Η προηγούμενη κρίση –των μνημονίων– που συνδέθηκε με την πρώτη κρίση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας το 2008– υπήρξε το αποτέλεσμα της κατάρρευσης του παρασιτικού μοντέλου της επίπλαστης ευημερίας του «κράτους των κομμάτων».

Η σημερινή σφοδρή οικονομική κρίση είναι κατ’ εξοχήν μια «κρίση αποπαγκοσμιοποίησης»: Οδηγεί δε στην άνοδο του πληθωρισμού, καθώς υπό την συνδυασμένη επίδραση της πανδημίας και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, τα πλεονεκτήματα της παγκόσμιας ανοιχτής οικονομίας έχουν μετατραπεί σε θανάσιμα μειονεκτήματα για την οικονομία και το εισόδημα της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Το κόστος μεταφοράς των προϊόντων αυξάνει δραματικά, οι εφοδιαστικές αλυσίδες ανακόπτονται απότομα, και, ξαφνικά η προέλευση των προϊόντων ή των φυσικών πόρων (δηλαδή το αν θα προέρχονται από την Κίνα ή την Ρωσία,) αποκτάει ιδιάζουσα γεωπολιτική και πολιτική σημασία: Το «παγκόσμιο χωριό» κατακερματίζεται και η περιφερειοποίηση ή ακόμα και η επανεθνικοποίηση που είχαν ξεκινήσει ήδη μετά το 2007-2008, μεταβάλλονται πλέον στα κυρίαρχα στοιχεία της συγκυρίας.

Η συγκεκριμένη εξέλιξη συνεπάγεται μεγάλο κόστος καθώς το εισόδημα των μεσαίων και κατώτερων τάξεων συρρικνώνεται, και άρα η περιθωριοποίησή τους γίνεται ολοένα και πιο έντονη.

Η Ελλάδα, δε, είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη στις θύελλες του παγκόσμιου συστήματος για δύο κυρίως λόγους:

Αφ’ ενός λόγω του κυρίαρχου παρασιτικού μοντέλου η οικονομία της είναι παθητικά εξωστρεφής–φτερό στον άνεμο των διεθνών εξελίξεων.

Αφ’ ετέρου, το σύνολο των κοινοβουλευτικών και εξωκοινοβουλευτικών πολιτικών σχηματισμών, είναι ολοκληρωτικά ανέτοιμο ιδεολογικά και πολιτικά να αντιμετωπίσει την παρούσα κρίση.

Η Νέα Δημοκρατία, προχωράει χωρίς ιδεολογικό μπούσουλα στη διακυβέρνηση της χώρας. Έτσι ακόμα και όταν κάνει θετικές επιλογές, όπως στον Έβρο ή στον επανεξοπλισμό τις κάνει σπρωγμένη από την πραγματικότητα παρά τις αρχικές της απόψεις που προέβλεπαν π.χ. μείωση των αμυντικών δαπανών στον προϋπολογισμό του 2020!

Χαρακτηριστικά είναι όσα συνέβησαν στο πεδίο της ενέργειας, όπου έσπευσε να προβεί σε μια ψευδοοικολογική «πράσινη μετάβαση» τόσο με την βίαιη πλήρη απολιγνιτοποίηση όσο και με την εγκατάλειψη των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Έτσι σήμερα αφού έχουμε χάσει πολύτιμο χρόνο αναγκάζεται να κάνει αναστροφή των πολιτικών της μπροστά στην σαρωτική ενεργειακή κρίση.

Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ αρκεί κανείς και μόνο να δει το συνέδριο-παράσταση θιάσου ποικιλιών που οργάνωσε στις 15-17 Απριλίου –μια εντελώς αποϊδεολογικοποιημένη αποθέωση της «εσωκομματικής πάλης δίχως αρχές»– για να κατανοήσει την παντελή έκλειψη ουσιαστικής αντιπολίτευσης.

