«Τι συζητάμε ρε παιδιά τόση ώρα; Το Κυπριακό θα λύσουμε;» Αυτή ήταν μία συνηθισμένη έκφραση αγανάκτησης όταν η συζήτηση μιας παρέας πάνω σ’ ένα πρακτικό ζήτημα τραβούσε σε μάκρος.

Το Κυπριακό αντιμετωπίζεται εδώ και δεκαετίες, ακόμη και από τη δεκαετία του ’50 ως ένα ιδιαίτερα περίπλοκο πρόβλημα παρόλο που στην πραγματικότητα είναι μάλλον απλό, η επίλυσή του, ωστόσο, σκοντάφτει στην τουρκική επεκτατική στρατηγική στην ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη περιοχή και στην ιδέα που έχει για τον εαυτό της ως τοπικής υπερδύναμης. 

Για την Τουρκία το Κυπριακό ζήτημα έχει επιλυθεί από το καλοκαίρι του 1974 όταν οι τουρκικές δυνάμεις εισβολής κατέλαβαν το 38% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, προχώρησαν σε εθνοκάθαρση σε βάρος των Ελληνοκυπρίων, μετέφεραν στη συνέχεια, τους Τουρκοκύπριους των ελεύθερων περιοχών στα κατεχόμενα και τέλος ανακήρυξαν το 1983 το κατοχικό καθεστώς σε «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου».

Αυτό που μένει για τους Τούρκους είναι η δική μας υπογραφή στη διεθνή αναγνώριση των τετελεσμένων της τουρκικής ωμότητας. Εξ ου και η επιμονή σε «λύση δύο κρατών» αντί της «διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας» που ήταν επίσης τουρκική θέση και την οποία σήμερα υιοθετεί επίσημα ως «επιθυμητή» λύση η ελληνική πλευρά. 

Απέναντι στις συνεχείς προκλήσεις και ολοένα και περισσότερες απαιτήσεις της Τουρκίας (για «πολιτική ισότητα», για αποζημιώσεις αντί για επιστροφή εδαφών και προσφύγων, για διατήρηση των τουρκικών εγγυήσεων και του στρατού κατοχής, για συνεκμετάλλευση κοιτασμάτων φυσικού αερίου που βρίσκονται στην ελληνοκυπριακή ΑΟΖ κ.ά.),  η ελληνοκυπριακή και ελλαδική ηγεσία αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να αντιληφθεί την πραγματικότητα: ότι η τουρκική στρατηγική δεν επιτρέπει κανενός είδους αμφιβολίες για την τύχη του κυπριακού ελληνισμού εφόσον προκύψει οποιαδήποτε συμφωνία που θα ικανοποιεί τους όρους της τουρκικής πλευράς. Και με τα σημερινά δεδομένα, μόνο τέτοιου τύπου συμφωνία μπορούμε να περιμένουμε. Αν είμαστε ρεαλιστές.

Αν επομένως, δεχόμαστε ότι «λύση» μέσω διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο ενός ΟΗΕ, που στηρίζει απροκάλυπτα την Τουρκία, με τους δοσμένους διεθνείς συσχετισμούς δύναμης, την άλλη «εγγυήτρια δύναμη», τη Βρετανία, να αποτελεί τον καλύτερο σύμμαχο της Τουρκίας, μετά τη Γερμανία, θα είναι μία λύση κομμένη και ραμμένη και στα μέτρα της Τουρκίας, ποιος μας υποχρεώνει να συναινούμε σε τέτοιους τύπου μεθοδεύσεις;

Απαιτείται λοιπόν ένας αναπροσανατολισμός της ακολουθητέας στρατηγικής με στόχους και προτεραιότητες που θα είναι σύμφωνες με το δίκαιο αλλά και με τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.

Θα πρέπει σε κάθε ευκαιρία να τονίζεται ότι το διεθνές δίκαιο απαιτεί τον τερματισμό της κατοχής. Αυτό το έχουμε σχεδόν ξεχάσει. Η λέξη: «απελευθέρωση» έχει εξοβελιστεί από το λεξιλόγιο της πολιτικής μας ηγεσίας, ακόμη κι από τα πιο «επαναστατικά» κόμματα.

Η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και των εποίκων, η αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας σ’ ένα δημοκρατικό καθεστώς, με σεβασμό των δικαιωμάτων κάθε μειονότητας στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και του ευρωπαϊκού κεκτημένου θα πρέπει να είναι για την ελληνική πλευρά αδιαπραγμάτευτα. 

Βεβαίως, δεν είναι κανείς τόσον αφελής ώστε να πιστεύει ότι η Τουρκία θα αντιληφθεί την αδικία που έχει διαπράξει και θα αποδεχτεί μία τέτοια λύση.

Επιτέλους όμως, όταν λέμε: «Δεν Ξεχνώ» θα πρέπει να το εννοούμε προκειμένου να προετοιμαζόμαστε υλικά, ηθικά και διπλωματικά για να διεκδικήσουμε το δίκιο μας.

