Το παρόν απευθύνεται προς τον τα πολιτικά στελέχη όλου του παραταξιακού φάσματος της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η κυπριακή πλευρά με την πλάτη στον τοίχο γίνεται έρμαιο των υπαλλήλων του ΟΗΕ οι οποίοι νομικά και θεσμικά είναι εντολοδόχοι των κρατών-μελών και όχι εντολείς του επί θεμάτων ενδοκρατικής τάξης.

Ο ρόλος τους, όπως θα υποστηριχθεί στην συνέχεια, περιορίζεται αυστηρά από τον Καταστατικό Χάρτη και αφορά την διεθνή τάξη και όχι το εσωτερικό καθεστώς και μάλιστα ενός κράτους που το ίδιο το Συμβούλιο Ασφαλείας αποφάσισε ότι υπήρξε θύμα παράνομης εισβολής και παράνομων τετελεσμένων τα οποία πρέπει να τερματιστούν και να μην αποτελέσουν, όπως έγινε ρητά σαφές στις σχετικές αποφάσεις, βάση αλλαγής της ενδοκρατικής τάξης.

Παρέμβαση στα ζητήματα ενδοκρατικής τάξης είναι κατάχρηση του ρόλου τους και η Κυπριακή Δημοκρατία είναι νομιμοποιημένη να τους καλέσει να περιοριστούν στον ρόλο τους που αφορά την διεθνή τάξη

Ακόμη, αυτοί και πλήθος άλλων αυτόκλητων «μεσολαβητών» καταχρώνται του ρόλου τους και εν μέσω καταιγιστικών εξελίξεων γίνονται εντολείς αθέατων συμφερόντων και οδηγούν την Κυπριακή Δημοκρατία πάνω στην κλίνη του Προκρούστη των στρατηγικών παιγνίων.

Ένα είναι σίγουρο: Με οποιοδήποτε σχέδιο βρίσκεται πάνω ή κάτω από τα διαπραγματευτικά τραπέζια η Κύπρος εντάσσεται τελεσίδικα στα πεδία της Τουρκικής επικυριαρχίας. Οι Έλληνες που αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία θα «φύγουν» για να διασωθούν ενώ όσοι μείνουν εδώ για να υπηρετήσουν τους νέο-Οθωμανούς είναι επειδή ξέχασαν ότι οι Λεβαντίνοι είναι μιας χρήσης

Ταυτόχρονα το Ελλαδικό κράτος θα παγιδευτεί στρατηγικά ανεπίστροφα επειδή εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες θα καταστούν όμηροι της Άγκυρας. Το ότι έτσι είναι προσανατολισμένο πλέον το Κυπριακό δεν φαίνεται να έχει γίνει αντιληπτό στην Αθήνα.

Άμεσα απόφαση ριζικής επανατοποθέτησης

Πρώτον, η Κυπριακή Δημοκρατία θα καταργηθεί μόνο εάν εμείς το αποδεχθούμε. Ποτέ δεν πρέπει να το αποδεχθούμε και κανείς δεν μπορεί να το επιβάλει (δεν υπάρχει προηγούμενο κατάργησης κράτους με παράνομη έξωθεν εισβολή).

Αυτό επιτάσσεται καθότι οτιδήποτε άλλο υπάρχει στο τραπέζι είναι χειρότερο από την διαιώνιση του προβλήματος μέχρι να υπάρξουν, εάν υπάρξουν, προϋποθέσεις αποκατάστασης της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας (την οποία θα πρέπει να θέσουμε στο τραπέζι ως το μόνο πλαίσιο λύσης και αυτό σημαίνει επανατοποθέτηση, βλ. πιο κάτω).

Μέχρι τότε το κατεχόμενο θα είναι αλύτρωτο αλλά υποχρεωτικά και αναπόδραστα κομμάτι της αναγνωρισμένης Κυπριακής Δημοκρατίας. Εν τέλει δεν αυτοκτονούμε με το να θέσουμε την Κυπριακή Δημοκρατία στα πεδία της Τουρκικής επικυριαρχίας από φόβο μήπως και δεν απελευθερωθεί το κατεχόμενο σύντομα. Οποιαδήποτε σχέδιο υπάρχει στο τραπέζι οδηγεί τόσο στην νομιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής όσο και επέκτασή τους στο μη κατεχόμενο νότιο τμήμα της Κύπρου. Τελεία και παύλα: Κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας σημαίνει αυτοκτονία και θάνατο.

