Η συζήτηση γύρω από την ελληνική συνδρομή προς την Ουκρανία θυμίζει σε πολλά σημεία την αντίστοιχη δημόσια αντιπαράθεση, όταν ξεκίνησε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τότε, στο επίκεντρο ήταν η Σερβία και η ελληνοσερβική αμυντική συνθήκη, που προέβλεπε την αμοιβαία συνδρομή, σε περίπτωση που μία από τις δύο χώρες δεχόταν επίθεση. Και ήταν τότε ο Βενιζέλος, που επιδίωκε την άμεση και ενεργό εμπλοκή της Ελλάδας. Απέναντί του και γύρω από τον βασιλιά Κωνσταντίνο, στοιχήθηκε όλος ο παλαιοκομματικός κόσμος, που συγκρότησε σταδιακά το πολιτικό στρατόπεδο του «αντιβενιζελισμού» και επιδίωκε την ουδετερότητα. Αν δούμε τις εφημερίδες της εποχής εκείνης, θα βρούμε αρκετές αναλογίες με το σήμερα.
Οι περισσότερες αντιβενιζελικές εφημερίδες μοιράζονταν τρία κοινά χαρακτηριστικά:
Πρώτον, υπερθεμάτιζαν όσον αφορά στη στρατιωτική ισχύ της Γερμανίας. Οι συμμαχικές αποτυχίες στα διάφορα μέτωπα περιγράφονταν με τα μελανότερα χρώματα και η γερμανική νίκη παρουσιαζόταν ως αναπόφευκτη.
Δεύτερον, επισήμαιναν σε όλους τους τόνους τούς κινδύνους που εγκυμονούσε για την Ελλάδα τυχόν εμπλοκή της στον πόλεμο. Η Ελλάδα όφειλε να μείνει αμέτοχη και ουδέτερη για ν’ αποφύγει τις κακοτοπιές.
Τρίτον, υποβάθμιζαν –ενίοτε σε εγκληματικό βαθμό– τις διώξεις των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, που είχαν ήδη ξεκινήσει από τους τότε συμμάχους των Γερμανών, Τούρκους.
Σήμερα, μήπως δεν βλέπουμε συχνά και τα τρία αυτά στοιχεία στον λόγο όσων στηρίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία; Υπενθύμιση της (εντέλει υπερεκτιμημένης) ρωσικής στρατιωτικής ισχύος, προτροπή ν’ απέχουμε από κάθε ανάμειξη στον πόλεμο (με λίγα λόγια να μη στηρίξουμε την Ουκρανία) και επιλεκτική αμνησία για τα δεινά των ομογενών μας στην περιοχή της Μαριούπολης.
Βέβαια, οι φόβοι των αντιβενιζελικών το 1914-15 δεν ήταν αβάσιμοι. Όμως, ο Βενιζέλος αντιλαμβανόταν, ότι σε μία συγκυρία που προμήνυε κατακλυσμιαίες αλλαγές στο παγκόσμιο σκηνικό, η Ελλάδα δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να μείνει αμέτοχη και απαθής, κλεισμένη στο καβούκι της. Όσο και να προσπαθούσε ν’ αποφύγει τη θύελλα, αυτή θα της χτυπούσε την πόρτα. Επομένως, η Ελλάδα έπρεπε να έχει ενεργό συμμετοχή στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, ώστε να επιχειρήσει –στο μέτρο του δυνατού– να επηρεάσει τις εξελίξεις προς το συμφέρον της.
Έτσι συμβαίνει και σήμερα. Μία χώρα σαν την Ελλάδα, που αντιμετωπίζει υπαρξιακές απειλές, δεν έχει την πολυτέλεια της αποστασιοποίησης. Δεν μπορεί να μένει στο περιθώριο και ν’ αναλώνεται σε μεταφυσικές συζητήσεις για τη «μεγάλη εικόνα». Οφείλει να προσαρμόζεται στις εξελίξεις και να προωθεί ενεργητικά τα συμφέροντά της.
Ασφαλώς, η πιο συμφέρουσα για την Ελλάδα εξέλιξη θα ήταν η προσέγγιση της Ευρώπης με τη Ρωσία. Το όραμα του Ντε Γκωλ για μία «Ευρώπη από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια». Ο Πούτιν, ωστόσο, αποφάσισε διαφορετικά και προτίμησε τον ευρασιατικό άξονα Ρωσίας-Κίνας (και ισλάμ).
Μπορούμε να συζητούμε επί ώρες για τα αίτια και τα ελατήρια της απόφασης αυτής και ν’ αναλωνόμαστε σε ποικίλες μεταφυσικού τύπου αναλύσεις περί «μεγάλης εικόνας», όμως παραμένει το γεγονός ότι η απόφαση αυτή έχει παρθεί. Με την εισβολή του στην Ουκρανία ο Πούτιν «διέβη τον Ρουβίκωνα». Λοιπόν; Εμείς τι θα κάνουμε;
Το αίτημα για μία ενεργητική και αποφασιστική εξωτερική πολιτική συνόδευε για πολλά χρόνια την κριτική στο φοβικό και κατευναστικό κατεστημένο των ελληνικών ελίτ. Πράγματι, μπροστά στην όξυνση της τουρκικής επιθετικότητας, η Ελλάδα έχει κάνει τον τελευταίο καιρό αρκετά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Από τις αμυντικές συμφωνίες με τη Γαλλία και τα Η.Α.Ε., μέχρι την αποστολή των Πάτριοτ στη Σ. Αραβία και τη συμμετοχή στις επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Σαχέλ.
