Οι στομφώδεις επικοινωνιακές αντιδράσεις, κυρίως όταν αφορούν στα εθνικά θέματα υπό τη μορφή διαβήματος, θα ήταν ορθόν να τυγχάνουν ή να συνοδεύονται από ένα σχετικό ιστορικό υπόβαθρο. Το τελευταίο χρονικό διάστημα, οι αναλυτές της διεθνούς πολιτικής σκηνής παρακολουθούν με δέος το Γεωπολιτικό θρίλερ που εξελίσσεται λεπτό προς λεπτό πρωτίστως στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Στην ακόλουθη συνέντευξη που ευγενώς μου παραχώρησε η Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πατρών, στην Εκπαίδευση για την πολιτιστική μας κληρονομιά Δήμητρα Καμαρινού, υποστηρίζει ότι ακόμη και η βύθιση του Oruc Reis δεν θα ήταν αρκετή ώστε να σηματοδοτήσει διεθνείς ή και εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις υπέρ των ελληνικών κεκτημένων και διεκδικήσεων.

Κυρία Καμαρινού, που “πατάνε” σήμερα οι “γείτονες”, ώστε να διεκδικούν εκ νέου την επικυριαρχία τους και στον Ελλαδικό χώρο; Υπάρχουν και από ιστορικής πλευράς γκρίζες ζώνες;

Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν η Συνθήκη Ειρήνης, η οποία έπρεπε αφενός με τον πλέον σαφή τρόπο να ορίσει τα σύνορα της Τουρκίας, δηλαδή του νέου κράτους που προέκυψε από τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αφετέρου να εξασφαλίσει την μακροχρόνια ειρήνη στην περιοχή, που είχε υποφέρει από 4 διαδοχικούς πολέμους. Μάλιστα για την εξασφάλιση της μακροχρόνιας ειρήνης πάρθηκε και η εξαιρετικά επώδυνη απόφαση της ανταλλαγής πληθυσμών.

(Την εποχή που ο πληθυσμός όλης της Ελλάδας ήταν 4,5 εκατομμύρια, ο αριθμός 1,5 περίπου εκατομμυρίου ξεσπιτωμένων Χριστιανών Ελλήνων προσφύγων και μισού εκατομμυρίου Μουσουλμάνων Τούρκων καταλαβαίνετε ότι ήταν τεράστιος).

Στο ίδιο πνεύμα, τα άρθρα της Συνθήκης της Λωζάνης έπρεπε να είναι τόσο σαφή, ώστε να μην αφήνουν περιθώρια για γκρίζες ζώνες και διφορούμενες ερμηνείες. Και είναι.

Με το άρθρο 12 ορίζεται η κυριαρχία της Ελλάδας ονομαστικά στα νησιά Λήμνο, Σαμοθράκη, Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο, Ικαρία. Τι ισχύει για τα μικρότερα νησάκια και τις βραχονησίδες του ανατολικού Αιγαίου; Στο ίδιο άρθρο ορίζονται τα νησιά της τουρκικής κυριαρχίας: είναι όσα βρίσκονται σε μικρότερη απόσταση από τα τρία μίλια από την ασιατική ακτή. Επιπλέον, στο άρθρο 16 η Τουρκία δηλώνει ότι παραιτείται από κάθε τίτλο και από κάθε δικαίωμα επί των εδαφών ή σε σχέση με τα εδάφη και τα νησιά που βρίσκονται πέραν από τα προβλεπόμενα όρια που καθόρισε η Συνθήκη της Λωζάνης.

Τα Δωδεκάνησα τα είχε καταλάβει από την άνοιξη του 1912 η Ιταλία. Σύμφωνα με το άρθρο 15 η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των Δωδεκανήσων, «και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων, ως και της νήσου Καστελλορίζου.» Επομένως και οι νησίδες και οι βραχονησίδες που ήταν στην ιταλική κυριαρχία πέρασαν στην Ελλάδα.

Πώς θα μπορούσε η χώρα μας, να θωρακιστεί πολιτικά απέναντι σε όλες αυτές τις αμφισβητήσεις των Τούρκων; Και επίσης αρκούν οι γνήσιες ιστορικές γνώσεις που δυστυχώς ορισμένοι διπλωμάτες και καθ’ ύλην αρμόδιοι για την εξωτερική μας πολιτική διαφαίνεται ότι τις αγνοούν;

Έκπληκτοι παρακολουθούμε ότι υπάρχει ένα συστηματικό, οργανωμένο επεκτατικό σχέδιο εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων, ρεαλιστικό και όχι για εσωτερική κατανάλωση, όπως θα ήταν ωραίο να πιστεύαμε. Και παράλληλα παρακολουθούμε το μούδιασμα των ισχυρών της εποχής μας, οι οποίοι σύντομα θα βρεθούν ενώπιον των ανταγωνιστικών συμφερόντων τους στην ανατολική Μεσόγειο. Δεν είναι μία παρτίδα σκάκι. Είναι πολλές παράλληλες.

