Το Νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας για τα θέματα της ανώτατης εκπαίδευσης κατατέθηκε στις 29/1 στη Βουλή προς συζήτηση και ψήφιση. Ας ελπίσουμε ότι η συζήτηση στη Βουλή θα είναι ουσιαστικότερη από την ολιγοήμερη διαβούλευση που προηγήθηκε και από την οποία το Υπουργείο δεν θεώρησε ότι άξιζε τον κόπο να αξιοποιήσει κανένα σχόλιο.

Είναι αλήθεια ότι η διαβούλευση έχει καταντήσει ανέκδοτο, αφού φαίνεται ότι απλώς εξυπηρετεί το αφήγημα των κυβερνώντων πως η γνώμη των πολιτών λαμβάνεται υπόψη.

Διαβάστε επίσης: Τι θα γίνει με τους «αιώνιους» φοιτητές; Αιώνια ερωτήματα, αενάως αναπάντητα

Στη σύντομη αυτή τοποθέτηση θα ασχοληθώ με μία από τις ρυθμίσεις του Νομοσχεδίου που αφορούν στην εισαγωγή στα ΑΕΙ. Ρυθμίσεις που έχουν ήδη προκαλέσει πολλή συζήτηση και αντιδράσεις από την πανεπιστημιακή κοινότητα, με πρώτη τη Σύνοδο των Πρυτάνεων.

Το Υπουργείο θεσπίζει ελάχιστη βάση εισαγωγής (ΕΒΕ) και δίνει στα Ιδρύματα (Συνελεύσεις των Τμημάτων, Συγκλήτους) την αρμοδιότητα να την ορίζουν ως ποσοστό του μέσου όρου των μέσων επιδόσεων όλων των υποψηφίων στα τέσσερα μαθήματα του επιστημονικού πεδίου στο οποίο αντιστοιχεί ένα Τμήμα.

Για να γίνει αυτό κατανοητό, ας δώσουμε ένα παράδειγμα: το Χ Τμήμα κοινωνικών επιστημών θέτει ως ΕΒΕ το 90% του μέσου όρου των επιδόσεων όλων των υποψηφίων στα μαθήματα του 1ου Επιστημονικού Πεδίου (Ανθρωπιστικές, νομικές και κοινωνικές επιστήμες). Αν ο μέσος όρος των επιδόσεων είναι 11 (όπως συνέβη στις εξετάσεις του 2020), η εισαγωγή στο Τμήμα αυτό θα γίνεται για υποψήφιους που θα έχουν μέση επίδοση από 9,9 και πάνω.

Σύμφωνα με το Υπουργείο, στόχος της ρύθμισης είναι η διασφάλιση των ακαδημαϊκών προϋποθέσεων επιτυχούς φοίτησης και έγκαιρης ολοκλήρωσης των σπουδών καθώς και η αναβάθμιση του επιπέδου σπουδών.

Προσωπική μου άποψη είναι πως η ρύθμιση αυτή δεν αγγίζει τα μεγάλα ζητήματα που σχετίζονται με την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο (ποιότητα σπουδών στο Λύκειο, γνώσεις και δεξιότητες των αποφοίτων του Λυκείου, εξεταζόμενα μαθήματα, φύση των Πανελλαδικών Εξετάσεων, βαθμολόγηση των γραπτών των υποψηφίων), αλλά εστιάζει σε μεμονωμένες περιπτώσεις εισαγόμενων με εξαιρετικά χαμηλούς βαθμούς σε Τμήματα χαμηλής ζήτησης περιφερειακών ΑΕΙ και επιδιώκει να δημιουργήσει την εντύπωση πως τάχα τα Τμήματα θα έχουν λόγο στην επιλογή φοιτητών.

Θυμίζει μια άλλη κωμωδία που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο: Το Υπουργείο Παιδείας μέσω της Διεύθυνσης Εξετάσεων ζητά τη γνώμη των ΑΕΙ προκειμένου να καθορίσει τον αριθμό των εισακτέων, κάθε άνοιξη οι Συνελεύσεις των Τμημάτων συζητούν το θέμα, στέλνουν τις προτάσεις τους, και το Υπουργείο αγνοώντας τες επιδεικτικά ανακοινώνει τον αριθμό των εισακτέων, ο οποίος σημειωτέον αυξάνεται σταθερά ενώ ο αριθμός των πανεπιστημιακών δασκάλων μειώνεται εδώ και μια δεκαετία τώρα. Κατά τη γνώμη του Υπουργείου, σχετίζεται η αναλογία διδασκόντων/φοιτητών με την ποιότητα των σπουδών στα ΑΕΙ;