Το κενό γίνεται ολοένα και πιο αισθητό αν αναλογιστούμε ότι την θέση του φιλοδοξεί να πάρει το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος εν μέσω μιας τόσο σφοδρής και απειλητικής κρίσης εστιάζει τις δημόσιες παρεμβάσεις του στα… εκλογικά παζάρια. Για να μην μιλήσουμε για τον Βαρουφάκη, τον Κουτσούμπα και τον Βελόπουλο.

Ορισμένα παραδείγματα

Τον Οκτώβριο του 2021, δύο έρευνες, του ΣΕΒ και της Manpower Group, κατέδειξαν ότι το 70% των εργοδοτών στη χώρα μας –κατ’ εξοχήν από την βιομηχανία– αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα στην εύρεση μιας ευρείας γκάμας ειδικοτήτων. Από παραδοσιακά τεχνικά επαγγέλματα (μηχανολογίας, ηλεκτρολογίας, ηλεκτρονικών και ψυκτικών μέχρι εκείνα των νέων τεχνολογιών (Μηχανικούς Δικτύων Τεχνικούς Ηλεκτρονικών Υπολογιστικών Συστημάτων, Τεχνικούς Βιομηχανικών Εγκαταστάσεων. Τεχνικούς Αυτοματισμών, κ.λπ.).

Την ίδια στιγμή, η χώρα παραμένει ιδίως τους χειμερινούς μήνες πρώτη στην ανεργία των νέων της Ευρώπης, ενώ έχει να επιδείξει εξίσου υψηλά ποσοστά σε ετεροαπασχολούμενους, ημιαπασχολούμενους, και γενικώς χαμηλοαμοιβόμενους.

Κι όμως μπροστά σε αυτήν την κατάσταση η κυβέρνηση δε θα λάβει καμία πρωτοβουλία επαγγελματικού προσανατολισμού στα σχολεία και η τεχνική εκπαίδευση συνεχίζει να έχει το κακό της το χάλι. Και βέβαια κανένα κόμμα εντός ή εκτός βουλής δεν κατήγγειλε το γεγονός αυτό· κι όμως, μια σχεδιασμένη παρέμβαση θα έδινε διέξοδο εργασίας σε δεκάδες χιλιάδες νέους, θα ενίσχυε τα εισοδήματα των ασθενέστερων, τα έσοδα των κοινωνικών ταμείων και της φορολογίας και θα αύξανε την παραγωγικότητα της χώρας.

Το δημογραφικό είναι το υπ’ αριθμόν ένα εθνικό αλλά και οικονομικό ζήτημα καθώς γερνάει ο πληθυσμός⸱ πρόκειται για ζήτημα ζωής ή θανάτου. Όμως τα μέτρα της κυβέρνησης είναι κυριολεκτικά αστεία μπροστά στο μέγεθος του προβλήματος, ενώ ένα μεγάλο κομμάτι και της ίδιας και του πολιτικού συστήματος βρίσκει σαν μόνη λύση τη μετανάστευση, αγνοώντας τις τεράστιες εθνικές διστάσεις του ζητήματος απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό.

Η στεγαστική κρίση είναι το μείζον κοινωνικό ζήτημα των ελληνικών μεγάλων πόλεων, αλλάζει την κοινωνική τους φυσιογνωμία, και επιδρά καθοριστικά και στο δημογραφικό. Ένας συνδυασμός παραγόντων (μείωση των κατασκευών για δεκαπέντε χρόνια, τουριστική μονοκαλλιέργεια, «εξευγενισμός» και βραχυχρόνιες μισθώσεις, μαζική & επιδοτούμενη εγκατάσταση των μεταναστευτικών ρευμάτων στα κέντρα των πόλεων) έχουν εκτοξεύσει τιμές αγοράς και ενοίκια των κατοικιών στα ύψη.