Με ρωτάτε τι μπορεί να κάνει η Ελλάδα και πού μπορεί να είναι χρήσιμη η γνώση της πρόσφατης Ιστορίας;

Καταρχήν για να γνωρίζει κανείς τι μπορεί να περιμένει από κάθε γειτονική μας χώρα, χρειάζεται να ξέρει το πρόσφατο παρελθόν. Τι διεκδικούσε από τα εδάφη και την Ιστορία μας; Διότι το παρελθόν είναι παρόν. Και μέλλον.

Εάν δεν γνωρίζουμε την Ιστορία πώς μπορούμε να καταλάβουμε όλη αυτήν την αντιδικία για το όνομα Μακεδονία και γιατί η Βουλγαρία σήμερα έχει περισσότερες αντιρρήσεις από ότι είχε η Ελλάδα για τα ζητούμενα της Βόρειας Μακεδονίας; Δεν χρειάζεται οι πολιτικοί και εμείς να γνωρίζουμε ότι η Τουρκία με «χειρουργικές επεμβάσεις-επιθέσεις» ροκανίζει εδάφη από τους γείτονες της, στην Συρία, στην Κύπρο, ότι έχει καταστρατηγήσει το καθεστώς αυτονομίας στην Ίμβρο και την Τένεδο και έχει κάνει συστηματικές διώξεις-εκκαθαρίσεις μη τουρκικών πληθυσμών και μετά το 1923;

Όποιος δεν γνωρίζει καλά την Ιστορία μπορεί αφελώς να ελπίζει στον καλοπροαίρετο διάλογο ή να νομίζει ότι εάν βυθίσουμε το Oruc Reis, ή εάν άμεσα ορίσουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια, λύνεται το πρόβλημα κι εύκολα μπορεί να καταγγέλλει ως προδότες της πατρίδας όποιους δεν τα κάνουν. Η λύση για εμάς δεν είναι ούτε πολεμική και στρατιωτική, ούτε μέσω τσαμπουκά και μονομερών ενεργειών παρότι δηλώνουμε ετοιμότητα και αποφασιστικότητα. Προαπαιτούμενο βεβαίως είναι να ισχυροποιήσουμε με έξυπνο τρόπο την πολεμική μηχανή μας. Όμως δεν αρκεί.

Η διπλωματία και οι συμμαχίες είναι ο δρόμος της Ελλάδας. Και σας ρωτάω κύριε Πρώιμε, πώς μπορεί ένας πολιτικός που δεν γνωρίζει τους σύνθετους διπλωματικούς αγώνες κορυφαίων Ελλήνων διπλωματών, όπως ο Βενιζέλος, να έχει άποψη για το θέμα; Από ποιο σχολείο έχει περάσει και τι γνώσεις έχει για τα δαιδαλώδη μονοπάτια της διπλωματίας ο κάθε πολιτικός που εκφέρει άποψη; Γνωρίζουμε ότι ενώ είχαμε απελευθερώσει με το ναυτικό μας τα νησιά του Αιγαίου, χρειάστηκαν διπλωματικοί αγώνες δέκα χρόνων και η ήττα των συμμάχων της Τουρκίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να κατοχυρωθούν στην Ελλάδα;

Ότι ενώ είχαμε απελευθερώσει την Βόρεια Ήπειρο, αναγκαστήκαμε να την εγκαταλείψουμε με την απειλή ότι θα χάναμε τα νησιά του Αιγαίου, κι ας τα είχαμε μόλις απελευθερώσει; Διαβάζοντας την πρόσφατη Ιστορία βλέπουμε τον ρόλο συμμάχων μας, αυτών με τους οποίους τάχτηκε ο Βενιζέλος και αυτών με τους οποίους τάχτηκε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Κατανοούμε ποιες πολιτικές παρέσυραν τον ελληνικό λαό σε επώδυνες περιπέτειες κυνηγώντας το όραμα «της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».  

Η γνώση της Ιστορίας δεν επιτρέπει ψευδαισθήσεις. Καταλαβαίνει κανείς ότι το κύριο όπλο μας είναι η συνετή εκμετάλλευση των διεθνών συγκυριών προς όφελός μας. Κι εδώ χρειάζεται γνώση, στρατηγική, ικανότητες συγκρότησης προσεκτικών συμμαχιών και οξυδέρκεια.

Κατανοούμε ότι όταν παίζει σκάκι ο μοναχικός Δαυίδ με τον Γολιάθ και τους συμμάχους του, οι όροι είναι πολύ δύσκολοι και αναγκαστικά θα γίνουν επώδυνες υποχωρήσεις; Ελπίζουμε με διάλογο και όχι με άλλα μέσα. Μεγαλώσαμε νομίζοντας ότι το Αιγαίο είναι ελληνικά νερά και τώρα μαθαίνουμε ότι δεν είναι. Νομίζοντας ότι υπάρχει μία Μακεδονία, η δική μας και τώρα μαθαίνουμε και για άλλες στις γειτονικές χώρες.

