Την 20η Ιουλίου συμπληρώνονται 47 έτη από την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο.Η εισβολή εξελίχθηκε, μετά την δεύτερη φάση – από την 14η Αυγούστου του 1974- σε παράνομη κατοχή του 36% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, θλιβερή κατάσταση η οποία υφίσταται έως και σήμερα.
Αποτέλεσμα της παράνομης στρατιωτικής εισβολής και κατοχής, ήταν 162.000 Ελληνοκύπριοι να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να καταστούν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα.
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης κατελήφθη και η πόλη της Αμμοχώστου, η οποία εσχάτως έχει βρεθεί στο επίκεντρο των τουρκικών επιδιώξεων.
Ο εδαφικός ακρωτηριασμός και η εκδίωξη ελληνοκυπριών από το βόρειο κατεχόμενο τμήμα δεν οδήγησε στην κατάρρευση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία πέτυχε τη διεθνοποίηση του Κυπριακού Ζητήματος και την καταδίκη της τουρκικής εισβολής, σύμφωνα με το ψήφισμα 353 του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ).
Επίσης, ως παράνομη και νομικά άκυρη πράξη προσδιόρισε η διεθνής κοινότητα την ανακήρυξη του κατεχόμενου βορείου τμήματος ως «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείας Κύπρου», με το ψήφισμα 541 του Συμβούλιου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το 1983.
Η σύντομη ιστορική αναδρομή της κυπριακής τραγωδίας σκοπό έχει την υπενθύμιση του περιεχομένου του κυπριακού προβλήματος σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΟΗΕ, δηλαδή του καθ’ ύλην αρμοδίου οργανισμού για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.
Στις μακροχρόνιες και εν πολλοίς ατελέσφορες διαπραγματεύσεις προσδιορίστηκε ως πλαίσιο πολιτικής επίλυσης του Κυπριακού, η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως ορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ. Φυσικά, η όποια καλή θέληση για επίλυση του προβλήματος δεν άρει την υποχρέωση των εμπλεκόμενων στις διαπραγματεύσεις ώστε να γίνουν σεβαστά τα συγκεκριμένα όρια καθώς και το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Βασική προϋπόθεση για την κυπριακή και ελληνική πλευρά αποτελεί η διαρκής βούληση ώστε το όποιο σχέδιο επίλυσης να συγκροτεί ένα κυρίαρχο, δημοκρατικό και λειτουργικό κράτος.
Το τελευταίο διάστημα τόσο στην Κύπρο, όσο και τη Ελλάδα αναμένουμε τα περιεχόμενο των δηλώσεων του Τούρκου Προέδρου, στις εκδηλώσεις του κατοχικού καθεστώτος για τον εορτασμό της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.
Σταδιακά, εκτός από τους Ελληνοκυπρίους, το «μεγαλείο» της τουρκικής κατοχής αρχίζουν να αντιλαμβάνονται βιωματικά και οι Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι σύμφωνα με τη συλλογιστική του Ερντογάν οφείλουν να προσαρμόσουν τις επιλογές τους στους ευρύτερους σχεδιασμούς της Άγκυρας.
Παρά την «αποκλιμάκωση» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η συχνότητα των δηλώσεων του Τούρκου Προέδρου που υπομιμνήσκουν την αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας έχουν λάβει χαρακτήρα εβδομαδιαίας θεσμικής του υποχρέωσης.
Αναντίρρητα από το μακρινό 2002, όταν το Κόμμα Ευημερίας και Ανάπτυξης πρώτευσε στις βουλευτικές εκλογές, ο Ταγίπ Ερντογάν επικράτησε σταδιακά και πολιτικά, επιβάλλοντας την ατζέντα του και ανέτρεψε τις μέχρι τότε πανίσχυρες κεμαλικές δομές, (καθ)οδηγώντας την χώρα του προς έναν κοινωνικά, συντηρητικό, και πολιτικά, αυταρχικό, μετασχηματισμό.
Ο Ταγίπ Ερντογάν χρησιμοποίησε τα λειτουργικά συστατικά της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπως κομματικό σύστημα, εκλογές και δημοψηφίσματα ως μέσα πολιτικής επικράτησης και επιβολής της ατζέντας του. Όσο κι αν δεν αρέσει σε όσους συνηθίσουν να εκθειάζουν την a priori δημοκρατική συνείδηση των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων όπου γης, αποδείχθηκε ότι η συγκεκριμένη πολιτική πρακτική αντανακλούσε και τις επιθυμίες ενός σημαντικότατου τμήματος της τουρκικής κοινωνίας.
