πριν τεθούν σε κίνδυνο ζωές απελπισμένων ανθρώπων, πρόσθεσε ο πρωθυπουργός. «Θα επαναλάβω για ακόμα μία φορά ότι οι χώρες που βρίσκονται στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης σηκώνουν πολύ μεγάλο βάρος. Και η άποψή μας είναι πως, ναι, πρέπει να έχουμε μεγαλύτερη ευρωπαϊκή στήριξη. Και, ναι, και η χρηματοδότηση της Ευρώπης πρέπει να συμπεριλαμβάνει και φυσικά εμπόδια. Όχι μόνο την τεχνολογία η οποία θα μας διευκολύνει να εντοπίζουμε μεταναστευτικές ροές», συμπλήρωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, τονίζοντας παράλληλα ότι η σοβαρή και στιβαρή φύλαξη των συνόρων είναι προϋπόθεση για μία σοβαρή μεταναστευτική πολιτική. «Διότι αν καταρρεύσει η φύλαξη των εξωτερικών συνόρων τότε είναι βέβαιο ότι θα αρχίσουν να επιβάλλονται περιορισμοί από τις χώρες που είναι πιο μακριά από τα ευρωπαϊκά σύνορα ως προς τις δευτερογενείς μετακινήσεις εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και νομίζω ότι κανείς δεν θέλει να φτάσουμε σε αυτό το σημείο», κατέληξε ο πρωθυπουργός.