Κυρίως μελετώντας την Ιστορία κατανοεί κανείς ότι δεν έχει καμία θέση ο φανατισμός. Θέλω να πω ότι ο μεγαλύτερος εχθρός ενός λαού είναι εντός του. Οι εμφύλιες διαμάχες, από φανατισμό που συμβαδίζει με το πολιτικό συμφέρον και με την έλλειψη ρεαλισμού και λογικής. «Έπαθεν και παθαίνει η πατρίδα όσα δεν έπαθε από τους Τούρκους», έγραψε ο Μακρυγιάννης για την εποχή της Επανάστασης του ’21 και μετά. Γι’ αυτό, επιμένω, χρειάζεται ο καθένας μας να έχει μία βασική γνώση της πρόσφατης Ιστορίας με τους γείτονές μας. Για να διαμορφώσει υπεύθυνη γνώμη για όσα συμβαίνουν σήμερα και για τις πράξεις των πολιτικών μας.

Δεν θέλω να παραλείψουμε να πούμε ότι ο πόλεμος είναι ο βάρβαρος και όχι οι λαοί. Έγνοια μου γράφοντας το βιβλίο «Καρέ ιστορίας. Αγώνες των Ελλήνων 1821-1923» ήταν να μην οξύνω τα στερεότυπα για τους γείτονές μας. Αυτά που μας ενώνουν είναι απείρως περισσότερα από όσα μας χωρίζουν.

Στα ταξίδια μας στην Τουρκία δεν βιώσαμε την φιλοξενία τους; Δεν ξαφνιαστήκαμε διαπιστώνοντας πόσες τούρκικες λέξεις έχουμε στην γλώσσα μας; Και πόσες ελληνικές έχουν εκείνοι; Δεν ακούσαμε να τραγουδάνε ελληνικά τραγούδια και να χορεύουν ρυθμούς που ξέρουμε; Δεν τους είδαμε να διαβάζουν τις αγωνίες τους στον καφέ και να μας φιλεύουν σιροπιαστά γλυκά, τόσο οικεία σε μας;]

Με αυτές τις σκέψεις αξιοποίησα το αρχειακό υλικό των ιστορικών φωτογραφιών που κληρονόμησα και δημιούργησα ένα ευανάγνωστο βιβλίο Ιστορίας. Για όποιον θέλει να γνωρίζει, αλλά δεν έχει χρόνο να αφιερώσει στην ανάγνωση σύνθετων περιόδων της Ιστορίας μας. Και για τον αναγνώστη που ήδη γνωρίζει, οι εικόνες της εποχής είναι αποκαλυπτικές.

Θα μου πείτε η διήγηση της Ιστορίας εξαρτάται από την οπτική του γράφοντος. Έχετε δίκιο. Υπάρχουν πολλές Ιστορίες για την ίδια περίοδο και όλες έχουν την αξία τους. Στο βιβλίο μου θέλησα εκτός από την επίσημη Ιστορία να δώσω και βιώματα αυτών που πολέμησαν (οπλαρχηγών του ’21 και στρατιωτών στους Βαλκανικούς Πολέμους, ιστορίες των παππούδων μας). Και να μεταφέρω στον αναγνώστη το συναίσθημα του λαού της εποχής μέσα από χαρακτηριστικούς στίχους ποιητών και λογοτεχνών. Εν τέλει, όσο οι διεκδικήσεις των γειτόνων μας γιγαντώνονται, τόσο χρειάζεται να φροντίσουμε τα θεμέλια που έκτισαν οι πρόγονοί μας. Πρώτα απ’ όλα να τα γνωρίσουμε. Άλλωστε είναι φορές που χρειαζόμαστε ρίζες για να ψηλώσουμε. Και τις έχουμε.

Έχετε βραβευτεί από την Ακαδημία Αθηνών για την διατριβή σας και την σχετική συγγραφή βιβλίου αναφορικά με την κλοπή και όλο το αφήγημα των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Μέσα από τη δική σας οπτική και βιωματική εμπειρία, εκτιμάτε ότι υπάρχουν ελπίδες; Θα επιστραφούν ποτέ στην Ελληνική πολιτεία; Ενδεχομένως υπό όρους;

Δύσκολα. Όπως αναλύω στο βιβλίο μου: «Είναι η Ιστορία που δεν έχουν. Και την θέλουν.

Βιογραφικό Δήμητρας Καμαρινού

Η Δρ Δήμητρα Καμαρινού είναι πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας – Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πατρών στην Εκπαίδευση για την Πολιτιστική Κληρονομιά, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία (Πανεπιστήμια Wurzburg και Bochum) και μεταδιδακτορική έρευνα στη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών ως υπότροφος του ΙΚΥ. Έχει πλούσιο ερευνητικό και συγγραφικό έργο, ώστε έχει τιμηθεί με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών στην Αρχαιολογία (2006) και με βραβείο του Διεθνούς Λογοτεχνικού Διαγωνισμού «Τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Η ιστορία μιας κλοπής ή η κλοπή της Ιστορίας.» (2011). Έχει συνεργαστεί σε ντοκιμαντέρ ιστορικού-οικολογικού περιεχομένου (ΕΤ1 «Μήτρα Γη» και «Υδάτινος Ορίζοντας», «Ολυμπία οδός» κ.ά).

 





ΠΗΓΗ