Φυσικά, η εκλιπούσα κεμαλική Τουρκία δεν συνιστούσε πρότυπο δημοκρατίας, απλώς η φιλοδυτική της ρητορική και η αντίστοιχη γεωπολιτική της «στέγαση» έσωζε τα προσχήματα για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τα δυτικά κράτη.
Η αξίωση του Ταγίπ Ερτογάν να καταστεί και θεσμικά κυρίαρχος στο τουρκικό πολιτικό σύστημα τυπικά δρομολογήθηκε με την μεταπήδησή του από τον πρωθυπουργικό στον προεδρικό θώκο τον Αύγουστο του 2014 και ολοκληρώθηκε με την συνταγματική αναθεώρηση του Ιανουαρίου του 2017˙ ενδόμυχα η όλη διαδικασία έχει εκκινήσει αρκετά χρόνια πριν και οι τυχόν και κατά περίσταση αμφισβητίες απλώς πρέπει να παρακάμπτονται!
Εν γένει, οι επιτυχίες οδηγούν τους ανθρώπους σε ψυχοπνευματικές καταστάσεις που επιβεβαιώνουν διαρκώς και απόλυτα την ορθότητα των επιλογών τους, ελαχιστοποιώντας τυχόν δισταγμούς και δεύτερες σκέψεις αποκλείοντας περιθώρια συμβιβασμών.
Οι παραστάσεις οθωμανικού μεγαλείου, αισθητικά ενδιαφέρουσες(sic) ή όχι δεν έχει σημασία, που επιδίδεται όλο και συχνότερα ο Τούρκος Πρόεδρος καταδεικνύουν τον επιδιωκόμενο προσανατολισμό της χώρας τόσο στο πεδίο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής πολιτικής.
Η Ελλάδα και η Κύπρος βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα αναθεωρητικό κράτος, το οποία δρα όλο και πιο αυτονομημένο σε σχέση με τα στρατηγικά προτάγματα και τις αξίες της Δύσης.
Διαχρονικά, κάθε προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού τελούσε υπό την βούληση της εκάστοτε τουρκικής κυβέρνησης, στο βαθμό που η Άγκυρα, ως εγγυήτρια και κατοχική -από το 1974- δύναμη, πρέπει να συναινέσει για την επίτευξη συμφωνίας.
Σταδιακά, με την συνδρομή του Ηνωμένου Βασιλείου και την ανοχή των Ηνωμένων Πολιτείων – αποκορύφωμα το σχέδιο Ανάν το 2004- δρομολογήθηκε ο επαναπροσδιορισμός του Κυπριακού από ζήτημα εισβολής και κατοχής σε μη διευθετημένη σύγκρουση, εξισώνοντας τα δύο μέρει και απαλλάσσοντας την Τουρκία από τις έκνομες ενέργειές της.
Διαφαίνεται πλέον πως το ερντογανικό κατεστημένοεγκαταλείπει την πολιτική διατήρησης του ρόλου της Τουρκίας εντός μίας επανενωμένης Κύπρου, επιδιώκοντας την συγκρότηση ενός ή και δύο πολιτικών υποκείμενων χωρίς ουσιαστική κυριαρχική υπόσταση, τουλάχιστον στο πεδίο των εξωτερικών του(ς) σχέσεων.
Υπό αυτές τις συνθήκες επισκέπτεται ο Τούρκος Πρόεδρος το κατεχόμενο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ορισμένοι αδημονούν για το περιεχόμενο των δηλώσεών του, ελπίζοντας να είναι περιορισμένο το εύρος των νέων τουρκικών αξιώσεων.
Ταυτόχρονα γίνεται αντιληπτό από ένα τμήμα της τουρκοκυπριακής κοινότητας ότι ο ρόλος της Άγκυρας εκφεύγει αυτού της εγγυήτριας δύναμης, στο βαθμό που απαιτεί πλήρη συμπόρευση των Τουρκοκυπρίων με τις επιδιώξεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Η Τουρκία στην παρούσα συγκυρία συνιστά υπαρξιακής φύσεως απειλή για την Κυπριακή Δημοκρατία. Οι πρόσφατες τουρκικές ενέργειες στην Αμμόχωστο συνιστούν ώμο εκβιασμό, έτσι ώστε να παραμένει η κυπριακή κυβέρνηση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Η Τουρκία μέσω των συνεχόμενων εκβιασμών επί του πεδίου, θαλάσσιου και χερσαίου, επιδιώκει για το Κυπριακό Ζήτημα τον αλυσιτελή διακανονισμό που επιθυμεί. Δεν συνάδει και δεν αναμένεται όμως από ελεύθερους ανθρώπους να συζητούν για τον τρόπο παύσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.