NurPhoto via Getty Images
Τη διπλωματική αποτυχία στο πλέον προνομιακό πεδίο για την Ελλάδα, αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακολούθησε μια ακατάσχετη «γκρίνια» για εσωτερική κατανάλωση και στο τέλος φυσικά η όξυνση της τουρκικής προκλητικότητας. Η μετακύλιση των ευθυνών στην ΕΕ δεν αποτελεί στάση ευθύνης, είναι σαν να παραπονιόμαστε και να ζητούμε εξηγήσεις από τη διεύθυνση ενός καζίνο για την κακοτυχία μας στην ρουλέτα.
Η ελληνική ήττα στις Βρυξέλλες και η – για ακόμη μια φορά – υπόμνηση ότι οι σχέσεις παραμένουν «ελληνοτουρκικές» και όχι φυσικά «ευρωτουρκικές» όπως και τα προβλήματα που τις συνοδεύουν, μας θέτουν προ των ευθυνών μας, καθώς επί σειρά ετών αγνοούμε τη βασική αρχή της αυτοβοήθειας και επιμένουμε να αγκιστρωνόμαστε σε φρούδες ελπίδες εκ Βρυξελλών, Λουξεμβούργου ή Βερολίνου. Επιδεικνύουμε μια μανιακή εμμονή σε λανθασμένες συνταγές, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να είμαστε «δεδομένοι» και «προβλέψιμοι» και τότε θα έχουμε καταστεί και αρκούντως «αποτρεπτικοί». Πρόκειται για την πλήρη παρανόηση, η οποία έχει οδηγήσει στην κατοχύρωση από πλευράς της Τουρκίας τετελεσμένων όσον αφορά τη στρατιωτική παρουσία της στο θαλάσσιο χώρο Γαύδου-Κρήτης-Καρπάθου-Ρόδου-Καστελορίζου-Κύπρου, τετελεσμένα τα οποία προεκτείνονται και στην – ας μην αυταπατόμαστε πλέον – πραγματοποίηση σεισμογραφικών ερευνών.
Κάποτε μας ενοχλούσαν οι παράνομες (και όχι αβλαβείς) διελεύσεις, έπειτα μας ενόχλησε η μόνιμη στρατιωτική παρουσία, εν συνεχεία η πραγματοποίηση ερευνών και ακολούθως η εμβέλειά τους έως και τις παρυφές των 6 ν.μ.. Πλέον φοβόμαστε για την πραγματοποίηση ερευνών δυτικά του 28ου μεσημβρινού και μια ενδεχόμενη διενέργεια δοκιμαστικής γεώτρησης στον ελληνικό βυθό. Θα γίνει κι αυτό…
Υπ’ αυτούς τους όρους, πορευόμαστε με μαθηματική ακρίβεια προς τη – μερική ή και πλήρη – αποσταθεροποίηση στην περιοχή, καθώς η Τουρκία εξακολουθεί να μεγιστοποιεί την ισχύ και τις αξιώσεις της (και) εις βάρος της Ελλάδας, ενώ η τελευταία δείχνει αδυναμία να εξισορροπήσει αποτελεσματικά τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Η εξέλιξη αφορά το σημαντικότερο αίτιο πολέμου, αυτό της άνισης ανάπτυξης, σύμφωνα με το οποίο η απώλεια της ισορροπίας στην κατανομή ισχύος επιφέρει – αργά, γρήγορα ή καθυστερημένα – την αντίδραση του φοβισμένου θιγόμενου μέρους.
Σε μια περίπτωση, όπως η ελληνική, με δεδομένες τις λανθασμένες επιλογές των προηγούμενων δεκαετιών και το επί της παρούσης ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο, η εξισορρόπηση σε βραχυπρόθεσμο χρόνο είναι εφικτή αποκλειστικά διαμέσου της έγερσης διακρατικών μηχανισμών αντισυσπείρωσης, οι οποίοι θα συνεπικουρούνται από μέτρα διεθνούς νομιμοποίησης, όπως εν προκειμένω η επιβολή κυρώσεων σε επίπεδο θεσμών. Η στρατηγική είναι ενιαία, πολυεπίπεδη και δεν μπορεί να αφορά μόνο το επικουρικό πλαίσιο χωρίς να αναφέρεται στον πυρήνα μιας εξισορροπητικής στρατηγικής. Συνεπώς, δεν νοείται να αναμένουμε τα πάντα από ένα στρατηγικά ανύπαρκτο οργανισμό, έμπλεο εσωτερικών ανταγωνισμών και αντιφάσεων, όπως η ΕΕ. Μπορούμε, όμως, να αναμένουμε τα στοιχειώδη, τα οποία και πάλι ανάγονται στο επίπεδο των επιμέρους κρατικών πολιτικών.
