Η 48η επέτειος από το πραξικόπημα της χούντας και την Τουρκική εισβολή βρίσκει την Κύπρο σε μια κατάσταση πλήρους σχεδόν αποπροσανατολισμού του εσωτερικού της μετώπου, που δημιουργεί συνθήκες εθελοδουλείας. Η εσωτερική υπονόμευση το 1974 είχε πάρει τη μορφή της ένοπλης αναταραχής, σε συνδυασμό με την προπαγάνδα για δήθεν Ένωση, την οποίαν θα εξασφάλιζε, υποτίθεται, η χούντα του Ιωαννίδη.

Το ηχητικό ντοκουμέντο, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο ”Σκοτεινό Δωμάτιο” του Αλέξη Παπαχελά και περιλαμβάνει τους κρίσιμους διαλόγους, κατά τη σύσκεψη στο Πεντάγωνο, το πρωί της τουρκικής εισβολής, ρίχνει άπλετο φως στην αθλιότητα μιας απίστευτης προδοσίας, που είχε πάρει τη μορφή μιας υποτιθέμενης Ελληνοτουρκικης συμφωνίας.

Είναι όμως αμφίβολο αν υπήρξε ακόμη και μια ολοκληρωμένη και ρητή Ελληνοτουρκική συμφωνία. Επρόκειτο μάλλον για διαβεβαιώσεις, που έδωσαν μονομερώς οι Αμερικανοί στον Ιωαννίδη, με στόχο να εμποδίσουν την Ελληνική πλευρά να αντιδράσει.

Προκύπτει σαφώς από το ηχητικό ντοκουμέντο ότι ο ανεγκέφαλος δικτάτορας είχε δεχθεί να αποβιβασθούν, αμαχητί, οι Τούρκοι στην Κερύνεια, να καταλάβουν το λιμάνι της και να προελάσουν, μέσα από τα στενά της οροσειράς του Πενταδακτύλου, προς τη Λευκωσία, για να ενωθούν με τον Τουρκοκυπριακό θύλακα.

Αυτό ήταν το Τουρκικό στρατηγικό σχέδιο για τη δημιουργία προγεφυρώματος. Συγχρόνισαν, για το λόγο αυτό, την απόβαση στην Κερύνεια, με τη μεταφορά, με ελικόπτερα, μιας ταξιαρχίας καταδρομέων, νότια του Πενταδακτύλου, για να ενισχύσουν τον Τουρκοκυπριακό θύλακα. Για τον ίδιο λόγο, έριξαν στην ίδια περιοχή μια αντίστοιχη δύναμη αλεξιπτωτιστών.

Πώς έγινε όμως δυνατή μια τέτοια ”συμφωνία”, όταν μάλιστα η Ελλάδα είχε, το 1974, αναμφισβήτητη ποιοτική αεροναυτική υπεροχή και ήταν σε θέση ν′ αντιμετωπίσει οποιαδήποτε Τουρκική πρόκληση;

Η απάντηση βρίσκεται, πρώτον, στην πλήρη εξάρτηση και χειραγώγηση της χούντας από τους Αμερικανούς, που ενεργούσαν μέσω των Μυστικών τους Υπηρεσιών, και, δεύτερον, στη μυθολογία για το Σχέδιο Άτσεσον της δεκαετίας του 1960, που θα έφερνε δήθεν την Ένωση, με ”μικρό” εδαφικό αντάλλαγμα στην Τουρκία. Το σχέδιο αυτό ήταν δημοφιλές μεταξύ πολλών στρατιωτικών της χούντας και συνδεόταν με την προπαγάνδα για ”Ενωση”, εμπόδιο στην οποίαν ήταν δήθεν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος.

Τη μέρα, λοιπόν, της εισβολής, τα όργανα της χούντας στην Κύπρο επέβαλαν δέσμευση των όπλων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν προχώρησαν εγκαίρως στην επιβεβλημένη αμυντική ετοιμότητα και δεν εφάρμοσαν, ως όφειλαν, το Σχέδιο Αμύνης Κύπρου ”Αφροδίτη 3″.

Χαρακτηριστικές περιπτώσεις σκόπιμης αδράνειας είναι η απαγόρευση βολής κατά των Τούρκων αλεξιπτωτιστών, που έπεφταν μόλις 500 μέτρα από το Γενικό Επιτελείο της Εθνικής Φρουράς και η απαγόρευση από τον Αντισυνταγματάρχη Σωτήριο Λιανά, που ήταν επικεφαλής της 3ης Ανωτέρας Διοικήσεως της Λευκωσίας, στον Αντισυνταγματάρχη Μπούτο, επικεφαλής των τεθωρακισμένων, να κινηθεί προς την Κερύνεια, τη νύκτα, υπό την κάλυψη του σκότους. Τον διέταξε να μεταβεί στην Κερύνεια την επομένη το πρωί, με αποτέλεσμα η πολύτιμη μονάδα του να γίνει θύμα της Τουρκικής Αεροπορίας και να υποστεί βαρύτατες απώλειες.