Δεύτερον, τα κράτη μέλη της ΕΕ είναι υποχρεωμένα να υιοθετούν την Πράξη Προσχώρησης που ανήκει στην Κοινοτική έννομη τάξη και η οποία θεωρεί την ΚΔ ενταγμένη στο σύνολό της.

Η «λύση» είναι μια και μοναδική: Η εφαρμογή του νομικού κεκτημένου επιλύει κάθε πρόβλημα και διασφαλίζει τα πολιτικά δικαιώματα όλων των πολιτών. Τα υπόλοιπα όπως ρυθμίσεις και δικαιώματα για θρησκευτική και πολιτισμική ελευθερία είναι υπόθεση των κυπρίων χωρίς όμως την παρουσία της Άγκυρας.

Χωρίς υπόγειες χρηματοδοτήσεις τύπου UNOPS κτλ, ομάδα διεθνούς πάνελ έγραψε μελέτη που είναι νομικά, θεσμικά και πολιτικά η μόνη έγκυρη πρόταση για βιώσιμη διέξοδο και απαλλαγή από τα παράνομα τετελεσμένα: Πλαίσιο αρχών για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού με γνώμονα το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο» («A principle basis for a just and lasting Cyprus settlement in the light of International and European Law»).

Αναρτημένη εδώ σε 4 γλώσσες (http://wp.me/p3OlPy-lc)

Τρίτον, Το διεθνές νομικό και θεσμικό πλαίσιο διεξόδου όσον αφορά το κυπριακό ζήτημα μετά το 1984 βρίσκεται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΣΑ) του 1974, 1975 και 1983: Αναγνωρίζουν μόνο την ΚΔ, ζητούν τον τερματισμό των παράνομων τετελεσμένων και εμφατικά υπογραμμίζεται ότι τα παράνομα τετελεσμένα δεν θα αποτελέσουν βάση λύσης του κυπριακού.

Στα υπόλοιπα ψηφίσματα του ΣΑ προστέθηκαν ακραία παράνομες εκκλήσεις για εσωτερικές κρατικές ρυθμίσεις που το ΣΑ δεν είναι αρμόδιο να ορίσει και που πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχουν.

Το γεγονός ότι η Ελληνική πλευρά δεν ζητά αδιαπραγμάτευτα να παρακαμφθούν θα καταγραφεί ως μνημειώδης άγνοια του καταγεγραμμένου και νομικά δεσμευτικού Αλφαβηταρίου του ΟΗΕ, της διεθνούς πολιτικής και του διεθνούς δικαίου. Αυτό το γεγονός εάν γίνει αντιληπτό μαζί και η Πράξη Προσχώρησης στην ΕΕ αποτελούν την βάση ριζικής επανατοποθέτησης για βιώσιμη λύση. Μέχρι νεοτέρας, εκτός και εάν προτιμάται η αυτοκτονία και ο θάνατος. 

Σύντομη επεξηγηματική αναδρομή για τα κύρια και σημαίνοντα 

Δεν θα ήταν αναγκαίο να επεξηγήσουμε κάτι εάν στην Κύπρο και στην Ελλάδα οι συζητήσεις δεν είχαν από καιρό καταβυθιστεί ανορθολογικά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόφαση να επικαλεστούμε την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα είναι πρωτίστως πολιτική. Το γεγονός ότι δεν λαμβάνεται μια τέτοια απόφαση οφείλεται είτε σε αμάθεια/άγνοια Αλφαβηταρίου είτε επειδή απελπισμένοι και εγκαταλειμμένοι κάποιοι αποφάσισαν να αυτοκτονήσουν, να εξισλαμιστούν ή να φύγουν από την Κύπρο.

Θα σταθούμε μόνο στο πρώτο. Το τι λέει η Πράξη Προσχώρησης είναι πολύ γνωστό. Γι’ αυτό θα σταθούμε μόνο στον ΟΗΕ και στο Συμβούλιο Ασφαλείας που δημιούργησαν την πιο αλλόκοτη φράση στην ιστορία των διεθνών θεσμών και ειδικά του ΟΗΕ: «Διαπραγματευτικό κεκτημένο».

Πρώτον, όπως συχνά μας υπενθύμιζε ο αείμνηστος πρέσβης Μιχάλης Δούντας, δεν υπάρχει οποιοδήποτε «διαπραγματευτικό κεκτημένο» παρά μόνο υποχωρήσεις της κυπριακής πλευράς που έγιναν με το πιστόλι στον κρόταφο.