Το περίεργο είναι ότι αυτά τα μικρά βήματα συναντούν συχνά τις αντιδράσεις πολλών, οι οποίοι -μέχρι χθες- ζητούσαν επιτακτικά την «ενεργητική εξωτερική πολιτική». Τώρα, οι ίδιοι συστήνουν την τακτική της… «εγκράτειας». Μας νουθετούν ότι η Ελλάδα είναι μία μικρή χώρα και δεν πρέπει να πάρει θέση σε μία «γιγαντομαχία». Δεν πρέπει να «προκαλεί» την πανίσχυρη Ρωσία, ούτε να εκτίθεται σε τυχόν ρωσικά αντίποινα, στέλνοντας όπλα στην Ουκρανία. Εμείς είμαστε μικροί και καλό είναι να κάτσουμε στην άκρη, μέχρι να περάσει η μπόρα.
Είναι, όμως, η χώρα μας τόσο μικρή και αδύναμη, όσο νομίζουμε; Λένε πολλοί πως η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ταυτόχρονα ένας οικονομικός γίγαντας κι ένας στρατιωτικός και γεωπολιτικός νάνος. Είναι προφανές ότι, σε μία ένωση με οικονομικό προσανατολισμό, ο ρόλος της αδύναμης οικονομικά Ελλάδας είναι περιθωριακός. Όταν, όμως, η Ευρώπη κοιτάζει ν’ ανακτήσει τη στρατιωτική και γεωπολιτική πρωτοβουλία, τότε η σημασία και ο ρόλος της Ελλάδας αυτομάτως αναβαθμίζεται. Βέβαια, αρκεί να το επιθυμεί και η ίδια.
Ας αναλογιστούμε για λίγο ποια ατού διαθέτει σήμερα ο Ελληνισμός:
Διαθέτει μεγάλα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, που μπορούν να συμβάλουν στην προσπάθεια απεξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο (γι’ αυτό και δεν συμφέρει τη Ρωσία η εξαγωγή τους).
Διαθέτει τον μεγαλύτερο παγκοσμίως στόλο πλοίων μεταφοράς LNG, ο οποίος επίσης θα πρωταγωνιστήσει στην προσπάθεια απεξάρτησης της Ευρώπης από τους ρωσικούς αγωγούς.
Διαθέτει έναν από τους ισχυρότερους στρατούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία καλείται σήμερα να επανακτήσει τη στρατηγική της ισχύ.
Διαθέτει την πνευματική κεφαλή του ορθόδοξου κόσμου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Διαθέτει μία μεγάλη ομογένεια με πολλούς ανθρώπους σε θέσεις ισχύος ανά τον κόσμο. Δυστυχώς ή ευτυχώς, όλοι αυτοί οι τομείς βρίσκονται σε συνάφεια με τον δυτικό κόσμο και σε όλους αυτούς τους τομείς ο άξονας Ρωσία-Κίνα τοποθετείται απέναντί μας, ανταγωνιστικά, από το Πατριαρχείο Μόσχας μέχρι τον κινέζικο εμπορικό στόλο.
Τώρα, λοιπόν, δεν είναι η ώρα της ομφαλοσκόπησης και της γκρίνιας. Είναι η ώρα της ταχύτατης προσαρμογής στο νέο παγκόσμιο σκηνικό και της ενεργητικής προώθησης των εθνικών μας στόχων. Η «περιχαρακωμένη ουδετερότητα» των αντιβενιζελικών δεν έχει πολλά να μας προσφέρει.
Θ’ αντιτείνει κανείς: «Μα οι Η.Π.Α. και η Ε.Ε. δεν μας στηρίζουν απέναντι στην Τουρκία, δεν μας δίνουν όσα θα θέλαμε, δεν εγκαταλείπουν τον Ερντογάν». Είναι αλήθεια. Το ίδιο, άλλωστε, ίσχυε και το 1915, όταν η Ελλάδα έπρεπε να αντιμετωπίσει το «φλερτ» της Αντάντ με τη Βουλγαρία, τις αξιώσεις της Ιταλίας στη Μ. Ασία, το ενδιαφέρον της Ρωσίας για την Κωνσταντινούπολη.
Αλλά ο Βενιζέλος δεν περίμενε απαθής, να δει τι θα του προσφέρουν οι Σύμμαχοι. Συμμετείχε ενεργά, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί τις αντιθέσεις των Συμμάχων και τις ευκαιρίες που του έδινε η συγκυρία, προκειμένου να πετύχει το μάξιμουμ για την Ελλάδα. Αυτό που κατάφερε, εν τέλει, ήταν η Συνθήκη των Σεβρών. Το ίδιο, κατ’ αναλογία, είχε κάνει και ο Καποδίστριας. Εκμεταλλεύτηκε τις ευκαιρίες που του δόθηκαν για να πετύχει την ανεξαρτησία του επαναστατημένου έθνους, με τα ευρύτερα δυνατά όρια. Και πέτυχε να πάρει πολύ περισσότερα απ’ όσα του έδιναν είτε οι Άγγλοι είτε οι Ρώσοι.
Αυτή είναι η ουσία της ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής. Δεν περιμένεις να δεις τι θα σου προσφέρουν οι άλλοι, διεκδικείς από μόνος σου και κοιτάς να εκμεταλλευθείς την κάθε ευκαιρία. Αυτό κάνουν οι χώρες που αντιμετωπίζουν υπαρξιακές απειλές και βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο.
Αυτό πρέπει να κάνει και η Ελλάδα σήμερα: Να επενδύσει στις συμμαχίες της, να πρωταγωνιστήσει στις προσπάθειες στρατηγικής αναβάθμισης της Ευρώπης, να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία για να ενισχύσει την παραγωγική, αμυντική και ενεργειακή της αυτονομία. Και –κατ’ αρχήν– να στηρίξει, όσο μπορεί, τον αγώνα των Ουκρανών.