Έστω, λοιπόν, ένα Τμήμα που αποφασίζει να βελτιώσει το βαθμολογικό επίπεδο των εισακτέων του ορίζοντας την ΕΒΕ στο 150% του μέσου όρου. Μην σας κάνει εντύπωση το ποσοστό. Αν υπολογίσουμε ότι ο μέσος όρος των επιδόσεων των υποψηφίων του 2020 στο 4ο Πεδίο ήταν 9,8, ο ορισμός της ΕΒΕ στο 150% θα σήμαινε ότι δεν θα μπορεί να εισαχθεί υποψήφιος με βαθμό κάτω από 14,7. Θα μπορεί να πάρει μία τέτοια απόφαση το όποιο Τμήμα; Η απάντηση είναι ΟΧΙ, διότι το Υπουργείο θα ορίζει το εύρος εντός του οποίου θα κινούνται τα ποσοστά που θα ορίζουν τα Τμήματα!

Είναι λυπηρό το ότι κάθε τόσο θεσπίζονται αλλαγές στην ανώτατη εκπαίδευση στην προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα συμπτώματα μιας σοβαρής ασθένειας, η οποία όμως δεν αφορά πρωτίστως αυτήν αλλά την προηγούμενη βαθμίδα εκπαίδευσης, δηλαδή το Λύκειο.

Πότε θα δούμε κατάματα την ανάγκη να συζητήσουμε τα εξεταζόμενα στις Πανελλαδικές Εξετάσεις μαθήματα (και το περιεχόμενό τους), ώστε αυτά να έχουν μια στοιχειώδη συνάφεια με το επιστημονικό πεδίο στο οποίο εισάγεται ο υποψήφιος;

Για να δώσω ένα παράδειγμα από τη δική μου επιστήμη (είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσε κανείς να φέρει δεκάδες τέτοια ή και πιο ακραία παραδείγματα), τι σχέση έχει η Ψυχολογία με τα Αρχαία Ελληνικά, την Ιστορία και τα Λατινικά του 1ου Πεδίου; Δεν θα έπρεπε να έχουν λόγο τα Τμήματα για τα εξεταζόμενα μαθήματα; Δεν θα έπρεπε να προστεθούν νέα εξεταζόμενα μαθήματα που θα συνυπολογίζονται για την εισαγωγή σε συγκεκριμένα προγράμματα σπουδών;

Πόσο απασχολεί τους αρμόδιους η δυσκολία, το πλήθος, οι ασάφειες και τα σφάλματα των θεμάτων σε ορισμένα μαθήματα, η άγνοια μερίδας των βαθμολογητών για το γνωστικό αντικείμενο που καλούνται να αξιολογήσουν και η ψυχαναγκαστική προσκόλλησή τους στο βιβλίο;

Πιστεύω ότι οι Πανελλαδικές Εξετάσεις ως σύστημα έχουν ολοκληρώσει προ καιρού τον κύκλο ζωής τους και ο μόνος λόγος για τον οποίο διατηρούνται μέχρι σήμερα σχετίζεται με το αδιάβλητο της διαδικασίας, χαρακτηριστικό, ωστόσο, που δεν εγγυάται ταυτόχρονα την αξιοπιστία και την εγκυρότητά της.

Άφησα για το τέλος το σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, πρόβλημα: Αυτό που αφορά στον χαρακτήρα του Λυκείου και στην ποιότητα των σπουδών κατά τη διάρκειά του.

Πότε αλήθεια θα αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα και πέρα από μικροκομματικές αντιπαραθέσεις την οικτρή πραγματικότητα; Δεν κάνει σε κανέναν από τους υπεύθυνους εντύπωση η κριτική που ασκούν οι μαθητές για το Λύκειο;

Δεν τους απασχολεί ότι οι μαθητές και οι οικογένειες δαπανούν μεγάλα ποσά για φροντιστήρια προσανατολισμένα στην προετοιμασία για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις;

Δεν κινητοποιεί κανέναν αρμόδιο το γεγονός ότι τα παιδιά αποφοιτούν στα 18 τους χωρίς ουσιαστικές δεξιότητες για τη φοίτησή τους στο Πανεπιστήμιο, αλλά εξέρχονται από αυτή την πολύχρονη δοκιμασία με απέχθεια για το σχολείο και, σε πολλές περιπτώσεις, με ψυχοσωματικά προβλήματα;

Όταν απαντήσουμε με επιτυχία τα παραπάνω ερωτήματα, θα μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα επιτευχθεί η αναβάθμιση του επιπέδου σπουδών και ότι οι εισαγόμενοι φοιτητές θα ολοκληρώνουν εγκαίρως και επιτυχώς τις σπουδές τους.





ΠΗΓΗ