Η ιδιοκατοίκηση υποχωρεί δραστικά, πολλοί νέοι εξαναγκάζονται να ζουν με τους γονείς τους ακόμα και μετά τα τριάντα· και κάθε δαπάνη που σχετίζεται με την κατοικία απορροφά ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος. Έτσι η απόφαση για 2ο ή 3ο παιδί δεν λαμβάνεται ποτέ, οι μεσαίες τάξεις διώχνονται από τα κέντρα των πόλεων, που είναι μόνο για τους ευκατάστατους και όσους τους υπηρετούν· διανύουν μεγάλες αποστάσεις για να φτάσουν στη δουλειά και μεγαλώνει το κόστος μετακίνησης. Η κοινωνική πλειοψηφία περιθωριοποιείται ραγδαία.

Πού όμως είναι η πολιτική ή έστω η διαβούλευση για την κοινωνική κατοικία, η θέσπιση πλαφόν στις τιμές ενοικίων, ο εξορθολογισμός των αντικειμενικών αξιών, ο περιορισμός των βραχυχρόνιων μισθώσεων ή η επιβολή και η προστασία των μεικτών χρήσεων στα κέντρα των πόλεων;

Τα τρόφιμα έχουν πάρει για τα καλά την ανιούσα γιατί η εγχώρια αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή εξαρτάται σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό από εισροές λιπασμάτων, ζωοτροφών, αλεύρων και κάθε είδους πρώτης ύλης. Κι όμως, στο κάμπο της Θεσσαλίας καλλιεργούν ακόμα… βαμβάκι αντί για μαλακό σιτάρι, οι σύγχρονοι αλευρόμυλοι είναι ελάχιστοι, η ελαιοπαραγωγή δεν εκσυγχρονίζεται, ενώ τα εργοστάσια λιπασμάτων έχουν μεταβληθεί σε βιομηχανικά ερείπια.

Η έκκληση για αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής από Ανανεώσιμες Πηγές αντιπροσωπεύει την πιο κοινότοπη δήλωση του δημόσιου διαλόγου στη χώρα. Την ίδια στιγμή το στεγαστικό απόθεμα του ευρύτερου δημοσίου (κράτους+φορέων+τοπικής αυτοδιοίκησης) παρέχει προς αξιοποίηση μια επιφάνεια εκατοντάδων χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων. Η αξιοποίησή της θα μείωνε την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας, θα δημιουργούσε αγορά ΑΠΕ μέσα στις πόλεις –με επέκτασή της και στις πολυκατοικίες– και συνακόλουθα πολλές θέσεις εργασίας· πέρα βρέχει, όμως, στη Βουλή, στα δημοτικά συμβούλια των πόλεων, και τα διοικητικά όργανα των φορέων δημοσίου.

Την ίδια απαξίωση, αντιμετωπίζουν πρακτικές όπως τα μικρά υδροηλεκτρικά ή η χρήση άλλων ΑΠΕ για τη μείωση του ενεργειακού κόστους της γεωργικής παραγωγής.

Ο κατάλογος δεν έχει πραγματικά τέλος. Το χειρότερο, όμως, είναι πως το τελευταίο στάδιο του κυρίαρχου μοντέλου, όπου κυριαρχεί ο κάθε λογής μεταπρατισμός, τα ολιγοπώλια, η χρηματιστηριοποίηση της ενέργειας είναι η ασύστολη κερδοσκοπία.

Ο ανεξέλεγκτος από την Πολιτεία μαυραγοριτισμός εκμεταλλεύεται ελλείψεις και αυξήσεις και απορροφά και μεγάλο μέρος των επιδομάτων που επιστρατεύονται για να καλύψουν την απώλεια εισοδήματος από τον πληθωρισμό. Κι έτσι, οι κρατικές παρεμβάσεις μεταβάλλονται τελικά σε επιδότηση αυτού του μαυραγοριτισμού.

Υπάρχει διέξοδος;

Και επειδή κανένα πολιτικό πρόγραμμα δεν θέτει ψηλά τις προτεραιότητες αυτές, η συζήτηση δεν ξεκινάει ποτέ για να καταλήξει και στις συγκεκριμένες πολιτικές.