Ο ίδιος ο Αντισυνταγματάρχης Μπούτος σκοτώθηκε. Ενα τρίτο, ελεεινό και απροκάλυπτα προδοτικό γεγονός, ήταν η εντολή του Συνταγματάρχη Μιχόπουλου στην Κερύνεια, ενώ επέρχονταν οι Τούρκοι, να μη γίνει ναρκοθέτηση των ακτών της Κερύνειας. Ο ίδιος έδιωξε τον ειδικό λόχο, που είχε πάει στην Κερύνεια ακριβώς για να κάνει ναρκοθέτηση. Ο ίδιος δεν επέτρεψε επίσης την κινητοποίηση των ταγμάτων, που ήταν επιφορτισμένα με τη άμυνα των ακτών της Κερύνειας και απαγόρευσε την επάνδρωση των πολυβολείων στις ακτές και την εκτέλεση πυρών κατά των αποβιβαζομένων Τούρκων.

Αλλοι πράκτορες της χούντας απαγόρευσαν στο Ορεινό Πυροβολικό, που βρισκόταν στις κορυφές του Πενταδακτύλου, πάνω απο την Κερύνεια, να βάλει κατά των Τουρκικών αποβατικών και άλλων πολεμικών πλοίων. Η διαταγή από το Πεντάγωνο στην Αθήνα για έναρξη πυρός δόθηκε στις 8:40, όταν η εισβολή είχε αρχίσει πριν από τις 5 το πρωί.

Η πανηγυριζόμενη, γι ′ αυτό, ”νίκη” των Τούρκων στην Κύπρο ήταν, στην πραγματικότητα, ένα άθλιο δώρο της χούντας στην Αγκυρα.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι, ούτως ή άλλως, το γεωγραφικό πλεονέκτημα των Τούρκων στην Κύπρο και η απόσυρση της Ελληνικής μεραρχίας, το 1967, δεν άφηναν πολλά περιθώρια στην Ελληνική πλευρά για έναν νικηφόρο αγώνα στην Κύπρο.

Οι εκτιμήσεις αυτές είναι αβάσιμες, γιατί η Ελληνική πλευρά, το 1967, μειονεκτούσε τραγικά στον αεροναυτικό τομέα.

Η κατάσταση όμως ήταν πολύ διαφορετική, το 1974. Η Ελλάδα είχε τότε το ποιοτικό πλεονέκτημα, τόσο στην Αεροπορία όσο και στο Ναυτικό. Η Ελληνική πλευρά, μέχρι την αποβίβαση βαρέως τουρκικού υλικού, κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας, είχε επίσης το πλεονέκτημα στο Πυροβολικό, παρά τις απώλειες που υπέστη, λόγω του στρατηγικού αιφνιδιασμού που επέτρεψε η προδοσία, κατά τις πρώτες κρίσιμες ώρες της τουρκικής εισβολής.

Το πλεονέκτημα αυτό, δυστυχώς, δεν αξιοποιήθηκε και πολλές Μοίρες Πυροβολικού καταστράφηκαν άδικα και χωρίς ουσιαστικά να πολεμήσουν.

Συνοψίζοντας τις εκτιμήσεις αυτές, η Ελληνική πλευρά, ακόμη και μετά την απόσυρση της Ελληνικής μεραρχίας, είχε τη δυνατότητα να αποκρούσει την Τουρκική εισβολή. Το αν αυτό δεν έγινε, οφείλεται στην απροκάλυπτη προδοσία και όχι σε στρατιωτική αδυναμία.

Οι Αμερικανοί, με τον απόλυτο έλεγχο που ασκούσαν πάνω στη χούντα του Ιωαννίδη και την εύκολη χειραγώγησή της, επέβαλαν στην Ελληνική πλευρά τη μη αντίδραση στην Τουρκική εισβολή, για να μη οδηγηθούν τα πράγματα σε Ελληνοτουρκικό πόλεμο και σε διεμβολισμό του ΝΑΤΟ.

Η πολιτική της μη αντιδράσεως συνεχίσθηκε, δυστυχώς, και μετά την πτώση της χούντας, από την Κυβέρνηση Καραμανλή. Ο Ελληνας Πρωθυπουργός θα έπρεπε να απαιτήσει από τους Αμερικανούς και τους Τούρκους το σεβασμό της συμφωνημένης εκεχειρίας, απειλώντας, σε διαφορετική περίπτωση, με άμεση επέμβαση της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας και του Πολεμικού Ναυτικού. Αν′ αυτού όμως , αφού προηγουμένως δέχθηκε ψευτοσυνομιλίες με τους Τούρκους στη Γενεύη και την απρόσκοπτη μεταφορά νέων δυνάμεων και βαρέως υλικού στην Κύπρο, κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας, δήλωσε αδυναμία επεμβάσεως και άφησε τον Αττίλα να καταλάβει το 37, 4% του εδάφους της Κύπρου.