Διολισθήσαμε έτσι σε προτάσεις για ένα μη βιώσιμο κρατίδιο, ενώ είναι γνωστά δύο πράγματα:

α) Στις διεθνείς διαπραγματεύσεις όταν δεν υπάρχει συμφωνία η επόμενη είναι από μηδενική βάση και όχι διολίσθηση στην νομιμοποίηση των παράνομων τετελεσμένων που το ίδιο το ΣΑ επανειλημμένα όρισε ότι είναι παράνομα.

β) Αυτές ακριβώς ήταν αποφάσεις που αφορούσαν την διεθνή τάξη: Ο ρόλος του Συμβουλίου Ασφαλείας είναι ρητά προσδιορισμένος και αφορά την διεθνή τάξη και δεν έχει το παραμικρό δικαίωμα να αποφασίσει για το εσωτερικό καθεστώς ενός κυρίαρχου κράτους μέλους του ΟΗΕ και στην συνέχεια κράτους μέλους της ΕΕ.

γ) Ακόμη και εάν δεχθούμε επίκληση του Κεφαλαίου 7 για τους κινδύνους για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια ισχύει ότι:

1) δεν διατάραξε την διεθνή ασφάλεια και την διεθνή τάξη η Κυπριακή Δημοκρατία αλλά η Αμερικανοκινούμενη χούντα της Αθήνας που καταδυνάστευε και την Ελληνική και κοινωνία και

2) όπως ήδη αναφέρθηκε το ποιος διατάραξε την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια το λένε ρητά οι ίδιες οι αποφάσεις του ΣΑ.

Ολοκληρώνουμε λοιπόν με παράθεση κρίσιμων εδαφίων που δεν αφήνουν περιθώριο για αμφισβήτηση των προαναφερθέντων και αποτελούν την βάση μιας άμεσης πολιτικής απόφασης ριζικής επανατοποθέτησης ταυτόχρονα καλώντας τις πολιτικές ηγεσίες της Ελλάδας που είναι –πέραν άλλων– και εγγυήτρια να συνηγορήσουν. 

Χάρτης του ΟΗΕ και αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας 

Επειδή όπως είπαμε η απόφαση ριζικής επανατοποθέτησης είναι πολιτική, εξ ου και προχωρούμε στο να φωτίσουμε θεμελιώδης θεσμικές και νομικές πτυχές που κάνουν σαφές ότι η μη επανατοποθέτηση είναι παράληψη καθήκοντος από το πολιτικό προσωπικό και οδηγεί σε αναίτια αυτοκτονία. Στο Κεφάλαιο Ι άρθρο 2 παράγραφος 7 του Χάρτη του ΟΗΕ ξεκαθαρίζονται οι δικαιοδοσίες του ΣΑ αλλά και τα όρια αυτών των δικαιοδοσιών:

«Καμιά διάταξη αυτού του Χάρτη δε θα δίνει στα Ηνωμένα Έθνη το δικαίωμα να επεμβαίνουν σε ζητήματα που ανήκουν ουσιαστικά στην εσωτερική δικαιοδοσία οποιουδήποτε κράτους και δε θα αναγκάζει τα Μέλη να υποβάλλουν τέτοια θέματα για ρύθμιση σύμφωνα με τους όρους αυτού του Χάρτη. Η αρχή όμως αυτή δεν πρέπει να εμποδίζει την εφαρμογή των εξαναγκαστικών μέτρων που προβλέπονται από το Κεφάλαιο 7».

Επειδή η ουσία πάντα, ιδιαίτερα στις πρόνοιες του Χάρτη του ΟΗΕ αλλά και κάθε ζητήματος της διεθνούς πολιτικής βρίσκεται στις ειδοποιούς διαφορές –και αφού τονιστεί πως σπάνια υπάρχουν αποφάσεις του ΣΑ και πολύ σπανιότερα τόσο ξεκάθαρα ψηφίσματα όπως είχαμε στο Κυπριακό το 1964, 1974 και 1983–, είναι απαραίτητο να υπογραμμιστούν μερικές κρίσιμες πτυχές.

Κατ’ αρχάς, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, στα ψηφίσματα του ΣΑ ορίζεται πλήρως ποιος είναι το θύμα και ποιος ο θύτης, ποιος είναι παράνομος και ποιος ζημιωμένος από την παρανομία και ποιος διατάραξε την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια.