Το πρόβλημα είναι πρωτίστως ιδεολογικό και αφορά τους πάντες: Όταν η φιλελεύθερη λογική έχει χάσει κάθε λαϊκό έρεισμα υπηρετώντας την κάθε μεταμοντέρνα παλαβομάρα του δικαιωματισμού, όταν η αντίστοιχη σοσιαλδημοκρατική έχει εγκαταλείψει κάθε πολιτική για την εργασία πλειοδοτώντας μόνο στο ύψος των επιδομάτων που θα μεταβάλουν την κοινωνική πλειοψηφία σε επιδοτούμενους και όταν ο εθνομηδενισμός έχει επιτρέψει στη λογική του κατευνασμού της Τουρκίας, στην πουτινοφιλία και κάθε λογής συνομωσιολογική δεισιδαιμονία να «χακάρει» τη συνείδηση μεγάλης μερίδας του λαϊκού σώματος, τότε, πώς να μην θεωρείται «πολυτέλεια» η ενασχόληση της πολιτικής με τα ζωτικά προβλήματα του ελληνισμού;

Πρωταρχικό, λοιπόν, καθήκον στην περίοδο που έρχεται για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, κυρίως όμως, για μια πολιτική με δημοκρατικό πατριωτικό περιεχόμενο είναι να θέσει στην πρώτη γραμμή τον συντονισμό της πολιτικής με τις ζωτικές ανάγκες του ελληνισμού σε όλο το φάσμα των πολιτικών ζητημάτων.

Και η κρίση της παγκοσμιοποίησης που προκαλεί τόσα δεινά σε μια οικονομία εν πολλοίς παρασιτική και τόσο πόνο στους Έλληνες μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για την επανεκκίνηση και αύξηση της εγχώριας παραγωγής, την επανεκβιομηχάνιση, την τεχνολογική αναβάθμιση, την άνοδο των εισοδημάτων των λαϊκών στρωμάτων, διότι η οικονομία δεν θα στηρίζεται όπως στο παρελθόν στις φτηνές εισαγωγές από την Κίνα, αλλά στην ενίσχυση της τοπικής παραγωγής και του εισοδήματος των λαϊκών και μεσαίων εισοδημάτων καθώς και στην ενίσχυση εξαγωγών υψηλής αξίας.

Τις προηγούμενες δεκαετίες, δώσαμε μια μεγάλη μάχη, ώστε να συνειδητοποιήσει η ελληνική κοινωνία πλειοψηφικά την απειλή του νέο-οθωμανισμού και το αδιέξοδο των ανοιχτών συνόρων. Οι εξελίξεις δικαίωσαν εμάς και όχι τους περιώνυμους εθνομηδενιστές που τότε κάγχαζαν ότι η παγκοσμιοποίηση έχει μεταβάλει τον τουρκικό επεκτατισμό σε παρελθόν.

Με τον ίδιο τρόπο θα ανατραπεί η κυρίαρχη ατζέντα της καθήλωσης και της παρακμής και στο πεδίο των οικονομικών, εκπαιδευτικών, δημογραφικών πολιτικών. Και θα ανατραπεί διότι, όπως συνέβη και με τον εθνομηδενισμό που σήμερα κλονίζεται, η κυριαρχία του στηριζόταν σε οργανωμένες, καίρια πλασαρισμένες μειοψηφίες που επέβαλλαν τη δική τους αντίληψη και στους πολλούς.

Η κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα ο ελληνισμός λιώνει τους πάγους αυτής της μειοψηφικής κυριαρχίας, γιατί φέρνει τη χώρα ενώπιον ενός τρομακτικού αδιεξόδου. Ή επομένως θα βυθιστούμε σε αυτό, με καταστροφικές συγκρούσεις τύπου «Βαβέλ» και έναν «πόλεμο όλων εναντίον όλων» ή θα τις αποκαθηλώσουμε.

Καλή Ανάσταση, καλό Πάσχα σε όλους.

Πάντα με αισιοδοξία, αλλά όχι «χαζοχαρούμενοι»





ΠΗΓΗ