Στην ανάπτυξη της κρίσης της προηγούμενης 10ετίας, που ο εθνικολαϊκισμός και οι δημαγωγικές αντιλήψεις προσδιορίστηκαν από την εμφάνιση μιας εντελώς ακραίας πόλωσης, που το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα υπονομεύθηκε από τις εκδηλώσεις «αγανακτισμένων», η άσκηση βίας έφθανε μέχρι και το κτίριο του Κοινοβουλίου, με τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, σύμβολο της ενότητας του έθνους, να δέχεται την επίθεση των αντιδημοκρατικών άκρων κατά τον εορτασμό Εθνικής επετείου. Ένας αντισυστημικός ριζοσπαστισμός, μια ακραία αντιευρωπαϊκή ατζέντα, διαμόρφωσε μια παράδοξη συμμαχία ανορθολογισμού των άκρων, από τα αριστερά και τα δεξιά, με αντιδημοκρατικούς αυτοματισμούς. Εάν στην Πάνω Πλατεία συναθροίζονταν αριστερίστικες θεωρίες με αμεσοδημοκρατικές κραυγές, θιασώτες της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, ιδεοληπτικοί αρνητές της ευρωπαϊκής ιδέας, οι συναθροίσεις της Κάτω Πλατείας ήταν πιο ανησυχητικές: ακροδεξιές και εθνικιστικές αντιλήψεις, οδήγησαν τον ιδεολογικό εκφραστή της κατάλυσης του κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατίας, το νεοναζιστικό μόρφωμα της ΧΑ στα κοινοβουλευτικά έδρανα. Στην ανάπτυξη της ριζοσπαστικοποίησης, αναπτύχθηκαν θεωρίες για την διαγραφή χρέους, ενώ ακόμα και η σύμπραξη αυτοδιοικητικών θεσμών από την Ελλάδα και την Γερμανία, θεωρήθηκε από τους λαϊκιστές ως πράξη υποτέλειας και εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας.

Το τέλος της 10ετούς κρίσης, έχει αρχίσει να εφοδιάζει την χώρα με ένα ισχυρό ψηφιακό αποτύπωμα, κυρίως στο πως το κράτος, η Δημόσια Διοίκηση, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, περνάνε σε μια άλλη εποχή. Και ένα άλλο διαφορετικό κράτος οφείλει να διασυνδεθεί με στρατηγική ευρύτητα με ένα παραγωγικό, εξωστρεφές δυναμικό Εθνικό Σχέδιο για την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Τα 32 δις του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελούν ένα τεράστιο χρηματοδοτικό στοίχημα, πόροι προερχόμενοι από την ΕΕ μετά από την ιστορική, αλλά επώδυνη συμφωνία των 27, που έχουν διαφορετικούς και αναγκαίους όρους αξιοποίησης τους, θέτοντας σημαντικές προκλήσεις για την χώρα, για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, δίνοντας ώθηση στην πράσινη ανάπτυξη, τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους, την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και της επενδυτικής δραστηριότητας. 

Η χώρα, από την Κεντρική Κυβέρνηση, την Δημόσια Διοίκηση, τους περιφερειακούς της θεσμούς, πρέπει να παράξει μια δομημένη σειρά προτεραιοτήτων. Η δόμηση της ανάκαμψης της οικονομίας, των στρατηγικών μεταρρυθμίσεων των προσανατολισμένων προτεραιοτήτων, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανταπόκριση στο πως θα επιτυγχάνεται αυτή η μετατόπιση προς μια πιο παραγωγική, ανταγωνιστική οικονομία.

Πρόκειται για ένα μοναδικό εγχείρημα αλλαγής της χώρας προς μια παραγωγική κατεύθυνση, διαμορφώνοντας τους τέσσερις δομικούς πυλώνες της πράσινης ανάπτυξης, του ψηφιακού μετασχηματισμού, της απασχόλησης, της κοινωνικής συνοχής, της αναδιάταξης των οικονομικών δομών, μέσα από δυναμικές ιδιωτικές επενδύσεις. Πυλώνες που μπορούν να δράσουν σε σημαντικούς τομείς του δημόσιου χώρου. Στην μείωση του γραφειοκρατικού παρεμβατισμού, της ενίσχυσης της κοινωνικής προστασίας.

Η χώρα έχει ανάγκη από ένα άλλο μοντέλο λειτουργίας, με υψηλές στρατηγικές προτεραιότητες. Οι αναγκαιότητες του πολιτικού και κοινωνικού πεδίου συνδέονται με παλαιά και νέα ρεύματα, που συνθέτουν όλο αυτόν τον μεταπολιτευτικό κύκλο, με σημερινούς όρους.

Στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, πρέπει να παγιωθούν ρηξικέλευθες και αποτελεσματικές κατευθύνσεις, που θα του επιτρέπουν να δημιουργεί πιο λογικές και υπεύθυνες αναφορές. Για να ξεφύγει οριστικά από τον αρνητισμό οπισθοδρομικών αντιλήψεων που συνήθως αποτυπώνονται σε έναν εγκλωβισμένο και αδύναμο αντιπολιτευτικό λόγο.

Γιατί μόνον αδυναμία πολιτικού πραγματισμού και λογικής πρότασης, καταδεικνύουν αντιπολιτευτικοί πολιτικοί τόνοι στα δυο μείζονα θέματα της εθνικής επικαιρότητας, την υγειονομική πανδημία, τις σχέσεις με την Τουρκία, τις ευρωπαϊκές τους προεκτάσεις, όπως διαμορφώνονται με την πρακτική της Άγκυρας. Και αυτό το έλλειμμα, δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά ελληνικό ατυχές προνόμιο, από ολόκληρη την Ευρώπη.

Kλείνοντας τον πολιτικό κύκλο των αντισυστημικών προσδιορισμών, με το κόστος που είχαν για την χώρα και την κοινωνία, η κανονικότητα της λογικής και της ευθύνης, απαιτεί μια Συνθήκη εθνικής στρατηγικής, μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Ο εσωτερικός πολιτικός διάλογος οφείλει να καθορίζεται από την προγραμματική διαφορετικότητα, μεγιστοποιώντας τα οφέλη μιας σταθερής και βιώσιμης συναίνεσης. 

Οι μεγάλες ιστορικές επιλογές της ένταξης στην ΕΟΚ, της αποδοχής της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της ένταξης στην ζώνη του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, απαιτούν πολιτικούς ορισμούς που θα διαμορφώνουν την δυναμική των κοινωνικών πλειοψηφιών των επόμενων ετών. Και το μεγάλο στοίχημα είναι σύγχρονα κοινωνικά ρεύματα να ενισχύουν τον σχεδιασμό και την εφαρμογή δημοκρατικής κυβερνησιμότητας, μακριά από τις στρεβλώσεις που διαμορφώθηκαν επι δεκαετίες.





ΠΗΓΗ