Όπως προαναφέρθηκε, η διπλωματία στους κόλπους της ΕΕ δύναται να συνεισφέρει σε επιμέρους επίπεδα και δυστυχώς αποτύχαμε και σε αυτό. Θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε; Αρχικά, ας ξεκαθαρίσουμε ότι έπρεπε να ήμασταν έτοιμοι για διπλωματικό αγώνα και όχι να καλλιεργούμε ελπίδες για βέβαιες κυρώσεις, οι οποίες θα αγγίξουν έως και τις γερμανοτουρκικές εξοπλιστικές συμφωνίες, για να μη θυμηθούμε «τις κυρώσεις που θα δαγκώνουν» της προηγούμενης Συνόδου. Οφείλαμε να έχουμε κατά νου ότι η ΕΕ είναι ένας διακρατικός οργανισμός με αυτοτελή κρατικά συμφέροντα, τα οποία δε συγκλίνουν πάντοτε μεταξύ τους όσον αφορά τις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις, ενώ ουδέποτε συγκλίνουν όταν πρόκειται για τα πολιτικά-στρατηγικά.
Έχει οικοδομηθεί επί των εν λόγω αντιφάσεων, ενώ μια κατάκτηση του ιστορικού κεκτημένου της είναι το δικαίωμα των κρατών-μελών στο βέτο. Πολύωρες διαπραγματεύσεις, απειλές από «μικρές» και «μεγάλες» δυνάμεις, θεσμική βραχυκύκλωση, τεράστια χρηματοδοτικά πακέτα, εξαιρέσεις στην εφαρμογή των ενωσιακών διαδικασιών είναι μόνο μερικά από τα επεισόδια της ιστορικής διαδρομής της ΕΕ, η οποία αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει ένας αόρατος ρυθμιστικός παράγοντας στις Βρυξέλλες ενεργών με βάση το δίκαιο και την ηθική, αλλά η Ένωση προχωρά μέσα από συγκρούσεις. Όταν το γνωρίζεις αυτό και είσαι έτοιμος και δυνατός να ανταπεξέλθεις σε ένα τέτοιο περιβάλλον, τότε επιβιώνεις και αποκομίζεις οφέλη. Όταν, όμως, συμπεριφέρεσαι όπως οι Μήλιοι του Πελοποννησιακού Πολέμου, τότε κάθε φορά εκπλήσσεσαι και απλά παραπονιέσαι γιατί δε θες να ταράξεις τις διαπροσωπικές φιλίες σου με το τάδε ή το δείνα λόμπι σε κάποια από τις Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις.
Σε αντίθεση με την ως άνω θλιβερή αλλά πραγματική εικόνα, η Τουρκία αντέταξε την ανάγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος υπό ορθολογικούς όρους.Κέρδισε τον αναγκαίο χρόνο επενδύοντας στον εσωτερικό διχασμότης ΕΕ και στην έλλειψη ηγεσίας στα περισσότερα δυτικά κράτη, ενώ αντιλήφθηκε ορθά το λήθαργο των ΗΠΑ ελέω εκλογών, καθώς και το γεγονός ότι μείζονες προτεραιότητες του γαλλογερμανικού ανταγωνισμού είναι το Brexitκαι το περιεχόμενο της συμφωνίας, που πρέπει να υπογραφεί. Η Τουρκία γνωρίζει ότι η γαλλική στρατηγική χρειάζεται έρεισμα στην περιοχή και όσο αυτό δεν της προσφέρεται, τόσο η συμπεριφορά των Παρισίων θα είναι πεπερασμένης εμβέλειας. Ουδείς σώζεται «με το ζόρι», ακόμη και αν ο διασώστης επιθυμεί (ή έχει συμφέρον) να τον σώσει. Από εκεί και πέρα, η Γαλλία ως Μεγάλη Δύναμη θα κοιτάξει και αυτή την επόμενη ημέρα επικοινωνώντας τις αποτυχίες στο επίπεδο της ΕΕ ως επιτυχίες και καλλιεργώντας την εικόνα του δρώντα, ο οποίος ελέγχει την κατάσταση (παρά το ότι στο υποσυνείδητο αδυνατεί να κατανοήσει έναν τέτοιας έκτασης στρατηγικό ανορθολογισμό, όπως ο ελληνικός).
Στη διεθνή πολιτική, το χειρότερο δεν είναι να ηττηθείς αλλά να μην αξιολογείς ορθά την ήττα σου. Το τελευταίο συμβαίνει όταν δε διαθέτεις στρατηγική, κατάσταση η οποία είναι με τη σειρά της χειρότερη από μια λανθασμένη στρατηγική.