Ας σταματήσουμε να λέμε μονότονα ότι δεν έχουμε διεκδικήσεις από την Τουρκία (αναφέρθηκα ήδη σε βασικές διεκδικήσεις που αφορούν την Κύπρο, θα μπορούσαν ν’ αναφερθούν ακόμη η αποκατάσταση της λειτουργίας της Αγίας Σοφίας ως μουσείου η αναγνώριση της ποντιακής γενοκτονίας κ.ά.).

Δεν είναι δυνατόν να συνεχίσουμε να συζητάμε αποκλειστικά τις μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις στην ανατολική Μεσόγειο, την Κύπρο, το Αιγαίο και τη Δυτική Θράκη. Ας προβάλουμε και τις δικές μας.

Οι Τούρκοι ζήτησαν και πάλι από τον ΟΗΕ αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου. Εμείς γιατί δε ζητάμε την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο και τον αφοπλισμό των ακτών της Μικράς Ασίας, όπου σταθμεύουν σώματα με σαφή επιθετική αποβατική σύνθεση και διάταξη; 

Σήμερα, συζητάμε λες και η προτεραιότητα είναι η όποια «λύση» του Κυπριακού και όχι η αποκατάσταση της νομιμότητας και η επιβίωση ενός ελληνικού πληθυσμού, του τελευταίου, αν θέλετε, υπολείμματος της ελληνιστικής περιμέτρου και του μικρασιατικού ελληνισμού. Γιατί αυτό είναι η Κύπρος, άσχετα από την αλλοτρίωση, τη διαφθορά, τον αβάσταχτο νεοπλουτισμό και την έλλειψη αγωνιστικότητας των σημερινών Κυπρίων.

Αν αυτό δεν γίνει συνείδηση της πνευματικής και πολιτικής ηγεσίας, το μόνο που μένει είναι η διαπραγμάτευση της τιμής του ξεπουλήματος και η Κύπρος θα εκτουρκιστεί και με τη δική μας υπογραφή τελεσίδικα.

Η γνώση της πραγματικότητας και των πραγματικών προθέσεων της Τουρκίας επιβάλλει να προβάλλουμε τις δικές μας θέσεις και προτεραιότητες και να αξιοποιηθούν όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις, στρατιωτικές, εκπαιδευτικές, πολιτικές, κοινωνικές, πολιτιστικές, διπλωματικές προκειμένου να δείξουμε ότι είμαστε αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε ό,τι έχει μείνει ελεύθερο και να απελευθερώσουμε, ευκαιρίας δοθείσης τα κατεχόμενα.

Οι δυνάμεις υπάρχουν, το απέδειξε η ιστορική φετινή πορεία μνήμης Ισαάκ – Σολωμού και η μεγαλειώδης αντικατοχική συγκέντρωση το περασμένο Σάββατο στη Λευκωσία. Οι αυταπάτες ότι μία συμφωνία με την Τουρκία, που μπορεί να προβεί σε κάποια δήθεν χειρονομία «καλής θελήσεως» και να «υποχωρήσει» στη λύση της διζωνικής δικοινοτικής κτλ ομοσπονδίας, θα τερματίσει την επιθετικότητα και την επεκτατικότητά της, πρέπει να σταματήσουν. 

Σήμερα ή αύριο ο Ερντογάν θα αναγγείλει την αναγνώριση του ψευδοκράτους από το Αζερμπαϊτζάν και το Πακιστάν, η μία άμεσα εξαρτημένη από την Τουρκία και η άλλη ένα από τα κέντρα της ισλαμικής τρομοκρατίας.

Η ανάδειξη αυτής της πλευράς προς τον δημοκρατικό κόσμο είναι επίσης υπέρ της ελληνικής υπόθεσης: τυχόν συμφωνία που θα βάζει από το παράθυρο, μέσω των κατεχομένων της Κύπρου, την Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα αποτελέσει την κερκόπορτα των φανατικών μουσουλμάνων στη γηραιά Ήπειρο.

Τέλος, η εξαγγελία της «αξιοποίησης» μέρους της κατεχόμενης Αμμοχώστου δεν αποτελεί απλώς μία ακόμη πρόκληση, αλλά ένα ακόμη βήμα για τον εκτουρκισμό του νησιού.

Η ελληνική πλευρά θα πρέπει να μπορεί να εφαρμόζει αντίποινα σε κάθε τέτοια ενέργεια. Είναι πόλεμος και στον πόλεμο συμπεριφέρεσαι ανάλογα. Με σύνεση, καλό σχεδιασμό, αλλά πάν’ απ’ όλα προσήλωση στον στόχο. Και στόχος στην περίπτωση της Κύπρου, δε θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω, είναι ένας: η επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού στις πατρογονικές του εστίες σε ολόκληρο το νησί.

 ***

Τάσος Χατζηαναστασίου, Ιστορικός





ΠΗΓΗ