Ερωτάται: Από νομική και πολιτική άποψη άλλαξε κάτι μετά το 1974; Η απάντηση είναι όχι, δεν άλλαξε. Στην βάση γεγονότων που το ίδιο το ΣΑ κατέγραψε σε πολλά ψηφίσματα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί νομικά, θεσμικά και πολιτικά ότι την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια δεν την διατάραξε η Κυπριακή Δημοκρατία αλλά η Τουρκία μετά το υποκινούμενο από την CIA πραξικόπημα της Αμερικανοκίνητης χούντας, όπως και οι ίδιοι οι Αμερικανοί ομολογούν.

Οι αποφάσεις του ΣΑ είναι ρητές όπως σπάνια συμβαίνει: Οι αποφάσεις 186 / 1974, 360 / 74 και 541 / 1983, για παράδειγμα, καλούν όλους να σεβαστούν την κυριαρχία του μόνου αναγνωρισμένου κράτους, της ΚΔ, και ζητούν την αποκατάσταση της Συνταγματικής τάξης θεωρώντας την εισβολή απειλή για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Εξίσου ρητά με μια εξαιρετικά σημαντική διατύπωση που αφορά ευθέως τις διαπραγματεύσεις, ζητούν:

«την αποχώρηση χωρίς καθυστέρηση όλου του στρατιωτικού προσωπικού» και γίνεται σαφές ότι στις διαπραγματεύσεις επίλυσης της κρίσης «Δεν θα επηρεαστούν» από τα πλεονεκτήματα που αποκτήθηκαν από τις πολεμικές επιχειρήσεις».

Ερωτάται: Γιατί εμείς συνεχίζουμε να αφήνουμε τρίτους –μεσολαβητές, εντολοδόχους μας υπαλλήλους του ΟΗΕ κτλ– να εκπέμπουν ιδέες αδιέξοδων ρυθμίσεων που νομιμοποιούν, ακριβώς, την παράνομη άσκηση βίας, τα παράνομα τετελεσμένα και που όχι μόνο καταργούν ένα κυρίαρχο κράτος αλλάζοντας με νέα Συνθήκη την διεθνή τάξη αλλά επιπλέον αναπόδραστα οδηγούν σε αστάθεια που θέτει σε κίνδυνο την διεθνή και περιφερειακή ασφάλεια; Μήπως υπάρχει κάποιος ή κάτι που υπερισχύει των Υψηλών Αρχών του καθεστώτος της κρατικής κυριαρχίας; Νομικά, πολιτικά και διαπραγματευτικά μιλώντας, η απάντηση είναι: Απολύτως όχι.

Εξίσου σημαντική εάν όχι περισσότερο σημαντική και μεγάλο υπέρτερο και ακλόνητο έρεισμα για την Κυπριακή Δημοκρατία είναι η απόφαση του ΣΑ 541 του 1983 μια δεκαετία μετά την παράνομη εισβολή και τα παράνομα τετελεσμένα.

Όπως και οι άλλες αποφάσεις, αυτή πολύ περισσότερο και σε συνδυασμό με τις αποφάσεις του 1974, ορίζει επακριβώς ποιος και πως διατάραξε την διεθνή τάξη.

Αυτές οι αποφάσεις μαζί και οι υψηλές αρχές του Καταστατικού Χάρτη λογικό είναι να αποτελούν διαπραγματευτική σημαία και κόκκινη γραμμή μιας νέας διαπραγματευτικής προσέγγισης συμβατής με τον ρόλο του ΟΗΕ και του ΣΑ και όχι κάποιο φανταστικό και ανύπαρκτο ρόλο.  Με την απόφαση 541, επιπρόσθετα, ξεκαθαρίζεται ότι:

«Η απόπειρα να δημιουργηθεί ”μια τουρκοκυπριακή δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου” είναι άκυρη, επιδεινώνει την κατάσταση της Κύπρου, καλεί την τουρκική πλευρά να την αποσύρει» και διευκρινίζει για ακόμη μια φορά ότι υπάρχει ένα μόνο κράτος και μόνο μια κρατική κυριαρχία, αυτή της Κυπριακής Δημοκρατίας την οποία κανείς δεν μπορεί να καταλύσει παρά μόνο εάν εμείς οι ίδιοι αυτοκτονήσουμε κρατικά.