Η ώρα της Ελληνικής αντιδράσεως στον Αττίλα 2, δεν ήταν, προφανώς, η 14η ή η 15η Αυγούστου, όταν η Τουρκία είχε αποβιβάσει ανεμπόδιστα τρεις μεραρχίες, 300 άρματα και κάθε είδους άλλο πολεμικό υλικό. Η Ελληνική αντίδραση, εάν υπήρχε θέληση γι′ αντίδραση, θα έπρεπε να εκδηλωθεί άμεσα, από την αρχή της Μεταπολιτεύσεως, όταν η στρατιωτική κατάσταση στην Κύπρο δεν είχε ακόμη παγιωθεί, κατά πολύ ασύμμετρο τρόπο, σε βάρος της Ελληνικής πλευράς.

Ειναι προφανές όμως ότι η επιστροφή Καραμανλή συνεδέθη με διαβεβαιώσεις προς τους Αμερικανούς ότι θα αντιμετώπιζε το Κυπριακό με διπλωματικό και όχι στρατιωτικό τρόπο.

Σαράντα οκτώ χρόνια μετά, η πολιτική διαχείριση του αντικατοχικού αγώνα έφερε το Κυπριακό σε θλιβερή κατάσταση, παρά τη στρατηγική νίκη που πέτυχε η ημικατεχόμενη Κύπρος, με την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με όλο το νόμιμο έδαφός της, περιλαμβανομένων δηλαδή των κατεχομένων.

Υπερίσχυσε η πολιτική του κατευνασμού, με την απατηλή ελπίδα ότι θα ήταν δυνατό να εξευρεθεί μια λύση, που θα μετρίαζε τα τραγικά αποτελέσματα της Τουρκικής εισβολης.

Το σχέδιο Ανάν, το 2004, έδωσε μια εικόνα του τι σημαίνει μια τέτοια λύση και ότι μπορεί να θέσει σε κίνδυνο και την ελεύθερη Κύπρο και την επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού.

Αντί όμως, μετά την ένταξη στην Ε.Ε., η Κύπρος ν′ ακολουθήσει έναν συνεπή αντικατοχικό αγώνα, ζητώντας την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού κεκτημένου και την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής, επανεγκλωβίσθηκε στη διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών, που είχαν οδηγήσει στο σχέδιο Ανάν, με τη μάταιη ελπίδα ότι ήταν δυνατό να επιτευχθεί αποδεκτή και βιώσιμη λύση.

Το που έχει φθάσει το Κυπριακό σήμερα, με ευθύνη του Προέδρου Αναστασιάδη και των ηγεσιών των δυο μεγαλυτέρων κομμάτων, του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ, που ουσιαστικά συμπλέουν, σε ότι αφορά την πολιτική στο Κυπριακό, φαίνεται από τις προτάσεις ΜΟΕ (Μέτρα Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης) της Ελληνικής πλευράς προς το ψευδοκράτος, αλλά και από τις νέες, απαράδεκτες κινήσεις του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Γκουτέρες.

Ο τελευταίος, χειραγωγούμενος από τη Βρετανική διπλωματία, προσπαθεί να αλλάξει τη βάση των μέχρι τώρα συνομιλιών μεταξύ των δυο πλευρών και να τις μετατρέψει σε συνομιλίες μεταξύ δυο ισοτίμων οντοτήτων, γεγονός που θα οδηγούσε σε αποαναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και εξίσωσή της με το ψευδοκράτος.

Το ζητούμενο γι′ αυτό σήμερα είναι ο απεγκλωβισμός της Ελληνικής πλευράς από ολέθριες πολιτικές εθελοδουλίας, που υπονομεύουν και ακυρώνουν τις νέες, ελπιδοφόρες προοπτικές, που δημιουργούν οι μεγάλες στρατηγικές αλλαγές στην Ανατολική Μεσόγειο και οι περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες της Ελλάδος και της Κύπρου. Δεν έχει κανένα λόγο και κανένα συμφέρον να στρώσει η ίδια η Ελληνική πλευρά έναν αυτοκαταστροφικό δρόμο μιας δήθεν ”λύσεως”, που θα έθετε σε κίνδυνο ολόκληρο τον Κυπριακό Ελληνισμό, τη στιγμή που σημειώνονται ευνοϊκές στρατηγικές αλλαγές και αναδύονται βάσιμες απελευθερωτικές ελπίδες.

Περικλής Νεάρχου, Πρέσβυς ε. τ.





ΠΗΓΗ