Γίνεται σαφές πάντως, ότι δεν μιλάμε για κάποια αντιπαράθεση με όργανα του ΟΗΕ ή αντιπροσώπους τους αλλά αξίωση ενός κυρίαρχου κράτους-μέλους όπως όλοι αποδέχονται τις Υψηλές Καταστατικές Αρχές του Χάρτη, τα κόκκινα σύνορα των νομικών και πολιτικών όψεων του καθεστώτος της κρατικής κυριαρχίας, το γεγονός ότι στην περίπτωση της Κύπρου είναι ξεκάθαρο ποιος είναι θύμα και θύτης παρανομίας και την υψηλότερη όλων των αρχών του σύγχρονου πολιτικού πολιτισμού που όπως είπαμε ρητά διατυπώνεται στο Άρθρο 2 του Χάρτη.

Ότι δηλαδή κανείς και ποτέ δεν έχει δικαιοδοσία ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις ενός κράτους-μέλους και ότι ο ρόλος του ΣΑ είναι να αποκαταστήσει την διεθνή τάξη και νομιμότητα και όχι να ευνοήσει τον θύτη, να εξοντώσει το θύμα κράτος-μέλος και να δημιουργήσει προϋποθέσεις διεθνούς αστάθειας.

Τα λεγόμενα περί ανάγκης, δήθεν, συμβιβασμού, περί «διαπραγματευτικού κεκτημένου» πετάγονται στα σκουπίδια ως ακραία επικίνδυνες θέσεις. Γιατί όπως ρητά λέει ο Χάρτης του ΟΗΕ που παραθέσαμε πιο πάνω κανείς δεν έχει δικαίωμα να παρέμβει στο εσωτερικό ενός κυρίαρχου κράτους μέλους. Κάθε νομική και πολιτική ερμηνεία του Χάρτη του ΟΗΕ ευνοεί την Κυπριακή Δημοκρατία και οι αντιπρόσωποί της έχουν συμφέρον και υποχρέωση να αξιώσουν το Συμβούλιο Ασφαλείας και όλα τα όργανα και τους αντιπροσώπους του διεθνούς αυτού οργανισμού, εμπράγματα: 

1ον. Να εκπληρωθούν οι πρόνοιες του Καταστατικού Χάρτη.

2ον. Να εκπληρωθούν οι πρόνοιες των αποφάσεων του ΣΑ του 1974, 1975, 1983 που αφορούν την διεθνή τάξη.

3ον. Να εξαφανιστούν λαθραία καταγεγραμμένες θολές, παράνομες και αποδεδειγμένα αδιέξοδες διατυπώσεις για το εσωτερικό καθεστώς ενός κυρίαρχου κράτους-μέλους και να εκτιμηθεί δεόντως το αυταπόδεικτο, ότι δηλαδή μη βιώσιμες διευθετήσεις και κατάλυση ενός κράτους οδηγεί αναπόδραστα σε αστάθεια και κινδύνους για την διεθνή ασφάλεια.

Εάν μια αλλαγή είναι επιτακτικά αναγκαία είναι η διαγραφή από το Σύνταγμα του 1960 οι πρόνοιες τύπου «διαίρει και βασίλευε» της πρώην αποικιακής δύναμης. Λογικά επίσης, δεν έπρεπε να δεχθούμε Βρετανό μεσολαβητή όταν γνωρίζουμε την Βρετανική στρατηγική.

Παραμένει γεγονός ότι στο δαιδαλώδες και πολύπλοκο διεθνές σύστημα αυτά θα πρέπει να τα αξιώσει άμεσα το ενδιαφερόμενο κράτος από τον ΟΗΕ και την ΕΕ, η Κυπριακή Δημοκρατία.

Ταυτόχρονα η Κυπριακή Δημοκρατία να πληροφορήσει το Συμβούλιο Ασφαλείας ότι αποδέχεται τις αποφάσεις του για την διεθνή τάξη και τίποτα άλλο (διαπραγματευτικό κεκτημένο για κάποια περίεργη και μυστήρια ΔΔΟ ή πανομοιότυπες παραπλήσιες ονομασίες που αποτελούν παρέμβαση στο εσωτερικό ενός κυρίαρχου μέλους και που παραβιάζουν τον Καταστατικό Χάρτη).

Εάν δεν υπάρξει απόφαση άμεσης επανατοποθέτησης σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τις πρόνοιες του ΟΗΕ επίκειται, αυτή την φορά πολύ σύντομα, η χαριστική βολή.





ΠΗΓΗ